Σκληροί Αποχαιρετισμοί, το Ιντεάλ μας
Ο Γιάννης Παπανικολάου, υπεύθυνος λειτουργίας του Ιντεάλ, μιλά στο Μonopoli.gr για τα 43 χρόνια που πέρασε στο δικό του ‘Σινεμά ο Παράδεισος’
«Βγάζουμε το φοιτητικό ε; Εσείς, μεταπτυχιακή, σωστά;» Κοιτάω έξω από το παραθυράκι του ταμείου, όπου καθόμουν με τον Γιάννη Παπανικολάου, υπεύθυνο λειτουργίας του κινηματογράφου Ιντεάλ και βλέπω μια παρέα από ηλικιωμένες κυρίες να βγάζουν εισιτήρια. «Είναι από τα αγαπημένα μας αυτό», μου εξηγεί «και συνεννοούμαστε έτσι. Τι να λέμε, το μειωμένο για ανέργους ή άνω των 65 κλπ; Όλοι φοιτητές!».
Ο Γιάννης είναι ο άνθρωπος που θα μου λείψει αφόρητα από το Ιντεάλ, που όλες οι μεγάλες κινητοποιήσεις δεν κατάφεραν να κρατήσουν ανοικτό. Ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος που συναντούσα κι εκείνος που, όταν βγήκα κλαίγοντας από το «Εγώ ο Ντάνιελ Μπλέικ» του Κεν Λόουτς, φώναζε ότι έτσι πρέπει να κάνουμε, γιατί πρέπει να θυμώνουμε και να αντιδρούμε. Πού να φανταζόμασταν τότε, ότι θα έρθουν οι καιροί που θα θυμώνουμε και θα αντιδρούμε για το κλείσιμο του Ιντεάλ, αλλά θα χτυπάμε πάνω σε τοίχο;
Μέσα στις γιορτές λοιπόν, λίγες μέρες πριν σφραγιστούν οι πόρτες ενός κινηματογράφου 102 ετών, με την πρώτη γιγαντοοθόνη 150τ.μ., του οποίου μόνο ο διάδρομος της εισόδου θεωρείται διατηρητέος, ενώ έγκειται πλέον στη βούληση του νέου επενδυτή, του Ομίλου Μήτση που νοικιάζει το κτήριο από τον ΕΦΚΑ, εάν θα δημιουργήσει μια μικρότερη κινηματογραφική αίθουσα δίπλα στο σχεδιαζόμενο συνεδριακό κέντρο, ο Γιάννης μου διηγείται στιγμές από τη δική του πορεία εκεί, μια πορεία 43 χρόνων. «Η μισή ζωή μου δηλαδή, γιατί θέλω να πιστεύω ότι θα υπάρχω σ’ αυτόν τον κόσμο για αρκετό καιρό ακόμα!».
«Το Ιντεάλ για μένα είναι η αρχή και το τέλος μιας πολύ, πολύ ιδιαίτερης ζωής. Έχω δώσει εδώ τα πάντα, είναι ο χώρος μου, είμαι εδώ περισσότερο απ’ ό,τι στο σπίτι μου. Τόσα χρόνια, καθημερινά δύο ώρες πριν την έναρξη κάνω έλεγχο, ελέγχω τα καθίσματα, ανοίγω ψυκτικά, aircondition. Παθαίναμε μια αρρώστια όλοι, την Ιντεαλίτιδα. Όποιος έμπαινε, ρίζωνε. Το ζεις, σου αρέσει. Αν είσαι ανοικτός, μιλάς με κόσμο, είναι ένα όμορφο παιχνίδι. Έχω ακούσει καταπληκτικές προσωπικές ιστορίες, δημιουργούνται σχέσεις εμπιστοσύνης και αγάπης εδώ. Έρχονται ζευγάρια και μου γνωρίζουν τα παιδιά ή τα εγγόνια τους. Κι έρχονται από μακριά, γιατί μας προτιμούν. Κι εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε τις προβολές νωρίτερα, ώστε ο κόσμος να προλαβαίνει τη συγκοινωνία το βράδυ, παρότι αν τις αφήναμε πιο αργά μπορεί να είχαν περισσότερα εισιτήρια. Έχουμε προσωπική επαφή με τον κόσμο. Εγώ ερχόμουν και τα πρωινά στις δημοσιογραφικές προβολές και έβλεπα ταινίες, γιατί κι ο κόσμος συχνά ζητούσε τη γνώμη μου. Ποια ταινία ξεχωρίζω; Ε, το Σινεμά ο Παράδεισος! Με στιγμάτισε. Μου αρέσουν επίσης πολύ οι περιπέτειες. Δεν θέλω άλλες στεναχώριες σε τέτοιες δύσκολες εποχές».
«Είχαμε ένα οικογενειακό εργοστάσιο κοντά στις Τρεις Γέφυρες, μεγάλο, μονοπωλιακό, με τεράστια έργα. Εγώ, ο αδερφός μου και ο θείος μου. Ο πατέρας μου πέθανε όταν ήμουν 7 χρονών. Ήμουν ατίθασο παιδί, τελείωσα ιδιωτικό γυμνάσιο στην Αθήνα, γιατί είχα πάρει αποβολή απ’ όλη την Αιτωλοακαρνανία. Έκανα το στρατιωτικό μου και σπούδασα διακοσμητής στη σχολή Δοξιάδη. Οικονομικά ήμασταν πολύ καλά, αλλά κάποια στιγμή παράτησα το εργοστάσιο και το ποσοστό μου. Στα 25 μου γνωρίστηκα με τον Γιώργο Σπέντζο, γίναμε κολλητοί κι έτσι ξεκίνησα στο Ιντεάλ».
Σινεμά πριν τις δίκες«Το ’80 που ήρθα υπήρχαν ακόμα τα δικαστήρια στη Σανταρόζα απέναντι και το Ιντεάλ είχε προβολές απ’ το πρωί. Έρχονταν από τις 10πμ δικηγόροι, μάρτυρες ή και κατηγορούμενοι. Έβλεπαν το πινάκιο κι ανάλογα με τη σειρά της δίκης, υπολόγιζαν κι έρχονταν να δουν σινεμά. Τότε παίζαμε και καράτε κλπ. Ξεκίνησε τότε η καλή μου περιπέτεια με το Ιντεάλ».
Η μεγάλη ανακαίνιση«Εγώ έκανα τη δεύτερη βάρδια, αλλά τα εισιτήρια ήταν λίγα, ο κινηματογράφος είχε μεγάλη πτώση τότε. Όμως οι αδερφοί Σπέντζοι, που είχαν πάρει διανομή τις μεγαλύτερες εταιρίες, Fox, Disney, Orion και πήγαιναν στα διεθνή φεστιβάλ, έβλεπαν ότι υπήρχε μια τάση οι νεότερες γενιές να ενδιαφέρονται όλο και περισσότερο για τον κινηματογράφο. Έτσι λοιπόν δεν το βάλαμε κάτω, παρότι έλεγαν ότι πεθαίνει το σινεμά και γύρω στο ’90, αποφασίστηκε να γίνει μια μεγάλη ανακαίνιση. Ήμασταν σχεδόν έτοιμοι, βάζαμε τη μοκέτα για την πρεμιέρα μας και είχε ήδη σχηματιστεί ουρά κόσμου μέχρι τη Θεμιστοκλέους, ο κόσμος είχε τρελαθεί! Μας είχε δε απορροφήσει τόσο η ετοιμασία, που είχαμε ξεχάσει ποιος θα κόβει τα εισιτήρια. Τελικά πήγε να βοηθήσει η Αριστέα Χιώτη που ήταν λογίστρια στο γραφείο κι από τότε έμεινε και στα δύο πόστα!»
Μεταμεσονύκτιες προβολές και αυτόφωρο«Γύρω στο 1985 είχαμε ξεκινήσει τις μεταμεσονύκτιες προβολές με τον Βάσο Γεώργα (του Bibliotheque). Όλη μέρα κόβαμε 80 εισιτήρια και το Σαββατόβραδο προβάλαμε σε πρεμιέρα ταινίες που θα έβγαιναν μετά από 15-20 μέρες, όπως Home alone, Braveheart, Platoon, και κόβαμε 500 εισιτήρια. Γινόταν το σώσε, ειδικά από νέους. Στο Braveheart θυμάμαι γίνεται η προβολή 1-3 τη νύχτα και ήταν τόσος ο κόσμος απέξω που κάναμε κι άλλη προβολή, 3-5 τα ξημερώματα! Υπήρχε τότε ο μεταξικός νόμος που έλεγε ότι θέατρα και κινηματογράφοι κλείνουν στις 00.30. Εμείς με την τρέλα μας το αργούσαμε. Έπεφταν λοιπόν τηλεφωνήματα, καταγγελίες. Τύχαινε να είναι γνωστός ο διοικητής του 3ου αστυνομικού τμήματος, στο Κολωνάκι τότε. Μετά από πολλές οχλήσεις με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει, Γιάννη, στέλνω να σε πάρουν για αυτόφωρο. Υπάρχουν και καταγγελίες ότι παίζετε τσόντες! Αλλά υπήρχαν ειδικά μαγαζιά γι’ αυτό, εμείς γιατί να το κάνουμε;! Του λέω, οκ στείλε να με πάρουν. Έκατσε κι εκείνος μαζί μου στο τμήμα, το πρωί πάμε αυτόφωρο, εγώ, ο Γιώργος ο Σπέντζος και ο δικηγόρος. Παρουσιαζόμαστε στην πρόεδρο και τότε ο δημόσιος κατήγορος μας λέει ‘μισό λεπτό’ και γυρνάει και της λέει «Ό,τι λέει το κατηγορητήριο είναι ψέματα. Είμαι τακτικός πελάτης»!
Σε πείσμα και των πυρκαγιώνΛίγους μήνες μετά την ανακαίνιση, έρχεται η πρώτη φωτιά. «Ήμουν στο Δήλεσι στο εξοχικό και το ακούσαμε από το ραδιόφωνο. Τραγική η φωτιά, βλέπαμε τον ουρανό επάνω να χάσκει. Ως τυπικά υπόλογος, εγώ πήγα κατηγορούμενος εξ αμελείας για τη φωτιά και ήρθε μάρτυρας υπεράσπισης ο αρχηγός της πυροσβεστικής! Έβλεπε βέβαια ότι δεν γινόταν να υπάρχει αμέλεια. Μετά από πολύ χρόνο και σκέψη, ξαναπέφτουν πάρα πολλά χρήματα για τη δεύτερη ανακαίνιση. Λίγο πριν τελειώσουν, έρχονται δυο μεγάλα κοντέινερ από τη Γαλλία με καθίσματα, ντάνες μέχρι επάνω, όλα ήταν έτοιμα. Και την Κυριακή πρωί σκάει τηλέφωνο, πάλι φωτιά στο Ιντεάλ. Είχε προλάβει η πυροσβεστική, κάηκαν τα μισά καθίσματα, ενώ τα υπόλοιπα καταστράφηκαν από την πίεση του νερού. Ξανά από την αρχή! Ευτυχώς η αίθουσα δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά».
«Δεν το βάλαμε κάτω, γιατί το Ιντεάλ φτιάχτηκε με πολύ κόπο, όχι με άνεση. Ο πατέρας Σπέντζος ήταν αεροπόρος της πολεμικής αεροπορίας, πολέμησε στην Αίγυπτο κλπ και είχε δώσει την ψυχή του γι’ αυτό το μαγαζί. Μπορεί να μην έβγαζε χρήματα από αυτό, αλλά το στήριζε. Και τα παιδιά στη μνήμη του κι εγώ 24 ώρες τη μέρα και με δάνεια, καταφέραμε και το φτιάξαμε και, σε πείσμα πολλών, το κρατήσαμε. Φαντάσου ότι τις τοιχογραφίες, ο (εικαστικός και καθηγητής) Άγγελος Αντωνόπουλος, τις έκανε με σκαλωσιές. Ο κόσμος μας δεν ήταν πελάτες. Ήταν το λιγότερο γνωστοί και το περισσότερο φίλοι».
«Στις προβολές που έκαναν εδώ οι Νύχτες Πρεμιέρας ήρθε ο καλλιτεχνικός διευθυντής, ο Λουκάς (Κατσίκας) και μου διηγήθηκε ένα συμβάν από την προβολή της Σιωπής των Αμνών. Ο Λουκάς, ανήλικος, είχε έρθει με τη θεία του. Το σινεμά ήταν γεμάτο, εγώ του απαγόρευσα να μπει και βρήκε μια πίσω πόρτα από το παλιό ωδείο, ανέβηκε σε μια ταράτσα, κατέβασε τη θεία του – ντε και καλά να μπει μέσα! Μετά εγώ, λέει, τον είδα μέσα και τον ρώτησα πώς μπήκε και μου είπε ‘εσείς με βάλατε’!
Ήταν ωραίες εποχές. Σε πολλές προβολές ο κόσμος καθόταν στα σκαλιά και στις μοκέτες. Να δεις τι γινόταν στο Home alone, κόβαμε 2.700 εισιτήρια την ημέρα! Αφού ανοίξαμε μια αποθηκούλα για δεύτερο ταμείο. Να σκοτώνονται για ένα εισιτήριο! Θυμάμαι την πρεμιέρα στην «Άβυσσο», είχαμε πρώτη φορά τα συστήματα Dolby surround στην Ελλάδα. Είχαμε βάλει με τον Αλέκο ένα ποντεσιόμετρο, που ρυθμίζει την ένταση του ήχου, δεξιά στην αίθουσα που είχε μια πυροσβεστική φωλιά. Όταν ξέραμε ότι υπήρχαν σκηνές έντασης, πχ η κατάδυση στην άβυσσο, δυναμώναμε τον ήχο και τρανταζόταν όλη η αίθουσα, ο κόσμος τρελαινόταν!»
Το ομώνυμο εστιατόριοΔίπλα στο Ιντεάλ υπήρχε κάποτε το ομώνυμο εστιατόριο που ανήκε στην οικογένεια Βλασσόπουλου από το ‘45. «Από τα καλύτερα εστιατόρια του κέντρου. Τα παιδιά τους σπούδασαν έξω, δεν θα το αναλάμβαναν, κάποια εποχή άρχισε να πέφτει η δουλειά, τελικά δυστυχώς κήρυξαν πτώχευση. Ξέρεις, πολλές μερσεντές απέξω σημαίνει συχνά λιγότερη είσπραξη… Έκλεισαν και τα δικηγορικά γραφεία του κτηρίου, αφού έφυγαν τα δικαστήρια. Μια μέρα άκουσα φωνές, υπήρχε μια πόρτα σιδερένια ως έξοδος κινδύνου και βρήκα έναν χρήστη διαλυμένο, ετοιμοθάνατο, ευτυχώς τον προλάβαμε. Τότε είδα το εστιατόριο – τα τραπέζια ήταν στρωμένα με σερβίτσια, πετσέτες, φιάλες με νερό, είχε μείνει έτσι, σαν να επρόκειτο να ανοίξει σε μια ώρα…»
Το κτήριο του κινηματογράφου Ιντεάλ παλιότερα ανήκε στο ταμείο των υπαλλήλων Εθνικής Τραπέζης, όπως και το ωδείο. Μετά πήγε στον ΕΦΚΑ. «Εμείς το νοικιάζαμε. Δεν έβγαζε πολλά χρήματα, αλλά ούτε έπεφτε έξω. Υπάρχουν επίσης περίπου 20 οικογένειες που ζούσαν από το Ιντεάλ, των εργαζομένων βέβαια εδώ, αλλά και του γύρω κόσμου, τεχνικοί, αφίσες, τυπογραφεία, καθαρισμός, εισιτήρια… Τώρα μας υποσχέθηκαν ότι μετά την ανακαίνιση του ξενοδοχείου, θα μείνει μια – πολύ μικρότερη βέβαια – αίθουσα για κινηματογράφο και θα μπορούσαμε να τη δουλεύουμε εμείς. Δεν υπογράψαμε κάτι, είναι μια προφορική βεβαίωση. Θα δούμε. Ένα μέρος του εαυτού μου θέλει πολύ να το πιστέψει και κάπως χάρηκε με τη διαβεβαίωση. Η κινητοποίηση του κόσμου όλο το προηγούμενο διάστημα σήμαινε τα πάντα για μένα. Συγκεντρώθηκαν χιλιάδες υπογραφές».
«Πρέπει να ξεκουραστώ. Έχω προτάσεις να αναλάβω αίθουσες, όμως δεν είμαι έτοιμος για νέες υποχρεώσεις. Ψυχολογικά είμαι τέρμα, δεν μπορώ να διανοηθώ ότι θα μου στοίχιζε τόσο πολύ. Θέλω να ξεκουραστώ ψυχικά, να κάνω κάποια δυο ταξίδια σε μέρη που αγαπώ, στο Θιβέτ, στο Νεπάλ, και βλέπουμε. Δεν θέλω να φύγω απ’ το χώρο, αλλά όχι και να αγκιστρωθώ αμέσως κάπου αλλού. Σαν το Ιντεάλ δεν υπάρχει…»
Τώρα που διαβάζετε τη συνέντευξη, ο Γιάννης περνάει όλη του την ημέρα μαζεύοντας τα πράγματα και τις αναμνήσεις – και τα κομμάτια – του από το Ιντεάλ μαζί με τους συναδέλφους του. Το σινεμά ο Παράδεισος, ο δικός του κι ο δικός μας παράδεισος, μεταφέρεται από την οθόνη στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι ο μικρός Τότο και αναζητούμε τον χαμένο μας παράδεισο που δεν μπορεί να περιμένει…