Όταν το πνεύμα των Χριστουγέννων «εισέβαλε» στα χαρακώματα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Τα Χριστούγεννα του 1914, κατά τη διάρκεια του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, μια αυθόρμητη Χριστογεννιάτικη Ανακωχή θα φέρει προσωρινή ειρήνη και ελπίδα στους σκληρά δοκιμαζόμενους στρατιώτες.
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, της μακροχρόνιας αιματηρής σύρραξης που άφησε πίσω της περισσότερους από δέκα εκατομμύρια νεκρούς, ανυπολόγιστες καταστροφές και κλόνισε συθέμελα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, έλαβε χώρα μια από τις πιο παράξενες και ελπιδοφόρες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας. Τις ημέρες των Χριστουγέννων του 1914, στο παγωμένο, αφιλόξενο Δυτικό Μέτωπο, στρατιώτες από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές προέβησαν σε μια ανεπίσημη, σύντομης διάρκειας ανακωχή, βγήκαν διστακτικά από τα χαρακώματα και «γιόρτασαν» με τον εχθρό.
Το γεγονός αποτέλεσε ένα είδος χριστουγεννιάτικου θαύματος, μια σπάνια στιγμή ειρήνης σε έναν από τους καταστροφικότερους πολέμους του 20ου αιώνα. Τα όπλα σίγησαν, οι ήχοι των εκρήξεων ξεθώριασαν και για λίγες ώρες, ή και μέρες σε κάποιες περιπτώσεις, Γάλλοι, (αλλά κυρίως) Βρετανοί και Γερμανοί στρατιώτες, εμπνεόμενοι από το πνεύμα των Χριστουγέννων, μοιράστηκαν τα λιγοστά υπάρχοντά τους, αντάλλαξαν δώρα, τραγούδησαν χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πατρίδας τους, συνδιαλέχθηκαν, έπαιξαν ακόμη και παιχνίδια. Όλα αυτά σε μια αλλόκοτη ένδειξη καλής θέλησης.
Το προοίμιο μιας αναπάντεχης ανακωχήςΉδη από τις 7 Δεκεμβρίου του 1914, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΕ΄, ο οποίος είχε αναλάβει το αξίωμά από τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, πρότεινε μια προσωρινή, επίσημη Χριστουγεννιάτικη Ανακωχή, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τις κυβερνήσεις των εμπλεκόμενων χωρών. Ωστόσο, όταν τα Χριστούγεννα έφτασαν, μερικοί στρατιώτες από τα χαρακώματα κατά μήκος του Δυτικού Μετώπου κήρυξαν τη δική τους αυθόρμητη Χριστουγεννιάτικη Ανακωχή.
Οι παράγοντες που οδήγησαν εκεί πολλοί. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος τον Αύγουστο του 1914, κανένας δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τις πραγματικές διαστάσεις που αυτός θα λάμβανε. Όλοι πίστευαν ότι επρόκειτο για μια υπόθεση τριών- το πολύ τεσσάρων μηνών- παρασυρόμενοι από το απόλυτο-αλαζονικό αίσθημα ότι η πλευρά τους έχει το δίκιο με το μέρος της. Οι απλοί στρατιώτες θεωρούσαν ότι μέχρι τις γιορτές θα είχαν επιστρέψει σπίτια στις οικογένειές τους. Όλοι δυστυχώς διαψεύσθηκαν.
Τον Δεκέμβριο του 1914 ο πόλεμος εξακολουθούσε να μαίνεται, οι στρατιώτες βιώνοντας την πραγματικότητα της μάχης είχαν χάσει μέρος του αρχικού «ιδεαλισμού» τους, καθημερινά έρχονταν αντιμέτωποι με την τεράστια καταστρεπτική ικανότητα των σύγχρονων όπλων, θρηνούσαν φίλους και συντρόφους. Το ηθικό ήταν πεσμένο, οι συνθήκες διαβίωσης στο κρύο και την λάσπη των χαρακωμάτων αφόρητες και όλοι επιθυμούσαν ένα διάλειμμα από την κόλαση αυτή και το τέλος της αιματοχυσίας.
Για τα γεγονότα της Χριστουγεννιάτικης ανακωχής υπάρχουν ποικίλες και διαφορετικές μεταξύ τους μαρτυρίες. Ημερολόγια, επιστολές, αναφορές από ανθρώπους οι οποίοι βιώσαν το φαινόμενο σε διαφορετικά σημεία του μετώπου, ενώσω σε άλλα οι μάχες συνεχίζονταν κανονικά. Ακόμη και η διάρκεια της ανακωχής από τον έναν τομέα στον άλλο διέφερε. Σε κάποιους κράτησε μόνο την ημέρα των Χριστουγέννων, σε άλλους έως την Πρωτοχρονιά. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, δεν μπορούμε να μιλάμε για φαινόμενο με καθολική μορφή, για τον λόγο αυτό είναι δύσκολο να προσδιοριστεί πότε ακριβώς ξεκίνησε, πως διαδόθηκε, ποιος ο αριθμός των στρατιωτών που συμμετείχαν. Οι εκτιμήσεις, ωστόσο, μιλούν για περίπου εκατό χιλιάδες στρατιώτες (αριθμός που δεν έχει εξακριβωθεί).
Αρκετές διαφορετικές πηγές υποδεικνύουν ότι τα πρώτα σημάδια της ανακωχής εμφανίστηκαν την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν Γερμανοί και Βρετανοί στρατιώτες, από τα δικά τους χαρακώματα ο καθένας, τραγούδησαν ο ένας τον άλλον χριστουγεννιάτικα κάλαντα της πατρίδας τους, ανταλλάσσοντας και ευχές, με όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις. Σε κάποιες περιπτώσεις ανιχνευτές από τις δύο πλευρές συναντήθηκαν στην ουδέτερη ζώνη, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, όταν ένας Σκοτσέζος έπεσε πάνω σε μια γερμανική περίπολο εκείνοι τον κέρασαν ουίσκι. Άλλοι ανέφεραν ότι οι Γερμανοί χρησιμοποίησαν κεριά για να φωτίσουν τα χριστουγεννιάτικα δέντρα γύρω από τα χαρακώματα τους.
Η Χριστουγεννιάτικη ΑνακωχήΤο πρωί των Χριστουγέννων Γερμανοί στρατιώτες διέσχισαν την ουδέτερη ζώνη πλησίον της γραμμής του εχθρού ευχόμενοι «Καλά Χριστούγεννα» στην αγγλική γλώσσα και κρατώντας μερικοί εξ αυτών, ταμπέλες που έγραφαν «Αν δεν πυροβολήσετε, δεν θα πυροβολήσουμε». Οι Βρετανοί, αν και στην αρχή φοβήθηκαν ότι πρόκειται για κόλπο, ωστόσο όταν είδαν ότι οι Γερμανοί είναι άοπλοι, σκαρφάλωσαν από τα χαρακώματα και βγήκαν και αυτοί στην ουδέτερη ζώνη να τους συναντήσουν. Αντάλλαξαν χειραψίες και ευγενικά λόγια.
Σε κάποιες περιπτώσεις η επικοινωνία δεν ήταν καθόλου δύσκολη, καθώς υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί στρατιώτες που είχαν εργασθεί προηγουμένως στην Βρετανία και μιλούσαν ικανοποιητικά την γλώσσα του αντιπάλου. Στη διάρκεια της ιδιαίτερης αυτής μέρας, αντάλλαξαν μεταξύ τους δώρα, όπως φαγητό, τσιγάρα, κρασί, κουμπιά, καπέλα κ.α., τραγούδησαν, βοήθησαν ο ένας τον άλλον να περισυλλέξει και να θάψει τους νεκρούς του, έστησαν μέχρι και αυτοσχέδια κουρεία. Σε κάποια σημεία του Δυτικού Μετώπου πραγματοποιήθηκαν αυτοσχέδιοι αγώνες ποδοσφαίρου, όχι ωστόσο οργανωμένοι με έντεκα εναντίον έντεκα, αλλά σαν μια απόλαυση της ελευθερίας του να μην είσαι περιορισμένος στα χαρακώματα.
O Βρετανός John Ferguson θυμάται για εκείνη την ημέρα «Και να που γελούσαμε και συζητούσαμε με άντρες τους οποίους μόλις λίγες ώρες πριν προσπαθούσαμε να σκοτώσουμε». Ενώ, ο Γερμανός υπολοχαγός Kurt Zehmisch σημείωνε «Πόσο θαυμάσιο, αλλά και πόσο παράξενο ήταν. Οι Βρετανοί αξιωματικοί αισθανόντουσαν το ίδιο. Τα Χριστούγεννα, η γιορτή της αγάπης, κατάφερε, έστω και για λίγο, να μετατρέψει θανάσιμους εχθρούς σε φίλους».
ΑντιδράσειςΩστόσο, η ανεπίσημη αυτή Χριστουγεννιάτικη Ανακωχή υπήρξε παράνομη. Μια τέτοια προοπτική αποδοκιμαζόταν από τους επικεφαλής των στρατών, ο οποίοι εξέδωσαν διαταγές την παραμονή των Χριστουγέννων, απαγορεύοντας ρητά οποιαδήποτε ανεπίσημη κατάπαυση πυρός, οποιοδήποτε είδος επικοινωνίας με τον εχθρό, διατάζοντας τους στρατιώτες τους να τον πυροβολήσουν αν τυχόν προσπαθήσει να τους πλησιάσει.
Στο άκουσμα, λοιπόν, όσων εκτυλίχθηκαν τα πρώτα Χριστούγεννα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου οι διοικήσεις των στρατευμάτων τρομοκρατήθηκαν. Είδαν τα γεγονότα ως μια ένδειξη γενικότερης απάθειας και ανυπακοής, όπου η βάση αποφασίζει να μην διεξάγει τον ίδιο πόλεμο με τους ανωτέρους. Έλαβαν έκτακτα μέτρα ώστε ένα τέτοιο ενδεχόμενο να μην ξαναεπαναληφθεί, τιμωρώντας, επιπλέον και τους «υπεύθυνους» με την κατηγορία της συναναστροφής με τον εχθρό.
Όλοι όσοι έλαβαν συμμετοχή στην Χριστουγεννιάτικη Ανακωχή ήξεραν ότι μόνο προσωρινή μπορεί να είναι. Την επόμενη οι εμπόλεμες συγκρούσεις συνεχίστηκαν κανονικά και μόνο στις 11 Νοεμβρίου 1918, όταν και οι Γερμανοί υπέγραψαν την Ανακωχή της Ρετόντ, σηματοδοτήθηκε το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Χριστουγεννιάτικη Ανακωχή του 1914 πέρασε στη σφαίρα του μύθου, ως ένα σύμβολο της βαθιάς επιθυμίας του ανθρώπου για ειρήνη, ένας φάρος ελπίδας και ανθρωπιάς σε μια από τις σκοτεινότερες σελίδες της ιστορίας. Έγινε ταινία, έγινε βιβλίο για παιδιά, πέρασε στην αιωνιότητα και απέδειξε ότι το πνεύμα των Χριστουγέννων μπορεί να τρυπώσει ακόμη και σε καρδιές «παγωμένες» από τον πόλεμο και τον θάνατο.