Κάπου μπερδεύτηκα, κάπου χάθηκα στα στενά με τα φωτάκια να δείχνουν το δράμα της ηδονής μαζί με τους ανεκπλήρωτους έρωτες. Κι εκείνα τα άλλα φωτάκια που αναβοσβήνουν, να μου υπενθυμίζουν το δρόμο για τα Χριστούγεννα που όλο και μικραίνει, μια ανάβαση για εμάς τα καλικαντζαράκια 12 ημερών από τα βάθη της γης, να ζήσουμε μαζί με τους ανθρώπους και εφόσον μας αρέσουν οι αταξίες να τους πειράξουμε μέσα σε γαϊτανάκι παιχνιδιών, ενώ με την πρώτη ευκαιρία ακάλεστα να εισβάλλουμε στα σπίτια τους, κλέβοντας χριστουγεννιάτικες λιχουδιές.
Και ενώ μπαινοβγαίνω στα σπίτια, βρέθηκα και στα άλλα, τα πονηρά, αυτά με τις πόρτες ανοιχτές και τα κορμιά γυμνά να βογγάνε.
Σε όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και το απολυμαντικό με νότες πατσουλί και κάρδαμο να ποτίζουν πάνω σου.
Χορτάτο από κουραμπιέδες, μελομακάρονα και δίπλες έκατσα να ξαποστάσω.
Απέναντι ένα άλλο σπίτι με περισσότερα φωτάκια μου τράβηξε το ενδιαφέρον, προχώρησα δειλά, στην είσοδο με υποδέχτηκε ένα αγόρι, Τρέπλιεφ συστήνεται. Περάσαμε οι δυο μας τη μεγάλη πόρτα την ώρα που το φως γινόταν μπλε, λίγο πριν υποδεχτούμε τη νύχτα, με τον έναστρο ουρανό να καθρεφτίζεται απέναντι στη λίμνη. Σε αυτό το σκηνικό στήθηκε ένα ωραιότατο γλέντι.
Δεν ήμουν ο μόνος καλεσμένος, υπήρχαν και άλλοι που κάθονταν σε καρέκλες, στο γρασίδι, σε αυτοσχέδιες θέσεις, καρέκλες εξοχής, κουβέρτες για πικ νικ. Έτσι κρατήθηκα και δε σηκώθηκα να στροβιλίζομαι κι εγώ μαζί τους.
Σ’ αυτόν το βακχικό χορό να προσκαλούν τον Βάκχο θέλοντας να προϋπαντήσουν και να υποδεχτούν κάτι νέο που έρχεται ή που θα επιθυμούσαν να έρθει.
Μια αλλαγή για το ίδιο το θέατρο, τα προσωπικά τους μονόπρακτα, την ίδια τους τη ζωή.
Ναι στην όχθη αυτής της λίμνης τίθενται ερωτήματα για την τέχνη ψάχνοντας να βρουν νέες φόρμες θεάτρου, φωνές αγωνίας να ζήσουν τη ζωή που τους χαρίστηκε, λίγο πριν το ανεκπλήρωτο της ανθρώπινης ύπαρξης τους καταπιεί.
Κι εκεί είναι η στιγμή που ανακαλύπτω πως είμαι μέλος μιας θεατρικής παράστασης και είναι σαν το θέατρο της ίδια της ζωής
Οι χαρακτήρες είναι άνθρωποι που τους ξέρω, γνωρίζω τη ζωή τους, πορεύομαι μαζί τους
Με την Αρκαντίνα έχω συναντηθεί, ένας ρόλος γάντι με την ηθοποιό που ενσάρκωνε, η Νίνα υπήρξε φίλη μου μια περίοδο της ζωής μου.
Η Μάσα, αχ η Μάσα, την ξέρω καλά. Ταυτίστηκα στις σιωπές της και κουλουριάστηκα ανήμπορο και εγώ, πόσο όμορφα θλιμμένη, με τον χτύπο της καρδιάς της να φτάνει στα αυτιά μου. Ο Τριγκόριν, στη ζωη και στο θέατρο μου προκαλεί μια δυσφορία.
Και ακούω τη φωνή μου να λέει πως είναι μια καλή στιγμή για το θέατρο. Ο Μαέστρος της παράστασης έκανε πολύ καλή ενορχήστρωση, ξέθαψε με τόλμη και σεβασμό κάθε πτυχή του έργου. Δούλεψε με μαεστρία τους χαρακτήρες με όλα τα μέσα, φωνή, χροιά, σιωπή, βλέμμα, στάση σώματος, ανάσα, με θαλπωρή αλλά και με αιχμές. Για να ακουστεί το κείμενο και αβίαστα να ερεθίσει το τύμπανο, και τα σήματα να φτάσουν στην καρδιά και του τελευταίου από εμάς.
Το χειροκρότημα αβίαστα ήρθε όχι από υποχρέωση αλλά από ενθουσιασμό και ξανά και ξανά και ξανά, το εκκρεμές στο σαλόνι χτύπησε 12 ξημερώνει των Θεοφανείων κι εγώ πρέπει να επιστρέψω στα βάθη της γης.
Οι πέρλες έσπασαν και σκόρπισαν παντού, κάθε μια ένας ανεκπλήρωτος έρωτας.
Ενώ εγώ τους αποχαιρετώ φορώντας το κουστούμι της παχουλοδροσάτης πουλάδας, της poule frivole.
Μην το χάσετε*
*Το Bella Ciao γράφει για τον “Γλάρο” του Τσέχοφ που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Καραντζάς στο θέατρο Προσκήνιο