Φέτος συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον θάνατο της Όντρεϊ Χέπμπορν, σε ηλικία 63 ετών, από καρκίνο του εντέρου. Βραβευμένη με Όσκαρ, Τόνυ, Έμμυ και Γκράμι πρωταγωνίστησε σε αμέτρητες παραγωγές του θεάτρου, του κινηματογράφου και του Μπρόντγουεϊ με τεράστια επιτυχία. Σήμερα θεωρείται μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του κινηματογράφου, ενώ σύμφωνα με το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου είναι η τρίτη μεγαλύτερη γυναίκα σταρ όλων των εποχών.
Γεννημένη στο Ισέλ του Βελγίου, από πατέρα Ιρλανδό τραπεζίτη και μητέρα πρώην βαρόνη και Ολλανδή αριστοκράτισσα, μπορεί να βίωσε τεράστια επιτυχία και την απόλυτη δόξα κατά τη διάρκεια της καριέρας της, τα παιδικά χρόνια και η ζωή της όμως δεν ήταν τόσο λαμπερά.
Η δουλειά του πατέρα της σε μια βρετανική ασφαλιστική εταιρεία σήμαινε πως η οικογένεια έπρεπε να μετακομίζει αρκετά συχνά. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και οι δύο γονείς της έγιναν μέλη της Βρετανικής Φασιστικής Ενώσεως, πράγμα που η ίδια η Χέπμπορν περιγράφει αργότερα ως την πιο τραυματική περίοδο της ζωής της.
Όταν ήταν 6 ετών, οι γονείς της πήραν διαζύγιο και ο πατέρας της τους εγκατέλειψε. Η Χέπμπορν είχε μάλιστα μιλήσει για το βαθύ τραύμα που της προκάλεσε το διαζύγιο των γονιών της, λέγοντας:«Η εγκατάλειψη μας από τον πατέρα μου ήταν το πρώτο «χτύπημα», ήταν ένα τραύμα που με στιγμάτισε, και με άφησε ανασφαλή για όλη την υπόλοιπη ζωή μου».
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η μεγάλη αγάπη της ήταν το μπαλέτο. Μάλιστα, χόρευε μυστικά σε συγκεντρώσεις προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα για την ολλανδική αντίσταση. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε στα μαθήματα μπαλέτου, πληροφορήθηκε όμως ότι εξαιτίας του ύψους και της κακής διατροφής της κατά τη διάρκεια του πολέμου δε θα μπορούσε να εξελιχθεί σε πρίμα μπαλαρίνα. Αυτό ήταν και το σημείο όπου η Χέπμπορν αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική.
Η καριέρα της ξεκίνησε με την εκπαιδευτική ταινία «Dutch in Seven Lessons», ενώ ακολούθησαν συμμετοχές σε διάφορες μουσικές παραστάσεις. Ο πρώτος της ρόλος στον κινηματογράφο ήταν στο «One Wild Oat», και στη συνέχεια ανέλαβε διάφορους μικρούς ρόλους σε ταινίες όπως το «Monte Carlo Baby», στα γυρίσματα του οποίου επιλέχθηκε ως πρωταγωνίστρια για το θεατρικό «Gigi», ρόλος που της απέφερε το Βραβείο Theatre World.
Το πρωταγωνιστικό της ντεμπούτο στον κινηματογράφο έγινε με την ταίνια «Διακοπές στη Ρώμη» με συμπρωταγωνιστή τον Γκρέγκορι Πεκ, με το οποίο απέσπασε Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου. Η ταινία αυτή απογείωσε την καριέρα της, και κατά τη δεκαετία του ‘5ο, η Όντρεϊ Χέπμπορν καθιερώθηκε όχι μόνο ως μια από τις μεγαλύτερες σταρ του κινηματογράφου, αλλά και ως πρότυπο γυναικείας κομψότητας.
Όσο κι αν απογειωνόταν η καριέρα της όμως, η προσωπική ζωή της παρέμενε ακανθώδης.
Από την μία, οι γάμοι της ήταν αποτυχημένοι. Ο πρώτος της σύζυγος, ο ηθοποιός Μελ Φέρερ, ήταν σκληρός και απαιτητικός. Ο δεύτερος σύζυγός της, ο ψυχίατρος Αντρέα Ντότι την απατούσε συστηματικά. Η Όντρεϊ υπέφερε στα χέρια του.
Από την άλλη, κατά τη δεκαετία του ’60, η αγαπημένη ηθοποιός υπέφερε από απανωτές αποβολές. Παρ’ όλες τις δυσκολίες, όμως, η Χέπμπορν γνώριζε τη δύναμη της ως διασημότητα και την πλατφόρμα που της έδινε.
Έτσι, κατά τη διάρκεια της ζωής της, η Χέπμπορν ασχολήθηκε εντατικά με τη UNICEF, και σύντομα μετά το τέλος της καριέρας της στον κινηματογράφο ανακηρύχθηκε Πρέσβειρα Καλής Θελήσεως της Οργάνωσης για τα Παιδιά των Ηνωμένων Εθνών. Το 1992 της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας και το Βραβείο Ανθρωπισμού Τζιν Χέρσολτ για τη δουλειά της σχετικά με τη UNICEF και τη συνεισφορά της στην ανθρωπότητα.
Τον ίδιο χρόνο, διαγνώστηκε με καρκίνο στο έντερο. Μετά από δύο επεμβάσεις, βγήκε το πόρισμα ότι ο καρκίνος είχε εξαπλωθεί υπερβολικά για να μπορέσει να αφαιρεθεί. Απεβίωσε στις 20 Ιανουαρίου 1993 σε ηλικία 63 ετών στο Tolochenaz της Ελβετίας, όπου και κηδεύτηκε.