Φεντερίκο Φελίνι: Αναδρομή στις σπουδαιότερες ταινίες του εμβληματικού δημιουργού
Πριν από 104 χρόνια γεννήθηκε ο Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Φεντερίκο Φελίνι, μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Σαν σήμερα 20 Ιανουαρίου, το 1920, γεννήθηκε στο Ρίμινι της Ιταλίας μία από τις εμβληματικότερες φυσιογνωμίες του ιταλικού και του παγκόσμιου κινηματογράφου, ο Φεντερίκο Φελίνι. Ο δημιουργός, ο οποίος, μέσα από ένα ολότελα προσωπικό, λυρικό και σχεδόν συμβολιστικό σύμπαν του, κατέστησε το όνομά του συνώνυμο με τον κινηματογράφο τέχνης σε διεθνή κλίμακα, με τις ταινίες του να «αγκαλιάζονται» από το απλό κοινό αλλά και την πνευματική «ελίτ» εξίσου.
Τα πρώτα χρόνιαΓιος του Urbano Fellini και της Ida Barbiani, από μικρός έδειξε την κλίση του στο σκίτσο και τη γελοιογραφία. Στην εφηβεία του, μάλιστα, συνεργάστηκε με τον κινηματογράφο Fulgor, για τον οποίο σχεδίασε καρικατούρες διάσημων ηθοποιών, αλλά και με το περιοδικό «420» στη Φλωρεντία.
Στα 19 του χρόνια έφυγε για τη Ρώμη. Αν και γράφτηκε στη νομική σχολή, ωστόσο εγκατέλειψε γρήγορα τις σπουδές του και βρήκε δουλειά στο σατιρικό περιοδικό «Marc Aurelio», όπου έγραφε σατιρικά κειμενάκια, σκιτσάριζε και επιμελούταν μια νεανική στήλη. Εκεί ήρθε σε επαφή με διάφορες προσωπικότητες της βιομηχανίας του θεάματος, όπως τον σεναριογράφο Πιέτρο Τελίνι, ο οποίος τον μύησε στα μυστικά ενός κινηματογραφικού σεναρίου, αλλά και τον μετέπειτα στενό του φίλο και συνεργάτη, τον ηθοποιό Άλντο Φαμπρίτσι, για τον οποίο αργότερα «ρετουσάρισε» τα σενάρια των ταινιών «Ποιος τον είδε», «Επτά φτωχοί σε ένα αυτοκίνητο», «Σινιόρ Γκάι», «Οι κλέφτες της Σαχάρα».
Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όταν και το περιοδικό έκλεισε με διαταγή του καθεστώτος, πήγε στα γραφεία της εταιρείας παραγωγής του Βιτόριο Μουσολίνι, όπου γνωρίστηκε με τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ρομπέρτο Ροσελίνι. Τα σχέδια για συνεργασία μεταξύ των δύο, όμως, ναυάγησαν λόγω των πολεμικών εξελίξεων. Με την αμερικάνικη απόβαση στην ιταλική χερσόνησο άνοιξε στη Ρώμη ένα μαγαζί όπου έναντι χαμηλής αμοιβής σχεδίαζε γκροτέσκα πορτραίτα των Αμερικανών στρατιωτών.
Σε αυτό το μαγαζί τον επισκέφτηκε ο Ρομπέρτο Ροσελίνι και του πρότεινε, ξανά, να συνεργαστεί μαζί του ως σκηνογράφος σε μια μικρού μήκους ταινία, η οποία εξελίχθηκε, εν τέλει, στο μεγάλου μήκους αριστούργημα του ιταλικού νεορεαλισμού «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη», με τον Φελίνι να συμμετέχει και στη συγγραφή του σεναρίου.
Καριέρα ως σεναριογράφοςΑπό το 1946 έως το 1951 συνεργάστηκε ως σεναριογράφος, εκτός από τον Ροσελίνι, με τους Ιταλούς σκηνοθέτες: Αλμπέρτο Λατουάντα, Πιέτρο Τζέρμι, Ντούλιο Κολέτι, Μάριο Μπονάρ. Μάλιστα η εμπειρία του από τα γυρίσματα του πολεμικού δράματος «Αυτοί που έμειναν ζωντανοί» (1946), του έδωσε την ευκαιρία να μάθει περισσότερα για την κινηματογραφική τέχνη και τη σκηνοθεσία κοντά στον Ροσελίνι. Σύμφωνα με τον ίδιο ήταν η στιγμή που ερωτεύτηκε τον κινηματογράφο.
Η Πρώιμη περίοδος δημιουργίαςΤο 1950 γύρισε συνεργατικά με τον φίλο του Αλμπέρτο Λατουάντα «Τα Φώτα του Βαριετέ» (1951), μια καταγραφή της ζωής των περιπλανώμενων θιάσων στην ιταλική επαρχία, ενώ το 1952 ακολούθησε η πρώτη καθαρά δική του σκηνοθετική δουλειά «Ο Λευκός Σεΐχης», στην οποία ακόμη δεν είχε βρει ακόμη το προσωπικό εκφραστικό του ύφος. Η ταινία αποτελεί την πρώτη του συνεργασία με τον εμβληματικό συνθέτη Νίνο Ρότα, ο οποίος μέχρι τον θάνατό του, το 1979, θα γράψει μουσική για όλες τις ταινίες του Φελίνι, ενώ ένα πέρασμα θα κάνει και η σύζυγος του Τζουλιέτα Μασίνα, σε μια πρώτη γνωριμία με το κοινό ως η καλοκάγαθη πόρνη Καμπίρια.
Οι πρώτες επιτυχίες και η αναγνώρισηΗ πρώτη επιτυχία έρχεται το 1953 με το «I Vitelloni», μια ταινία εμποτισμένη με «αυτοβιογραφικά στοιχεία», στην οποία ο δημιουργός, μέσα από τις ιστορίες πέντε αργόσχολων, «εγκλωβισμένων» στην επαρχία νεαρών, πραγματοποιεί μια δριμύτατη κριτική στον αντρικό ναρκισσισμό και τις επαρχιώτικες αντιλήψεις. Το φιλμ έκανε τον Φελίνι αναγνωρίσιμο σε ολόκληρη την Ιταλία.
Το 1954 ακολουθεί ο θρίαμβος του «La Strada», η ιστορία της Τζελσομίνα (Τζουλιέτα Μασίνα), η οποία πουλιέται σε έναν αγριάνθρωπο-γυρολόγο που την κακοποιεί (Άντονι Κουίν) και η οποία στην προσπάθεια της να «γευτεί» τη χαρά θα οδηγηθεί στο τραγικό της τέλος. Ένα φιλμ για την καταστροφή της αθωότητας και τη μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, το οποίο κέρδισε το όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και χάρισε στο δημιουργό του παγκόσμια αναγνώριση. Ακολούθησαν το 1955 και το 1957, αντίστοιχα, οι ταινίες με πρωταγωνίστρια τη Τζουλιέτα Μασίνα «Σκιές του Υποκόσμου» και «Οι Νύχτες της Καμπίρια» (Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας).
Το 1960 ολοκληρώνεται η πρώτη φάση της δημιουργίας του με τη «Γλυκιά Ζωή». Πρωταγωνιστής ο σπουδαίος ηθοποιός και επιστήθιος φίλος του Φελίνι Μαρτσέλο Μαστρογιάνι. Πρόκειται για μια απεικόνιση του οργιαστικού τρόπου ζωής των άεργων πλουσίων σε έναν επίπλαστο, επιφανειακό κόσμο, μέσα από την περιπλάνηση, στη Ρώμη, ενός επίδοξου συγγραφέα-δημισιογράφου σκανδαλοθηρικού περιοδικού. Η ταινία καθιέρωσε τον Φελίνι ως έναν εκ των κορυφαίων σκηνοθετών του παγκόσμιου κινηματογράφου και του χάρισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών (1960).
Ο Φεντερίκο Φελίνι ως δημιουργός διαμόρφωσε το δικό του απολύτως προσωπικό ύφος, χωρίς να ακολουθεί τις εκάστοτε κινηματογραφικές νόρμες. Την πρώτη περίοδο της κινηματογραφικής του πορείας πατάει γερά στον πραγματικό κόσμο, αν και τα «νεορεαλιστικά» θέματά του, τα οποία ξεδιπλώνονται με λυρικό τρόπο, τυλίγονται μέσα σε ένα πέπλο μυστικισμού, μεταβαίνοντας σιγά σιγά από την αληθοφάνεια στον κόσμο της φαντασίας και της αμφισημίας που θα χαρακτηρίσει την δεύτερη δημιουργική του φάση.
Η αισθητική του άντλησε επιρροές από το τσίρκο, τα θεάματα του βαριετέ, του μιούζικ χολ και της Κομέντια ντελ Άρτε, όσον αφορά την εύθυμη και ποιητική μελαγχολία, αλλά και από τις γελοιογραφίες όσον αφορά τις γκροτέσκες, παραμορφωμένες ανθρώπινες φιγούρες. Τα μεγάλα θεάματα της ζωής όπως το καρναβάλι και οι θρησκευτικές πομπές τον γοήτευαν, επίσης. Επιδρώντας στη δημιουργία λαμπερών σκηνικών και κοστουμιών, καθώς και στις σκηνές πλήθους.
Μερικοί από τους χαρακτήρες που επανέρχονται στο έργο του: Ο παλιάτσος, ο νάρκισσος άνδρας, η μητρική φιγούρα, η αισθησιακή πόρνη. Από τους μεγάλους Ιταλούς δημιουργούς της εποχής θεωρήθηκε ο πιο «λαϊκός» με τους διαλόγους του να στοχεύουν στην καρδιά του απλού ανθρώπου. Κατάφερε να σκιαγραφήσει τη μεσαία και την εργατική τάξη με τρόπο λυρικό, ενώ ελκυόταν από τις εκκεντρικές φυσιογνωμίες, καθώς και εκείνες του περιθωρίου. Οι ταινίες του διαπνέονται από «αυτοβιογραφικά» στοιχεία, ένα είδος προσωπικής μυθολογίας όπου η πραγματικότητα διαπλέκεται με τη φαντασία και τη μνήμη, καθώς και με μια σπουδή πάνω στην κοινωνική ιστορία.
Περαιτέρω επιρροές άντλησε από αγαπημένους του κωμικούς ηθοποιούς όπως ο Μπάστερ Κίτον, ο Τσάρλι Τσάπλιν, οι αδελφοί Μαρξ και ο Χοντρός και ο Λιγνός, ειδικά στη διάνθηση ερμηνειών με κωμικά και παντομιμικά στοιχεία όπως στην περίπτωση της Τζουλιέτα Μασίνα.
Το 1963, ύστερα από τη συμμετοχή στην σπονδυλωτή ταινία «Βοκκάκιος ’70», ακολουθεί η σημαντικότερη αυτοαναφορική ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου, το «8 1/2» , με τον τίτλο να αναφέρεται στον αριθμό των ταινιών που έχει σκηνοθετήσει ο Ιταλός δημιουργός μέχρι τότε. Η ιστορία ενός σκηνοθέτη – alter ego του Φελίνι, ο οποίος καταφεύγει σε μια λουτρόπολη προσπαθώντας να εμπνευστεί το θέμα και τους χαρακτήρες της επόμενής του ταινίας, δεχόμενος παντός είδους πιέσεις από το περιβάλλον του.
Η πλοκή χαώδης, με τις σκηνές να διαδέχονται συνειρμικά η μια την άλλη και το μοντάζ να μαρτυράει την αναταραχή που επικρατεί στο κεφάλι του πρωταγωνιστή (και εδώ ερμηνευμένος από τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι). Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Σε αυτή τη δεύτερη φάση της δημιουργικής του πορείας ο Φελίνι απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ορθολογική, γραμμική αφήγηση, βουτάει στο όνειρο, τις παραισθήσεις και τις παιδικές «αναμνήσεις», ενώ οι ταινίες του γίνονται όλο και πιο προσωπικές, με πρωταγωνιστή στην ουσία τον ίδιο τον δημιουργό, ο οποίος προσπαθεί να εκφράσει τους φόβους, τις φαντασιώσεις και τις επιθυμίες του.
Επόμενες ταινίες: «Η Ιουλιέτα των Πνευμάτων» (1965), μια θηλυκή εκδοχή του «8 1/2» με τη Τζουλιέτα Μασίνα, που δεν γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Το «Σατυρικόν» (1969), διασκευή του ομότιτλου έργου του Πετρώνιου, όπου ο δημιουργός πλησιάζει ακόμη περισσότερο την εικαστική αρτιότητα, σε μια ταινία όπου επικρατεί, η αποσπασματικότητα, το γκροτέσκο και το τερατώδες. Με τις ταινίες «Κλόουν» (1970) και «Ρόμα» (1972) δανείζεται τακτικές του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ.
«Amarcord»Η δεύτερη δημιουργική φάση της καριέρας του ολοκληρώνεται με το «Amarcord» (1974) (Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας). Αποτελεί το χρονικό μιας επαρχιακής πόλης την περίοδο του φασιστικού καθεστώτος του Μουσολίνι, όπου με κέντρο μια μικροαστική οικογένεια παρακολουθούμε τη ζωή χαρακτήρων-τύπων της επαρχίας. Μια επινοημένη «αυτοβιογραφική» ανασκόπηση της παιδικής ηλικίας, νοσταλγική, γεμάτη αγάπη και χιούμορ, η οποία αποτέλεσε την πιο εμπορική ταινία του Φεντερίκο Φελίνι.
Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει η κατάβαση στη σταδιοδρομία του σκηνοθέτη. Ταινίες με εκκεντρικά θέματα όπως ο «Καζανόβας» (1976) ,«Η πρόβα ορχήστρας» (1979), «Η Πόλη των Γυναικών» (1980), «Και το πλοίο φεύγει» (1983) δεν ενθουσιάζουν, με τον δημιουργό να επαναλαμβάνει τις εμμονές, τις προσδοκίες και τους φόβους της προηγούμενης περιόδου.
Η παρακμή αρχίζει να γίνεται πιο εμφανής από το 1985 και μετά, με τα έργα: «Τζίντζερ και Φρεντ» (1985), «Intervista» (1987) και οι δύο πνιγμένες στις αναμνήσεις των δημιουργικών του χρόνων. Τελευταία ταινία του «Η Φωνή του Φεγγαριού» (1990) με τον Ρομπέρτο Μπενίνι, ένα παράξενο παραμύθι που τοποθετείται σε μια φανταστική χώρα. Το 1993 του απονέμεται το τιμητικό Όσκαρ για την σπουδαία προσφορά του στον κινηματογράφο. Πεθαίνει στις 31 Οκτωβρίου του 1993.
Πηγές
- Βαλούκος Στάθης, «Ιστορία του Κινηματογράφου: Τόμος Α΄», εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003
- Βαλούκος Στάθης, «Φεντερίκο Φελίνι», εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003
- Bordwell David – Kristin Thompson, «Ιστορία του Κινηματογράφου», μετ. Νίκος Λερός – Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007