Η Αγγελική Ξυνού περιγράφει την τέχνη της ως μια ζωγραφική όπου το αναπαραστατικό αναμετράται διαρκώς με το αφηρημένο όπως η μνήμη με την πραγματικότητα. Στην τρίτη της ατομική έκθεση, με τίτλο «Το χρώμα των αφόρητων αισθημάτων», η οποία παρουσιάζεται, έως τις 13 Ιανουαρίου 2024, στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών, η αναμέτρηση αυτή ζητά να υπονομεύσει τις βεβαιότητες της θέασης, παραδίδοντας μας τα πράγματα σε μια τρέχουσα συνθήκη, εκεί που κοντά στα ορατά μάς αποκαλύπτονται, ταυτόχρονα, πράγματα αόρατα.
Πρόκειται για μια «τέχνη της όρασης», όπως υπογραμμίζει η Flâneur Rustin στο κείμενο της έκθεσης, «που συνομιλεί αξεδιάλυτα με τον λόγο, τη λογοτεχνία και το θέατρο». Ένας διάλογος άρρηκτα συνδεδεμένος με τις σπουδές ζωγραφικής και θεάτρου της καλλιτέχνιδας στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Μέσα από μια σειρά είκοσι μεγάλων έργων, μεγάλων και μικρότερων διαστάσεων, από λάδια και με όχημα την ισχυρή φαντασία και τις λογοτεχνικές της καταβολές, η Αγγελική Ξυνού υφαίνει μια συνθετική δύναμη και μια εξπρεσιονιστική γραφή με θέμα τις σκηνές του κόσμου, που έρχεται να επικυρώσει την -από καιρό ξεχασμένη- ποιητική της καθημερινότητας και τη συγκίνηση που αυτή φέρνει, σαν μια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης που υπερβαίνει τον χρόνο και τον τόπο, καλώντας τον θεατή να γίνει κατά κάποιον τρόπο ο “συν-δημιουργός”, που θα αναπτύξει, από τη μεριά του, τη δική του ξεχωριστή σχέση με το έργο.
Η Αγγελική Ξυνού μάς μιλάει, λοιπόν, για τη νέα της ζωγραφική δουλειά, τη δική της οπτική πάνω στη δημιουργική διαδικασία και συλλογίζεται πάνω στο ερώτημα: Είναι, τελικά, όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή;
Αυτό το corpus έργων αποτελείται από έργα μικρών και μεγάλων διαστάσεων ζωγραφισμένα με λάδια. Τα σύμβολα παραμένουν τα ίδια με αυτά των δύο προηγούμενων ατομικών εκθέσεων: άνθρωποι ντυμένοι με ρούχα άλλων εποχών, υπηρέτες από το σύμπαν του Chekhov, ζώα, χώροι- κυρίως εσωτερικοί -δωμάτια σπιτιών και καταστήματα, σκεύη καθημερινής χρήσης όπως είναι τα πορτρέτα στους τοίχους, τα βιβλία, τα σερβίτσια. Οι μορφές των παραπάνω δεν είναι παρά μια αφορμή για μία έρευνα πάνω στο σχέδιο, το χρώμα και την ματιέρα.
Το θέμα της νέας σας έκθεσης, όπως διαβάζουμε, είναι οι «σκηνές του κόσμου». Τι είναι εκείνο που σας παρακίνησε να στραφείτε στη συγκεκριμένη θεματολογία; Με ποιον τρόπο αντικατοπτρίζεται στα έργα σας; Και πώς συνδέεται με τις επιμέρους θεματικές τους;Κάθε εποχή της ζωής μας είναι μια θεατρική πράξη που θα μας οδηγήσει στη λύση του δράματος.
Το πρώτο ερέθισμα ήταν το ξανακοίταγμα ζωγραφικών έργων που ανήκουν στο είδος της ρωπογραφίας- κυρίως έργα του 17ου αιώνα, δηλαδή καθημερινές σκηνές (συναθροίσεις, εσωτερικοί χώροι, μαγαζιά, εργαστήρια), έργα που βρίθουν συμβολισμών. Αυτό, συν το γεγονός ότι η ποιητική της καθημερινότητας είναι πια είδος υπό εξαφάνιση, εξ ου και μας κυριεύει μια συγκίνηση όταν μπαίνουμε σε ένα παλιό παντοπωλείο ή σ’ ενα συνοικιακό βιβλιοπωλείο- γιατί πλέον συχνάζουμε σε απειλητικά πολυκαταστήμτα και σουπερ μάρκετ- Οτιδήποτε «ντεμοντέ» έγινε για μένα αξιοσημείωτο και πολύτιμο. Και χωρίς να το καταλάβω άρχισα να εμφανίζω αυτές τις μορφές στα έργα, σαν μια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης. Είναι σαν το θέμα του κάθε πίνακα να αναδύθηκε, να εμφανίστηκε μπροστά μου από τα βάθη του πίνακα: Η αυλαία του θεάτρου, τα τσιμεντοπλακάκια από τα παλιά καφενεία, τα σανίδια ενός πατώματος σε ένα παλιό σπίτι, οι γριές της επαρχίας που ξενυχτάνε τον νεκρό, τα ραγισμένα φλιτζάνια που δεν συνθέτουν πια ολόκληρο σερβίτσιο, ο σκονισμένος πολυέλαιος. Η φθορά των αντικειμένων που υπογραμμίζει την ζωή.
Εν τέλει «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή» όπως έλεγε ο Σαίξπηρ;Προφανώς-όλοι μπαινοβγαίνουμε σε ρόλους που συνθέτουν το πορτρέτο μας, πηγαινοερχόμαστε από τη μία συναισθηματική κατάσταση στην άλλη, κάθε εποχή της ζωής μας είναι μια θεατρική πράξη που θα μας οδηγήσει στη λύση του Δράματος. Παρατηρούμε τον εαυτό μας από μία απόσταση την ώρα που επιτελεί την καθημερινότητά του και έχω την αίσθηση ότι ο κόσμος και ο χρόνος μέσα στον οποίο ζούμε έχει κάτι τόσο σκηνοθετημένο και τόσο ελλιπές σε αυθορμητισμό και σε μία σύνδεση με τα συναισθήματα και την προσωπική ηθική που μας καθιστά μάσκες μιας commedia, γι’αυτό επιμένω να ζωγραφίζω τις ανθρώπινες μορφές σαν κούκλες. Δεν τοποθετώ ποτέ τη δράση στο εδώ και στο σήμερα, θεωρώ πως με αυτόν τον τρόπο, με την απόσταση, τόσο ο τόπος όσο κι ο χρόνος αποκτούν μεγαλύτερη δύναμη. Κάπως σαν τις αρχαίες τραγωδίες, όπου το σχόλιο του δημιουργού εδραιωνόταν καλύτερα στον θεατή όταν ο δραματικός τόπος ήταν η Θήβα ή το Άργος, ποτέ η Αθήνα
Η Flâneur Rustin, στο κείμενο της έκθεσης, κάνει λόγο για μια «τέχνη της όρασης», αναφερόμενη στο έργο σας. Πως αποτυπώνεται, και σε επίπεδο φόρμας, κάτι τέτοιο στον καμβά;Οι υφές που δημιουργούνται από το νερό ή την πάστα χρώματος, τα τυχαία σταξίματα και οι κηλίδες, και κυρίως η προοπτική –συχνά ηθελημένα «λανθασμένη» είναι τα στοιχεία που ενεργοποιούν την όραση
Χωρίς το βλέμμα του θεατή το έργο δεν ζει με τον τρόπο που ποθεί ο δημιουργός.
Αυτές είναι εικόνες που έφτιαξε κάποιος για να τις δουν κάποιοι άλλοι. Χωρίς το βλέμμα του θεατή το έργο δεν ζει με τον τρόπο που ποθεί ο δημιουργός. Χιλιάδες θεατές κάθε μέρα αντικρύζουν τις αυτοπροσωπογραφίες του Ρέμπραντ, αλλά ο Ρέμπραντ αυτοβιογραφείται μεσ’ από τις αυτοπροσωπογραφίες του με διαφορετικό τρόπο για τον καθένα από τους θεατές. Γι’ αυτο και εξακολουθούμε να κοιτάμε τα ίδια έργα τέχνης, επιστρέφουμε στα ίδια βιβλία που διαβάσαμε πριν χρόνια, κοιτάμε τη θέα από τον ίδιο λόφο, ποτέ αυτό που βλέπουμε δεν είναι το ίδιο. Κάθε φορά το βλέμμα μας είναι καινούριο, άρα ως θεατές είμαστε και δημιουργοί. Η παγίδα στην οποία πιαστήκαμε χθες, θα μας δώσει την πολυπόθητη διαύγεια. Γιατί δεν αντικρύζουμε τον κόσμο μόνο με τον αμφιβληστροειδή.
Δεν επιδιώκω για τον θεατή μια συγκεκριμένη σχέση με το έργο. Αρκούμαι στο να αναπτυχθεί μια σχέση ανάμεσα σ’εκείνον και το έργο. Η Flaneur Rustin το διατυπώνει τόσο καθαρά: Είμαι βέβαιη ότι κοιτάμε με όλες τις μνήμες μας, τις γνώσεις, με τρόπο συνειδητό κι συνείδητο, με όλες τις αισθήσεις μας. Τα έργα ζωγραφίστηκαν με όλα αυτά τα υλικά
Αν θεωρήσουμε πως ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα είναι κατά κάποιον τρόπο εφήμερος, αντανακλάται στο πως προσλαμβάνεται και εξελίσσεται ένα έργο τέχνης μετά το πέρας της «δημιουργίας» του;Εγώ νομίζω ότι ο τρόπος δεν είναι εφήμερος, αλλά διαρκώς μεταβαλλόμενος, αναπτυσσόμενος . Ο τρόπος αλλάζει για να μας ανατροφοδοτήσει, για να τροφοδοτήσει κάθε φορά μια καινούρια ανάγκη μας
Νομίζω είναι συνεχής-πάντα σκέφτομαι πως θα ξαναδούλευα παλιότερα έργα, πάντα αναρωτιέμαι τι βλέπει ένας θεατής κοιτώντας ένα έργο.
Στη νέα σας ζωγραφική δουλειά συνομιλείτε με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Ποια είναι εκείνα τα κοινά γνωρίσματα που κάνουν εφικτό έναν τέτοιο διάλογο ανάμεσα στις τρεις αυτές μορφές τέχνης και με ποιον τρόπο πραγματοποιείται στο «Χρώμα των αφόρητων συναισθημάτων»;Αντιμετωπίζω την εικόνα σαν ένα κείμενο, ένα σενάριο, η ζωγραφική μου αφηγείται.
Νομίζω πάντα συνομιλώ με τη λογοτεχνία και το θέατρο. Προφανώς το ζωγραφικό παράθυρο και το άνοιγμα της σκηνής ταυτίζονται στη ζωγραφική μου, προφανώς θεατρικά πρόσωπα κατοικούν τους χώρους που ζωγραφίζω και αντιμετωπίζω την εικόνα σαν ένα κείμενο, ένα σενάριο, η ζωγραφική μου αφηγείται.
Ανακάλυψα καινούρια γνώση όσον αφορά στο τεχνικό κομμάτι, δηλαδή το χρώμα, τη σύνθεση, την προοπτική και την διαστρέβλωσή της. Και ότι τώρα θέλω περισσότερο από ποτέ να είμαι ένα άγρυπνο εργαστήρι ζωγραφικής.
Μπορώ ίσως καλύτερα να την ορίσω ως μία ζωγραφική όπου το αναπαραστατικό υπάρχει αντάμα με το αφηρημένο, αναμετριούνται διαρκώς αυτά τα δύο στοιχεία. Κάπως σαν την πραγματικότητα και την μνήμη.
Διάρκεια Έκθεσης: 14 Δεκεμβρίου 2023 έως 13 Ιανουαρίου 2024.
Ωράριο: Τρι – Παρ: 11:00 – 14:30 & 18:00 – 21:00, Σαβ: 11:00 – 14:30.
Aίθουσα Τέχνης Αθηνών Γλύκωνος 4, Δεξαμενή Κολωνάκι, Αθήνα. Τηλ: +30 210 7213938. www.athensartgallery.gr/