Μετά από μια επιτυχημένη πορεία στον χώρο της διαφήμισης, ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Ρέντης υπογράφει την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ με τίτλο «Βάρδια» (“Dogwatch”), το οποίο παρουσιάζεται για τρεις προβολές στον ΔΑΝΑΟ στις 18, 20 & 21 Ιανουαρίου.
Το ντοκιμαντέρ «Βάρδια» έκανε διεθνή πρεμιέρα την περασμένη άνοιξη στο Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Visions du Réel και στη συνέχεια ταξίδεψε και σε άλλα διεθνή φεστιβάλ, όπως τα True/False, Raindance, Brooklyn International Film Festival, Transylvania International Film Festival, Doc Point Helsinki, Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Λεμεσσού, Βergamo Film Meetings, ενώ απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Μόσχας και τον Αργυρό Αλέξανδρο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2023.
Η «Βάρδια» επικεντρώνεται στους μισθοφόρους που προστατεύουν εμπορικά πλοία από πειρατές στη Σομαλία. Σήμερα, οι επιθέσεις έχουν μειωθεί, αλλά οι μισθοφόροι αντιμετωπίζουν ένα νέο πρόβλημα: την έλλειψη δράσης.
Με αφορμή την προβολή της ταινίας, συζητήσαμε με τον Γρηγόρη Ρέντη για την ιδέα της δημιουργίας μιας ταινίας τεκμηρίωσης για τους μισθοφόρους της Σομαλίας και την υλοποίησή της, για το αισθητικό πλαίσιο, την προσωπική ματιά και τις δυσκολίες που ενδεχομένως να αντιμετώπισε.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα αυτού του ντοκιμαντέρ;Όταν σκέφτομαι μία ιδέα, ξεκινάω πάντα από κάτι που υπάρχει εκεί έξω. Στόχος μου, όμως, δεν είναι τόσο η τεκμηρίωση όσο το να βρω την αφετηρία για μια αναζήτηση. Με ενδιαφέρει εξίσου η μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ και δουλεύω με παρόμοιο τρόπο και στις δυο φόρμες – σε στιγμές, μάλιστα, θα έλεγα ότι μπλέκονται. Όταν προέκυψε η ιδέα για τη Βάρδια, ήξερα ότι δεν θα μπορούσε παρά να είναι ντοκιμαντέρ, η αναμονή της σύγκρουσης δεν θα είχε υπόσταση αλλιώς.
Ο μύθος της πειρατείας ήταν η είσοδός μου στον κόσμο της ταινίας αλλά μέσα από την έρευνα και μιλώντας με μισθοφόρους ανακάλυψα και μια πρόθεση για ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, μια δίψα για περιπέτεια και για την επαφή με το άγνωστο. Ταυτίστηκα με αυτή την ανάγκη και από εκεί προέκυψε η ιδέα της ταινίας.
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα ντοκιμαντέρ με πολλά στοιχεία μυθοπλασίας. Που συναντώνται η πραγματικότητα και η μυθοπλασία στην ταινία;Βασικό συστατικό της ταινίας είναι η προσομοίωση. Με ενδιέφερε η θολή αίσθηση του πότε πραγματικά συμβαίνει κάτι και πότε είναι μέρος μίας άσκησης, γιατί τελικά αυτή η αγωνία της προσμονής είναι μέρος της εμπειρίας του να βρίσκεσαι εκεί και, θα έλεγα, πως αποτελεί μέρος της ζωής όλων μας. Ήθελα να αποτυπωθεί αυτό που λέμε «δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει». Οπότε υπάρχει μια μυθοπλαστική πρόθεση, η οποία κυρίως προκύπτει από τον τρόπο κινηματογράφησης.
Η ολοκλήρωση της ταινίας πήρε επτά με οκτώ χρόνια. Ακούγονται πολλά, αλλά είναι ένα λογικό διάστημα για ένα ντοκιμαντέρ. Αρκετός χρόνος επενδύθηκε στην εύρεση των χαρακτήρων και στην πρόσβαση στο πλοίο που θα διέσχιζε την πειρατική ζώνη ανοιχτά της Σομαλίας.
Ποιες ήταν οι πιο σημαντικές δυσκολίες που κληθήκατε ν’ αντιμετωπίσετε στα γυρίσματα εν πλω αλλά και αργότερα;Το πιο σημαντικό ήταν να χτιστεί μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης με τους χαρακτήρες αλλά υπήρχε και μια σειρά πρακτικών δυσκολιών, όπως το να κάνουμε γύρισμα υπό αληθινά πυρά, οι απρόβλεπτες συνθήκες στις οποίες βρισκόμασταν και φυσικά ο κίνδυνος μιας πειρατικής επίθεσης.
Η «Βάρδια» έχει μια πολύ ενδιαφέρουσα αισθητική, όσον αφορά τα κάδρα, τη διεύθυνση φωτογραφίας και τις ηχητικές και μουσικές επιλογές. Το να είναι αισθητικά όμορφο -παρά το θέμα- ήταν μια επιλογή που είχατε εξαρχής στο μυαλό σας ή προέκυψε στην πορεία;Αν οι περιορισμοί σε συγκεντρώνουν στην ουσία των πραγμάτων, η ομορφιά είναι η είσοδός μας στα πράγματα.
Πριν ξεκινήσουμε, έφτιαξα μια λίστα από κανόνες για την κινηματογράφηση. Κάτι σαν οδηγό που στόχο είχε τη συνέπεια της ταινίας και την ανάδειξη των θεματικών της. Αν οι περιορισμοί σε συγκεντρώνουν στην ουσία των πραγμάτων, η ομορφιά είναι η είσοδός μας στα πράγματα, η πρώτη επαφή με κάτι καινούργιο. Έτσι, ο θεατής μπορεί να γνωρίσει πιο ομαλά έναν κόσμο για τον οποίο ίσως έχει προαποφασισμένες απόψεις.
Πράγματι οι κεντρικοί χαρακτήρες είναι τρεις αλλά, ουσιαστικά, πρόκειται για την ιστορία ενός ήρωα σε τρεις φάσεις της ζωής του, ο οποίος ξεκινάει ως παθιασμένος νέος και μεγαλώνοντας έρχεται αντιμέτωπος με τα όρια της δουλειάς του για να επιστρέψει, ώριμος πλέον, στη βάση του με μια διάθεση απολογισμού. Είναι μία σκυταλοδρομία τριών ανθρώπων που καθρεφτίζονται ο ένας μέσα στον άλλον και, ίσως, εκεί τα υποκειμενικά τους βλέμματα να δημιουργούν έναν διάλογο σε σχέση με τα όσα ελπίζουν και όσα αφήνουν πίσω τους.
Πολύ ενδιαφέρον έχουν τα πλάνα σε slow motion που ο φυσικός ήχος απομονώνεται και επιλέγεται κάποια μουσική. Θα θέλατε να μοιραστείτε τη σκέψη σας πάνω σε αυτήν την επιλογή;Αποφεύγοντας συνεντεύξεις, χρησιμοποίησα άλλους τρόπους για να έρθουμε κοντά στους χαρακτήρες και να δημιουργηθεί μια εσωτερική αφήγηση. Με τον μουσικό Forest Swords χτίσαμε «μουσικά νούμερα», σκηνές όπου νιώθουμε το νόστο των χαρακτήρων και βλέπουμε μια πιο ευάλωτη πλευρά τους.
Μπορούμε να παρατηρήσουμε κάποια μοτίβα που επαναλαμβάνονται και διατρέχουν την ταινία όπως για παράδειγμα τα πλάνα σε ντουζ, το κούρεμα ή πλάνα πάλης. Είχε κάποια σημασία για εσάς η επανάληψη τους;Βρίσκω μεγαλύτερη αξία στις μικρότερες, επαναλαμβανόμενες στιγμές. Αυτές είναι οι συνήθειες που μας κρατάνε συντροφιά στη ζωή.
Η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο από μία συρραφή στιγμών. Προσωπικά, βρίσκω μεγαλύτερη αξία στις μικρότερες, επαναλαμβανόμενες στιγμές. Αυτές είναι οι συνήθειες που μας κρατάνε συντροφιά στη ζωή. Το πώς έφτιαχνες τον πρωινό καφέ σου στα δεκαοκτώ και το πώς τον φτιάχνεις στα σαράντα σου, είτε έχει διαφορές είτε όχι, διαγράφει μία διαδρομή στον χρόνο. Αντικατοπτρίζει την προσωπική ιστορία του καθενός και λέει πολλά για τις αποφάσεις που έχουμε πάρει σε αυτή τη διαδρομή. Στο γύρισμα έψαχνα για τέτοιες συνήθειες. Ήθελα να είναι τα σημεία επαφής μεταξύ των χαρακτήρων. Αυτά τα μοτίβα αποκτούν διαφορετικό νόημα με την κάθε επανάληψη, όπως συμβαίνει στη μουσική.
Όσον αφορά τη διαδικασία των γυρισμάτων, είχατε ένα μικρό crew με τα απαραίτητα άτομα δεδομένου της ιδιαιτερότητας της κατάστασης;Ναι, δεν γινόταν αλλιώς. Στο πλοίο ήμασταν ένα συνεργείο τριών ατόμων και στη στεριά περίπου έξι. Από τη μία ήταν θέμα πρόσβασης και από την άλλη δεν θα μπορούσαμε να έρθουμε κοντά στους ήρωές μας αν ήμασταν περισσότεροι. Έτσι, δημιουργήθηκε μια ισορροπία μεταξύ των δύο ομάδων, οι οποίες ήταν αμοιβαία εκτεθειμένες, τρεις μισθοφόροι – τρεις κινηματογραφιστές.
Υπήρξαν κάποιες κινηματογραφικές ή άλλου είδους επιρροές ή αναφορές που είχατε στο μυαλό σας πριν ή κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων; Αν ναι, ποιες ήταν αυτές;Χρησιμοποίησα στοιχεία από πολεμικές ταινίες, σχεδόν κινηματογραφικά κλισέ, τα οποία εντάξαμε στις σκηνές δράσης παραπέμποντας σε έναν γενικότερο μύθο του «ήρωα». Ήταν από τα πιο διασκεδαστικά κομμάτια του γυρίσματος και ένα σημείο σύνδεσης με τους μισθοφόρους, κάτι που συζητούσαμε συχνά. Μια άλλη αναφορά σε σχέση με τη λογική της σκυταλοδρομίας ήταν η ταινία του Todd Solondz, “Palindromes”, στην οποία διαφορετικοί ηθοποιοί ερμηνεύουν τον ίδιο χαρακτήρα.
Μοιραστείτε μαζί μας μια σκέψη σας για την ταινία, κάτι που ίσως θα θέλατε να μοιραστείτε με τους θεατές, μια κρυφή υποσημείωση.Η “Βάρδια είναι ένα ταξίδι διαχείρισης προσδοκιών.
Η Βάρδια είναι ένα ταξίδι διαχείρισης προσδοκιών. Τόσο φτιάχνοντας την ταινία, όσο βλέποντάς την, πιάνεις τον εαυτό σου να νιώθει μια ποικιλία από συναισθήματα. Προσπάθησα να δημιουργήσω μία βιωματική εμπειρία, μία διαφορετική εμπειρία θέασης και ιδανικά την αρχή ενός διαλόγου πάνω στον ανδρισμό και στο πόσο γρήγορα μας προσπερνάει η ζωή.
Παράλληλα με τις προβολές της ταινίας ο Γρηγόρης Ρέντης παρουσιάζει και μία φωτογραφική έκθεση από τα γυρίσματα της ταινίας με τίτλο Hurry up and Wait, που μέρος της θα εκτεθεί και στο φουαγιέ του Δαναού.
Προβολές στην Αθήνα – Κινηματογράφος Δαναός (Λεωφόρος Κηφισίας 109, Αμπελόκηποι)
Παρουσία του σκηνοθέτη Γρηγόρη Ρέντη και Q&A μετά τις προβολές
Προβολή στη Θεσσαλονίκη (Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης)