Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού: Το μεγάλο σινεμά του Σκορσέζε
Πόσο μεγάλο είναι το σύγχρονο κοινό που θα σπεύσει να δει μια ταινία 3.5 ωρών; Εκτιμώ πως είναι μικρό, μικρότερο από αυτό που θα παρακολουθήσει μια ταινία μέσης διάρκειας (100 -120 λεπτών ας πούμε). Μόνο που στον κινηματογράφο του Μάρτιν Σκορσέζε τα 206 λεπτά – τόσο διαρκούν «Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού» – δεν ορίζουν απλώς το επικό αλλά και το καλλιτεχνικά «μεγάλο» σινεμά. Αφενός το θέμα που αναδεικνύει τη λογοτεχνική δημοσιογραφική έρευνα του Ντέιβιντ Γκραν και αποτυπώνει ένα ακόμα αιματοβαμμένο κεφάλαιο στη γενοκτονία των Ινδιάνων: Στα 1920’s, η γη της Οκλαχόμα αποδεικνύεται μια ιδιαιτέρως εύφορη σε πετρέλαιο περιοχή, καθιστώντας τους κατοίκους της, την φιλήσυχη ινδιάνικη φυλή των Οσέϊτζ τους πλουσιότερους κατοίκους της Αμερικής. Το χρήμα τους βοηθάει να ενσωματωθούν στην κοινωνία των λευκών που είτε τους επιβουλεύονται ανοιχτά (παντρεύονται τις γυναίκες και τις κόρες τους για να βάλουν χέρι στην αμύθητη περιουσία τους) είτε σχεδιάζουν να τους βγάλουν από την μέση παρασκηνιακά. Βεβαίως, οι απανωτές και ανεξήγητες δολοφονίες Ινδιάνων κινούν σοβαρές υποψίες που τελικά φτάνουν στ’ αυτιά του FBI. Έχουμε, δηλαδή, ένα βαθιά αντιρατσιστικό γουέστερν για μια ακόμα πτυχή της αδηφάγας αποικιοκρατίας επί αμερικανικού εδάφους.
Ο 81χρονος Σκορσέζε αφηγείται την ιστορία δεξιοτεχνικά: Αναπτύσσει θαυμάσια τους χαρακτήρες – ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο σε μια νέα μεγάλη ερμηνεία «κακού» και η ινδιάνικης καταγωγής Λίλι Γκλαντστόουν σε ένα συνταρακτικό ντεμπούτο – αναπαριστά έξοχα την εποχή και τη βία της (όπου η ‘άγρια Δύση’ τροφοδοτείται από τους ‘πολιτισμένους’ λευκούς και μόνο), χτίζει το σασπένς μέχρι τέλους και σε αναγκάζει να πάρεις θέση στην Ιστορία της μεγάλης Αμερικής. Από τις ταινίες που συνεπαίρνουν και επειδή θα φιγουράρει στις λίστες των Όσκαρ θα ξαναβρεί τη θέση της στις ελληνικές αίθουσες. Μην τη χάσετε.
Στέλλα Χαραμή
Πόσες φορές μας έχουν ρωτήσει «τι κάνεις;» και έχουμε απαντήσει με το γνωστό «τίποτα»; Αυτό το τίποτα που έχει πολλή από ζωή – αδιάφορη, μικρή, ταπεινή, ανυποψίαστη – ο Θάνος Τοκάκης το κάνει παράσταση στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Όχι, μόνος φυσικά. Βασίζεται στο κείμενο του Nεϋορκέζου συγγραφέα Γουίλ Ινο (με τονωτικές παρεμβάσεις από το Βασίλη Μαγουλιώτη που συνεργάζεται και στη σκηνοθεσία) και παρουσιάζει έναν οριακά αυτοσχεδιαστικό, οριακά κωμικό και οριακά θεατρικό μονόλογο αφού η φόρμα του φέρει και χαρακτηριστικά stand up comedy.
Μας δείχνει, δηλαδή, λίγο ακόμα από την υποκριτική ευελιξία του, τα εξαιρετικά αντανακλαστικά του στην κωμωδία, το επικοινωνιακό του χάρισμα και τη δυνατότητα να σταθεί μόνος του (καθόλου απλό καθήκον) και μάλιστα σε αλληλεπίδραση με το κοινό επί σκηνής. Ήρωας του είναι ένας, απόλυτα μόνος, τύπος που, σε κατάσταση αυτολύπησης, εξιστορεί τραυματικές στιγμές της ζωής του. Πάει και έρχεται σε αυτές, τσαλαβουτάει στις υποκειμενικές του μνήμες και στην θολωμένη του κρίση, μέχρι να τις εξευτελίσει σαρκαστικά και να γίνουν «τίποτα». Έχει και δραματουργικό ενδιαφέρον «Ο τίποτας», δηλαδή, καθώς ανασύρει ποιότητες μπεκετικών χαρακτήρων, οι οποίοι λένε λίγα αλλά τα λένε όλα.
Στέλλα Χαραμή
Ως μια τεράστια φαν του «La Casa de Papel» ανυπομονούσα για τη νέα σειρά του Netflix, η οποία είναι αφιερωμένη κατά κάποιο τρόπο στον Berlin. Έναν από τους πιο αγαπημένους αλλά και πιο αμφιλεγόμενους χαρακτήρες της σειράς. Έναν χαρακτήρα που αγαπήθηκε σίγουρα από τους τηλεθεατές παρά τον «ναρκισσισμό» του, αφού πολλοί είναι αυτοί που έχασαν το ενδιαφέρον τους μόλις σκοτώθηκε. Θυμάμαι ακόμα, στην διοργάνωση του Netflix για την σειρά του La Casa de Papel, τα βασικά μέλη του καστ να απαντάνε ζωντανά ερωτήσεις και να ανακοινώνουν με ενθουσιασμό ότι παρόλο που η σειρά τελειώνει, η ιστορία συνεχίζεται με ένα spin-off. Ήμουν ευτυχισμένη! Και να επιτέλους που βγήκε! Είναι στην πλατφόρμα του ελληνικού Netflix από τις 29 Δεκεμβρίου με μόλις 8 επεισόδια. Η νέα σειρά επικεντρώνεται στον Berlin από τον οποίο ξεκίνησαν όλα. Εμένα προσωπικά με ενθουσίασε διότι ο χαρακτήρας του Berlin με κέρδισε από την πρώτη στιγμή. Αφού είναι χαρισματικός, έξυπνος, αστείος, ειρωνικός κάποιες φορές κακός, αλλά στο τέλος πάντα μας αποδεικνύει πως ποτέ δεν ξέρουμε πόση αγάπη μπορεί να κουβαλάει κάποιος μέσα του. Στη σειρά “Berlin” βρισκόμαστε χρονικά πριν την «τέλεια ληστεία» στο Νομισματικό μουσείο της Ισπανίας με τον Berlin (Πέδρο Αλόνσο) να διοργανώνει μια ληστεία, αυτή την φορά στο Παρίσι με location, τον μεγαλύτερο οίκο δημοπρασιών της Γαλλίας. Τα άλλα δεν θα σας τα πω, θα τα δείτε! Απλά, απολαύστε τον Berlin όπως δεν τον έχετε ξανά δει ποτέ.
Μαργαρίτα Ψυχη
Αφήνοντας σιγά σιγά πίσω την περιπέτεια υγείας που με ταλαιπώρησε το τελευταίο διάστημα, ένιωσα την ανάγκη να πω δύο λόγια για το Εθνικό Σύστημα Υγείας όπως το βίωσα η ίδια. Για πάνω από μια δεκαετία το Ε.Σ.Υ -περισσότερο από ποτέ- δοκιμάστηκε και εξακολουθεί να δοκιμάζεται σκληρά μέσα σε έναν κυκεώνα εξελίξεων που περιλάμβαναν μνημόνια και πανδημία. Χτυπήθηκε άσχημα; Θα λέγαμε μάλλον πολύ. Όλοι έχουμε ακούσει στις ειδήσεις για ελλείψεις σε προσωπικό και ιατροφαρμακευτικό υλικό, έχουμε δει βίντεο και φωτογραφίες με ασθενείς σε ράντζα λόγω έλλειψης κλινών, έχουμε ακούσει ιστορίες από δικά μας πρόσωπα για πολύωρη ταλαιπωρία στα επείγοντα, για αναμονή ασθενοφόρου πάνω από δύο ώρες κ.α.
Ωστόσο, όταν έζησα το Ε.Σ.Υ. ως ασθενής είχα την ευκαιρία να δω τα πράγματα πιο καθαρά. Το προσωπικό του Ε.Κ.Α.Β. που με μετέφερε με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο, οι γιατροί στα επείγοντα, εκείνοι/ες που με χειρούργησαν, οι νοσηλεύτριες/ες που βρίσκονταν πάντα δίπλα μου σε ό,τι χρειαζόμουν, το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό στα εξωτερικά ιατρεία που φρόντιζε το τραύμα μου αφότου πήρα εξιτήριο, όλοι βάζουν πλάτη, παρά τις αντιξοότητες και τον υπερβολικό φόρτο εργασίας, για να κρατήσουν ζωντανό το Ε.Σ.Υ. και να υπερασπιστούν, με τον κόπο, τις θυσίες, την αγάπη γι’ αυτό που κάνουν και την ευσυνειδησία τους, ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά, την υγεία. Και το κάνουν εξαιρετικά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως, επειδή μπορούν, πρέπει να τους αφήσουμε να το κάνουν μόνοι έως ότου οι αντοχές τους εξαντληθούν ολοκληρωτικά. Γιατί ο αγώνας τους από τη στιγμή που μπαίνουν μέσα στο νοσοκομείο και φοράνε τη στολή είναι τρομακτικά μεγάλος και η προσφορά τους απέναντι σε όλους μας είναι ανεκτίμητη. Τι μπορούμε να κάνουμε; Το λιγότερο, να μην τους κάνουμε τη ζωή δυσκολότερη από ότι είναι αν τύχει και περάσουμε το κατώφλι του νοσοκομείου. Το περισσότερο, να διεκδικήσουμε μαζί τους -με όποιον τρόπο επιλέξει ο καθένας- ένα ισχυρό, δημόσιο και δωρεάν Ε.Σ.Υ. Γιατί το Ε.Σ.Υ. σώζει ζωές.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες του 2023, τουλάχιστον για τους φαν, “Ο Indiana Jones και ο Δίσκος του Πεπρωμένου”, κυκλοφόρησε επιτέλους στο Disney+ και αμέσως έτρεξα να την δω. Η αλήθεια είναι πως μετά την τέταρτη ταινία του franchise και την άφιξη του Shia Labeouf ως γιο του Indi, είχα χάσει τις ελπίδες μου. Don’t get me wrong, αλλά όπου έχει παίξει ο συγκεκριμένος για μένα δεν έχει πάει καλά. Ωστόσο, ο δραστήριος αρχαιολόγος επιστρέφει πλάι σε ένα εντυπωσιακό καστ, με ηθοποιούς που έχουν κλέψει τις εντυπώσεις στα γνωστότερα τους projects, με μια ιστορία και μια σκηνοθετική σκοπιά που θυμίζει tribute στον Steven Spielberg. Πλέον, όταν σκέφτομαι iconic villains, ένας είναι αυτός που έρχεται στο μυαλό πρώτος και δεν είναι άλλος από τον Mads Mikkelsen. Κι επειδή ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, η κινηματογραφική συνταγή με τους Ναζί επιστρέφει στο προσκήνιο, με τον ίδιο να υποδύεται τον -υποτίθεται- πρώην Ναζί Jürgen Voller (μια φορά Ναζί, πάντα Ναζί, αν με ρωτάτε), ο οποίος *ντραμς που κορυφώνουν το σασπένς* θέλει να πάει πίσω στον χρόνο, να σκοτώσει τον Χίτλερ και να νικήσει τον πόλεμο. Νταξει, έχω δει delulu και delulu, αλλά αυτό ξεπέρασε κάθε προηγούμενο.
Η ταινία αρχίζει με ένα flashback που μας δίνει μια γενναιόδωρη γεύση από τα παλιά. Με την βοήθεια του CGI, ο Indi παρουσιάζεται στα ντουζένια του, τότε που δεν έχανε ευκαιρία να πολεμήσει τους Ναζί επί Raiders of the Lost Ark. Ωραία χρόνια. Εδώ πέρα, το αντικείμενο ενδιαφέροντος είναι ο μηχανισμός των Αντικυθήρων που είχε εφεύρει ο Αρχιμήδης, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ποικίλους σκοπούς, ένας από τους οποίους και το ταξίδι στον χρόνο. Φυσικά, τα πράγματα κλιμακώνονται, ο μίσος μηχανισμός χάνεται κι εμείς μεταφερόμαστε στην δεκαετία του 60′ και σε έναν Dr. Jones που έχει γυρίσει μόνιμα στα θρανία. Έλα που όμως, η Phoebe Waller Bridge (Fleabag), η επαναστατική βαπτιστήρα του στην ταινία, έχει αλλά σχέδια.
Η ταινία μου έδωσε ξανά την εντύπωση ότι ο Ιντιάνα Τζόουνς έχει ακόμα ιστορίες να πει και κυρίως περιπέτειες που κόβουν την ανάσα να ζήσει. Όσων χρόνων και να είναι. Ο Harrison Ford “κουβαλάει” την ταινία στους ώμους του και ξαναβρίσκοντας τον παλιό χαμένο του, μοναχικό εαυτό που όλοι έχουμε αγαπήσει μας προσφέρει μια Α κλάσης ιστορία που τα έχει όλα. Ακόμα και αρκετά… ελληνικά. Ναι, τα μίλησε και τα μίλησε και με αρκετή άνεση, τόσο που η όλη σκηνή και η συνομιλία με τον og Αρχιμήδη φάνηκε σαν ένα πολύ σουρεαλιστικό όνειρο. Το “Είμαι μεγάλη φαν” της Phoebe στον Αρχιμήδη με φόντο την μάχη των Συρακουσών ήταν αυτό που με αποτελείωσε και μάλλον θα θυμάμαι και περισσότερο από την ταινία. You had to be there. Αυτό, οι μάχες του Ίντι (ο Harrison Ford στα ογδόντα του ελίσσεται καλύτερα από εμένα στα 22), και το γρήγορο, αλλά πολύ απολαυστικό πέρασμα του Antonio Banderas ως ψαράς που σώζει την ημέρα. Παρόλο που αρχικά ένιωσα κι ακόμα νιώθω ότι το πολυφορεμένο θέμα με τους Ναζί, αποτέλεσε την σανίδα σωτηρίας του franchise, ίσως και την εύκολη οδό για την επιτυχία της ταινίας, εν τέλει αυτό αφαιρεί λίγο από την τελική της λάμψη. Εντάξει, δεν ήταν και “Η Τελευταία Σταυροφορία”, όμως αποτέλεσε μια τίμια και ευχάριστη περιπέτεια, με φρέσκους χαρακτήρες, άπλετο χιούμορ και απολαυστικά αλλοπρόσαλλες καταστάσεις. Άντε αναμένουμε τα επόμενα Indi. Αυτή τη φορά χωρίς σβάστικες ελπίζω…
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Τις τελευταίες πολλές ημέρες, τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών έχουν έρθει και πάλι στο προσκήνιο. Δεν υπάρχει εκπομπή που να μην έχει ασχοληθεί με αυτό το ζήτημα. Και φυσικά δεν μιλάμε μόνο για ειδησεογραφικες, ενημερωτικές εκπομπές, αλλά και για τα λεγόμενα “πρωινά-μεσημεριανάδικα” με κατά κύριο λόγο lifestyle περιεχόμενο. Και οι άνθρωποι που τοποθετούνται δεν είναι φυσικά καταρτισμένοι επιστήμονες, ούτε καν πολιτικοί (των οποίων οι τοποθετήσεις έχουν όντως κάποια σημασία, μιας και κάθε πολίτης πρέπει να γνωρίζει τις απόψεις των ανθρώπων που θα κληθεί να ψηφίσει για να τον εκπροσωπήσουν). Οχι, αυτοί που τοποθετούνται είναι τραγουδιστές, ηθοποιοί, celebrities (α, και μητροπολίτες!). Άνθρωποι που φυσικά έχουν το δικαίωμα να έχουν τις δικές τους απόψεις. Μόνο αυτό είναι όμως. Απόψεις και μάλιστα προσωπικές (οι οποίες και προσωπικες θα έπρεπε να μείνουν). Δεν αποτελούν επιστημονικά δεδομένα, που έχουν προκύψει από έρευνες, που λαμβάνουν υπόψη τη βιολογία, τη ψυχολογία και πολλές ακόμα προεκτάσεις, που μόνο ένας επιστήμονας/ερευνητής που έχει αφιερώσει το έργο του σε αυτό το ζήτημα μπορεί να γνωριζει. Γιατί λοιπόν θα πρέπει να μας ενδιαφέρει η άποψη του τάδε celebrity για τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών; Ποια ακριβώς είναι η δικαιοδοσία του; Εδώ βέβαια είναι που έγκειται η ευθύνη των δημοσιογράφων, που γνωρίζουν πολύ καλά σε ποιους και γιατί κάνουν αυτές τις διόλου αθώες ερωτήσεις, όπως πολύ σωστά σχολίασε πρόσφατα ο Δημήτρης Καραντζάς σε συνέντευξή του στην εκπομπή “Πρωιαν σε είδον”. Αμέσως μετά από αυτή τη δήλωση, έτυχε να πετύχω σε πρωινή εκπομπή μια ρεπόρτερ που επίμονα ρωτούσε γνωστό πολιτικό και δικηγόρο (ο οποίος μάλιστα είναι γνωστός για τις ακροδεξιές απόψεις του) την άποψή του για τον γάμο και την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Ο συγκεκριμένος πρώην πολιτικός και δικηγόρος μάλιστα αρνήθηκε (περιέργως) να απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις τρεις (!) φορές, αλλά η ρεπόρτερ επέμενε. Και φυσικά όταν απάντησε, η τοποθέτηση του δεν ήταν μόνο αντιεπιστημονική, αλλά και άκρως επικίνδυνη, που επαναλαμβάνει απαράδεκτα ψεύδη που ουδεμία σχέση έχουν με την σεξουαλικότητα ενός ανθρώπου. Η παρουσιάστρια της εκπομπής “ξέσπασε”, νομίζοντας μάλλον ότι δεν θα καταλάβουμε την υποκρισία της όλης υπόθεσης. Αλήθεια, όταν η ρεπόρτερ της εκπομπής ρωτουσε επίμονα τον συγκεκριμένο άνθρωπο την άποψή του, τι περίμενε ότι θα ακούσει; Υπήρχε περίπτωση ο υπερήλικας ακροδεξιός δικηγόρος, που έχουμε δει να χαιρετά ναζιστικά (!) μέσα σε δικαστική αίθουσα, να έλεγε οτιδήποτε διαφορετικό; Φυσικά και όχι. Όταν η εκπομπή της (και σχεδόν κάθε άλλη αντίστοιχη εκπομπή στην ελληνική τηλεόραση) δίνει βήμα σε αυτόν τον άνθρωπο καθημερινά, μετατρέποντας έναν νεοναζί με επικίνδυνες απόψεις σε πρόσωπο της επικαιρότητας, δεν συμβάλλει στην προώθηση της επικίνδυνης ιδεολογίας του; Ρητορικά ερωτήματα για μια τηλεόραση που δεν πρόκειται να αλλάξει, όσο κάθε ζήτημα σημαντικό για την κοινωνία μας, αντιμετωπίζεται σαν ένας ακόμα τίτλος που θα κάνει “νούμερα”. Πήρα όμως το μάθημά μου και η τηλεόραση θα μείνει κλειστή, για αρκετό καιρό ακόμα.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου