Απόφοιτος της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου, ο Νικόλας Παπαγιάννης κουβαλά μια θεατρική εμπειρία 22 σχεδόν χρόνων στις πλάτες του. Το ευρύ κοινό ίσως τον γνώρισε καλύτερα μέσα από τις πρόσφατες τηλεοπτικές του εμφανίσεις στον «Σκοτεινό Δρόμο» στο MEGA, στο «Ποιος Ήτον ο Φονεύς του Αδελφού μου» στην ΕΡΤ και τώρα στην «Παραλία», μια ακόμη φιλόδοξη παραγωγή της κρατικής τηλεόρασης. Στον κινηματογράφο επίσης οι δουλειές του είναι μετρημένες, ωστόσο ο ίδιος έχει παραδεχτεί πως οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες «κουμπώνουν» καλύτερα μέσα του όταν μπορεί να βρίσκεται και στα τρία πεδία.
Ο ίδιος μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον αμιγώς καλλιτεχνικό κι έτσι η σύνδεσή του με την τέχνη ήρθε από πολύ νωρίς στη ζωή του και τον σημάδεψε. Κι από τα πρώτα του βήματα ξεκίνησε να μετράει ρόλους, τους οποίους πάντα προσπαθούσε – και ακόμη το κάνει – να κατανοήσει, να αναζητήσει τα τραύματά τους, να τους υπερασπιστεί. Μάλιστα, βρίσκει διασκεδαστική την όλη διαδικασία. Εγώ βρήκα αφορμή να του εκμυστηρευτώ πως υποδύεται πολύ επιτυχημένα τους ρόλους των πιο «κακών» στην τηλεόραση, αφού στο μυαλό μου θα τον θυμάμαι πάντα στον ρόλο του απαγωγέα από τον «Σιωπηλό δρόμο» και τώρα στον ρόλο του Γράντου στην «Παραλία». Εκείνος θα μου απαντήσει τότε πως δεν τους αντιμετωπίζει ως «κακούς», στο πλαίσιο της όλης αυτής διαδικασίας ανακάλυψης των ψυχικών τους κινήτρων και της οδήγησής τους στη δικαιοσύνη. Που σε αντίθεση με τη ζωή, πάντα θα ισχύει στην Τέχνη, όπως πιστεύει ο ίδιος.
Στο θέατρο, αυτή την περίοδο, ενσαρκώνει τον ρόλο του Τόρβαλντ Χέλμερ στο «Κουκλόσπιτο», το αριστούργημα του Ίψεν μέσα από την «ανάγνωση» του Δημήτρη Τάρλοου, που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία, με αλλαγές στη διανομή από την περσινή πρώτη του παρουσίαση. Η πρόκληση που βλέπει κανείς εδώ είναι το ενδιαφέρον να συναντά ξανά το ίδιο έργο, επτά χρόνια μετά το ανέβασμα στο Θέατρο Οδού Κυκλάδων σε σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα, στο οποίο ο Νικόλας Παπαγιάννης είχε υποδυθεί τον γιατρό Ρανκ. Αυτή τη φορά «διαβάζει» τον Ίψεν από τη θέση του Τόρβαλντ Χέλμερ.
Έργο του 1879 αλλά επίκαιρο ανά πάσα στιγμή, το «Κουκλόσπιτο», που εξερράγη σαν βόμβα στην εποχή του, θεωρείται διαχρονικά ένα φεμινιστικό μανιφέστο, ενώ την ίδια στιγμή είναι πολλά περισσότερα από αυτό, αφού οι ήρωες που ο Ίψεν έπλασε περίπου ενάμιση αιώνα πριν, μοιάζουν να μην έχουν χάσει ούτε σταγόνα από τη ζωντάνια και τον επαναστατικό τους οίστρο, ενώ τα πάθη τους συνεχίζουν να μάς συνταράζουν σήμερα αφού σε αυτά αναγνωρίζουμε κάτι από τον εαυτό μας.
Με αφορμή την παράσταση, κάνουμε μια κουβέντα με τον Νικόλα Παπαγιάννη, όχι μόνο για τον ρόλο του και το ενδιαφέρον της νέας αυτής πρόκλησης, αλλά και για το φαινόμενο της πατριαρχίας, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο αλλά και τους «κακούς» χαρακτήρες σε αυτά.
Έχω όντως την χαρά να συναντιέμαι (προσωπικά για δεύτερη φορά) με το Κουκλόσπιτο του Ίψεν, ένα έργο που με συγκλονίζει τόσο ως ερμηνευτή αλλά και ως θεατή ή αναγνώστη. Είχαμε συμφωνήσει από την αρχή με τον Δημήτρη (Τάρλοου ότι η νέα διανομή θα πρέπει να χωρέσει στην κατασκευή της πρώτης. Πολύ γρήγορα αντιληφθήκαμε και συμφωνήσαμε ότι αυτό ήταν αδύνατον – και πώς αλλιώς; Νέα διανομή σημαίνει άλλοι ηθοποιοί δηλαδή μια εντελώς διαφορετική λειτουργία. Κατορθώσαμε λοιπόν να διατηρήσουμε την αρχική κατασκευή – τα τετραγωνικά της παράστασης αλλάζοντας εντελώς την διαρρύθμιση της. Η διαδικασία αυτή μου έδωσε μια μεγάλη ελευθερία λόγω της δεδομένης προσέγγισης (αισθητικής και ήθους) και μια ερμηνευτική απενοχοποίηση, στην οποία βέβαια βρήκα πολύτιμο σύμμαχο και πάλι τον Δημήτρη και τους εξαιρετικούς συναδέλφους μου.
Που εστιάζετε τη ματιά σας στο έργο του Ίψεν; Και πού νομίζετε ότι εφάπτεται η ανάγνωση Τάρλοου με τα σημερινά αιτούμενα των διαπροσωπικών σχέσεων και της θέσης της γυναίκας στη σημερινή κοινωνία;Η ανάγνωση του Τάρλοου έπλασε ένα κουκλόσπιτο το οποίο έχει μέσα του φυλακισμένες όλες τις κούκλες – ήρωες και στο οποίο η μία κούκλα χρησιμοποιεί την άλλη. Χωρίς διακρίσεις χωρίς αιδώ και προσχήματα. Κομψά και ωμά. Εντελώς πραγματικά. Αυτό με έκανε αμέσως να συντονιστώ απόλυτα με την σκηνοθεσία αλλά και με το ίδιο το έργο του Ίψεν.
Σας τρομάζει το γεγονός πως υπάρχουν άντρες στις μέρες μας που σκέφτονται όπως ο Τόρβαλντ και αντιμετωπίζουν τις συντρόφους τους ως δέσμιες σε χρυσά κλουβιά; Ή, πολύ χειρότερα, έχουν κανονικοποιήσει τη βία στη σχέση τους;Έχω την εντύπωση πως το έργο δεν πραγματεύεται την βία του άντρα προς την γυναίκα, αλλά κυρίως την έλλειψη δυνάμεων της γυναίκας να αντισταθεί σε μια κατασκευή, που στην πραγματικότητα την θέτει στο περιθώριο των αποφάσεων της αυτοδιάθεσης της ίδιας της ζωής. Μιας κατασκευής που έφτιαξαν με τα ίδια τους τα χέρια οι γυναίκες και οι άντρες. Χέρι – χέρι.
Τι πιστεύετε πως έχει πάει λάθος κοινωνικά; Τι άποψη διατυπώνετε στο φαινόμενο της πατριαρχίας;Η θεατρική μου παρουσία δεν χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα, αλλά από ένα ένστικτο.
Όταν λέμε κοινωνία δεν μιλάμε για κάτι απρόσωπο, μιλάμε για τις μανάδες μας, τους πατεράδες τη γιαγιά και τον παππού τα αδέλφια, το σπίτι μας. Εκεί που μυστικά, χωρίς πρόθεση ίσως, διδαχθήκαμε την ανοχή, τη σιωπή, το σκύψιμο του κεφαλιού. Ξέρω ότι μπορεί να ακούγεται εκνευριστικό αυτό που λέω, αλλά νομίζω πως ήρθε η ώρα να μοιραστούμε την ευθύνη αν θέλουμε να προχωρήσουμε και να διαλύσουμε αυτή την παρεξήγηση μια για πάντα. Να κατανοήσουμε ότι, φυσικά, άντρες και γυναίκες δεν είμαστε ίδιοι, αλλά ταυτόχρονα είμαστε απόλυτα ίσοι. Κλείνοντας λέω, λοιπόν, ότι το φαινόμενο της πατριαρχίας εκκολάπτεται μέσα στα ίδια μας τα σπίτια. Πολλά σπίτια μαζί δημιουργούν τις κοινωνίες.
Αυτή η δεύτερή μου επαφή με το έργο δεν μοιάζει σε τίποτα με την πρώτη. Άλλο Κουκλοσπιτο, άλλες κούκλες, άλλος ρόλος και κυρίως άλλος Νικόλας. Το Κουκλόσπιτο του «Κυκλάδων» είναι για μένα μια ανεξίτηλη εμπειρία, η υπέροχη Αμαλία Μουτούση, ο εξαιρετικός Άρης Λεμπεσόπουλος, η σκιά του Λευτέρη Βογιατζή. Ο γιατρός Ρανκ που αγάπησα και πόνεσα βαθιά, χωρίς κανέναν οίκτο. Πέρασαν επτά χρόνια και από τον Ρανκ του «Κυκλάδων» συναντιέμαι με τον Χέλμερ του «Πορεια». Τυχερός, λοιπόν, και εντελώς διαφορετικός.
Δεν διαλέγω κανέναν από τους δύο, χαμογελώ όμως που δύο σπουδαίοι ρολόι μου έκλεισαν το μάτι.
Έχετε σταθερή παρουσία στα θεατρικά πράγματα, αλλά με μια επιλεκτικότητα. Είναι όντως έτσι τα πράγματα;Θα έλεγα ότι η θεατρική μου παρουσία δεν χαρακτηρίζεται από επιλεκτικότητα, αλλά από ένα ένστικτο. Κυρίως με τους ανθρώπους που αποφασίζω να μοιραστώ και να δημιουργήσω θεατρικούς -και όχι μόνο – κόσμους. Υπήρξε για μένα μείζονος σημασίας το θέμα των συνεργασιών, οι άνθρωποι δηλαδή. Κάποιες φορές έπεσα έξω. Πάλι καλά.
Τα τελευταία χρόνια σας βλέπουμε όλο και πιο συχνά σε σειρές, αλλά και στον κινηματογράφο. Αυτό είναι κάτι που απλώς προέκυψε τώρα; Δέχεστε τώρα προτάσεις για ρόλους πιο κοντά σε εσάς; Ή απλώς αισθάνεστε ίσως πιο έτοιμος;Διαλέγω ρόλους που με κάνουν να διασκεδάζω, να ανησυχώ για το πώς θα τους συναρμολογήσω, που θέλω να υπερασπίζομαι χωρίς ποτέ να ταυτίζομαι μαζί τους
Είναι γεγονός ότι ο φακός της τηλεόρασης – γιατί με τον κινηματογράφο είχε συμβεί ήδη – με ενθουσιάζει. Με γοητεύει η κινηματογράφηση η καταγραφή, το μια για πάντα. Με τον κινηματογράφο έχω μια σχέση που αρχίζει πολλά χρόνια πριν, πριν ακόμη εμφανιστώ στην σκηνή όντας ακόμα σπουδαστής της δραματικής του Εθνικού ή του δεύτερου λυκείου αν προτιμάτε. Η τηλεόραση με φλέρταρε διαχρονικά αλλά αντιστεκόμουν, και όχι άδικα, γιατί ήξερα και ήμουν σίγουρος ότι η τηλεόραση του μέλλοντος, η σημερινή, θα έρθει και τότε θα είμαι κι εγώ εκεί. Η τηλεόραση του σήμερα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της τέχνης μου. Δεν τη διαχωρίζω από το θέατρο ή τον κινηματογράφο. Χρησιμοποιώ ακριβώς τα ίδια υλικά και αλλάζω απλώς την τεχνική απεύθυνσης (π.χ φακός – κοινό).
Φαίνεται πως υποδύεστε πολύ επιτυχημένα ρόλους «κακών» στην τηλεόραση. Στο μυαλό μου σας έχω ως τον απαγωγέα από τον «Σιωπηλό δρόμο» και τώρα ως Γράντο στην «Παραλία». Πώς προσεγγίζετε εσείς τους «villain» χαρακτήρες και που οφείλεται για εσάς η επιτυχία σας σε τέτοιους ρόλους;Διαλέγω ρόλους που με κάνουν να διασκεδάζω, να ανησυχώ για το πώς θα τους συναρμολογήσω, που θέλω να υπερασπίζομαι χωρίς ποτέ να ταυτίζομαι μαζί τους! Αυτό το αφήνω στον θεατή. Δεν τους αντιλαμβάνομαι ποτέ ως «κακούς», τους αντιλαμβάνομαι σαν χαμένους σαν ανυπεράσπιστους και μόνους. Μαλώνω συχνά μαζί τους, διαφωνώ, αλλά υπάρχει μια ακαταμάχητη επιθυμία μέσα μου να ανακαλύπτω κάθε φορά τα ψυχικά τους κίνητρα. Στο τέλος τους οδηγώ στη δικαιοσύνη της Τέχνης. Γιατί στην τέχνη, αντίθετα με την ζωή, η δικαιοσύνη ισχύει.
«Το Κουκλόσπιτο» του Χένρικ Ίψεν παρουσιάζεται στο Θέατρο Πορεία (Κάθε Δευτέρα & Τρίτη στις 21:00 και Κυριακή στις 21:15) έως τις 9 Ιανουαρίου 2024.
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Τάρλοου
Πρωταγωνιστούν: Λένα Παπαληγούρα, Νικόλας Παπαγιάννης, Χρήστος Σαπουντζής, Ιερώνυμος Καλετσάνος, Κατερίνα Δημάτη, Όλγα Δαλέκου. Μουσικός επί σκηνής: Κρυσταλία Θεοδώρου (CORNIZA).
Διάρκεια: 120 λεπτά, χωρίς διάλειμμα
Προπώληση εισιτηρίων στο https://www.more.com/theater/to-kouklospito/#workspace