Συν & Πλην: «Underground» στο Θέατρο Ακροπόλ
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Underground» σε σκηνοθεσία Νικίτα Μιλιβόγεβιτ που ανεβαίνει στο Θέατρο Ακροπόλ.
Δεν ήταν μόνο πως ο Γιουγκοσλαβικός πόλεμος σπάραζε ήδη επί πέντε χρόνια τις δημοκρατίες της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Ήταν και ότι η ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα, το «Underground», ήταν μια σπουδαία ταινία που βουτούσε στον πάτο της ταραγμένης εγχώριας ιστορίας, η οποία είχε ως αφετηρία το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Και κάπως έτσι, (με ένα έντονο παρασκήνιο στην ψηφοφορία της κριτικής επιτροπής) ο Χρυσός Φοίνικας του Φεστιβάλ Καννών βρέθηκε στα χέρια του Εμίρ Κουστουρίτσα, ο οποίος μάλιστα ‘εκτόπισε’ το έτερο φαβορί του Θόδωρου Αγγελόπουλου ο οποίος συμμετείχε στη διοργάνωση με «Το βλέμμα του Οδυσσέα». Η ταινία πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις από τη Βοσνιακή πλευρά και ένα δριμύ κατηγορώ για τη δράση των Σέρβων κατά τον πόλεμο την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) σημείωσε μεγάλη επιτυχία αναδεικνύοντας – εκτός από τον Κουστουρίτσα και τον Γκόραν Μπρέγκοβιτς σε σταρ. Το σίγουρο είναι πως υπογράμμισε ιστορικές πτυχές οι οποίες οδήγησαν στην αιματηρή διάλυση της Γιουγκοσλαβίας μερικά χρόνια αργότερα.
«Μια φορά κι έναν καιρό υπήρχε μια χώρα»: Αυτή ήταν, άλλωστε, η χαρακτηριστική φράση στο σενάριο του Ντούσαν Κοβάσεβιτς, πάνω στο οποίο στηρίχτηκε και η πλοκή της ταινίας. Πίσω στον Απρίλιο του 1941, δύο φίλοι, ο Πετάρ Ποπάρα (γνωστός με το παρατσούκλι Μπλάκι) και ο Μάρκο Ντρεν μπαίνουν στον αντιστασιακό αγώνα κατά της γερμανικής κατοχής. Ο Μάρκο έχει ήδη κατασκευάσει στο υπόγειο του σπιτιού του ένα εργαστήριο όπλων μέσα από το οποίο τροφοδοτούν τις επιθέσεις τους κατά των Ναζί. Τρία χρόνια αργότερα, ο Μπλάκι τραυματίζεται σε μια συμπλοκή – στην προσπάθεια του να απαγάγει την ερωμένη του και διάσημη Γιουγκοσλάβα ηθοποιό Νατάλια – και ο Μάρκο τον φυγαδεύει στο υπόγειο εργαστήριο μαζί με τους συντρόφους του. Όταν, όμως, ο Β΄ πόλεμος τελειώνει ‘παραλείπει’ να ενημερώσει την ομάδα του υπογείου γι’ αυτό και φυσικά τον Μπλάκι, του οποίου την ερωμένη έχει πλέον για τον εαυτό του.
Παρακολουθώντας ιστορικά γεγονότα που όρισαν την τύχη της Γιουγκοσλαβίας για περισσότερα από 60 χρόνια, το έργο του Κοβάσεβιτς ασκεί δριμεία, μπρεχτικού ύφους, κριτική σε όλους όσοι συνέβαλαν σε αυτήν την εξέλιξη: Από τους Γερμανούς Ναζί, τους συμμάχους, έως το κομμουνιστικό κόμμα, την διακυβέρνηση του Τίτο και τους εθνικιστές της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας. Σκοτεινή, σαρκαστική – στο ύψος του παραλόγου – και με άφθονους συμβολισμούς αφήγηση για τη μαύρη μοίρα ενός έθνους που θάφτηκε στα βαθιά υπόγεια της παγκόσμιας ιστορίας. Ένα θαρραλέο κείμενο που, κατά την βράβευση του, συγκάλυψε την ευρωπαϊκή ενοχή για την καταστροφή της Γιουγκοσλαβίας. Πλην όμως, υπογράμμισε την κινηματογραφική ευφυΐα του Εμίρ Κουστουρίτσα που μας χάρισε μερικές σκηνές κινηματογραφικής ανθολογίας, βουτηγμένες εξίσου στο σκληρό όσο και στο μαγικό ρεαλισμό.
Λογικά, δεν ήταν εύκολο να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στους κανόνες μιας πληθωρικής παραγωγής (που θέλει να λανσάρεται ως τέτοια) και στον σουρεαλιστικό αναστοχασμό για τη γεωπολιτική εφαρμογή του καπιταλισμού και τις ματαιώσεις του κομμουνισμού. Κι όμως, η παράσταση του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς φέρει αρκετά από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ικανοποιούν το πρώτο και δεν προδίδουν το δεύτερο. Στα extras οι ερμηνείες των Αλεξάνδρας Αϊδίνη, Βασίλη Χαραλαμπόπουλου και Γιάννη Τσορτέκη.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΜολονότι υπακούει στις κατασκευαστικές ανακολουθίες ενός ανεβάσματος για το «μεγάλο κοινό», ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς παραδίδει μια έντιμη σκηνοθετική εργασία πάνω σε ένα σημαντικό κείμενο το οποίο έχει σημαδευτεί ανεξίτηλα από την κινηματογραφική του μεταφορά. Υιοθετεί ένα γρήγορο, αφηγηματικό ρυθμό, εντάσσει στοιχεία κινηματογράφισης με animation αισθητική, ‘φωτίζει’ το σουρεαλιστικό στοιχείο και το γκροτέσκο χιούμορ αλλά δίνει χώρο στην ποίηση και το γιουγκοσλαβικό φλέγμα – Σέρβος και ο ίδιος γαρ. Πάνω απ’ όλα, όμως, αποδίδει την αίσθηση της επαναστατικής αλληγορίας που είναι πυρηνική στο έργο, για μια χώρα που δημιουργήθηκε και καταστράφηκε μέσα σε κοινωνικο-πολιτικές αυταπάτες δεκαετιών.
Οι ερμηνείεςΜια ενδιαφέρουσα σύζευξη έχει γίνει για τη διανομή του «Underground». Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ηθοποιός πιο μεγάλων, κλασικών χειρονομιών, βρίσκεται στο επίκεντρο μιας σύγχρονης πολιτικής τραγικωμωδίας η οποία, παρά τις επί μέρους ενστάσεις για το ιστορικό περιεχόμενο της, παραμένει εξόχως πολυδιάστατη. Αναδεικνύεται, λοιπόν, μια μετακινημένη, πιο ήσυχη και βαθιά (παρά τη θορυβώδη φύση του έργου), δυνατότητα προσέγγισης της κωμωδίας από τον Χαραλαμπόπουλο που – σημειωτέον – μετά από πολύ καιρό υποδύεται έναν οριακό, γκρίζο χαρακτήρα, αυτόν του Μάρκο. Δίπλα του ο, υψηλών ερμηνευτικών εντάσεων, Γιάννης Τσορτέκης φοράει σαν γάντι το ρόλο του Μπλάκι και προσφέρει μια από τις πιο ωραίες σκηνές της παράστασης: Χαμένος στον ιστορικό χρόνο, μεταξύ αλήθειας και ψευδαίσθησης, ως θύμα μιας άλλης επανάστασης (της Γαλλικής) εμφανίζεται ως άλλος Ζαν Πολ Μαρά, σφαγιασμένος στο λουτρό του. Πάντως, την παράσταση κλέβει η Αλεξάνδρα Αϊδίνη στο ρόλο της Νατάλια καθώς εξεγείρεται βουτηγμένη πια στο ιστορικό ψέμα, σε μια σωματική, κωμικοτραγική έκρηξη που δεν έχουμε ξαναδεί από την ίδια. Στους βασικούς ρόλους, διακρίνονται επίσης, ο Κωνσταντίνος Πλεμμένος με ποιητική διάθεση στο ρόλο του αφηγητή και ο Νικόλας Παπαδομιχελάκης απολαυστικός ως ο αδέξιος εκτελεστής παραγραφής της Ιστορίας.
Η αλήθεια είναι πως όπου βάζει το χέρι της η Αμάλια Μπένετ η σκηνοθεσία και η ροή μιας παράστασης πάντα ωφελείται. Ο ‘κανόνας’ επαληθεύεται κι εδώ τόσο στις σκηνές συνόλου όσο και στις κινησιολογικές αλληλεπιδράσεις των βασικών πρωταγωνιστών.
Είχε προηγηθεί και το σπαρακτικό soundtrack του «Καιρού των τσιγγάνων» – και πάλι σε σκηνοθεσία του Εμίρ Κουστουρίτσα – αλλά η μουσική παράδοση της Γιουγκοσλαβίας αναδεικνύεται ακέραιη στη σύνθεση του Γκόραν Μπρέκοβιτς για το «Underground». Βασικά θέματα της αναπαράγονται κι εδώ ζωντανά από την πολυμελή ορχήστρα ενώ πάνω σε αυτά ο Άγγελος Τριανταφύλλου έχει προσθέσει έντεχνα κάποια δικά του κομμάτια σε συνέχεια αυτής της θορυβώδους βαλκανικής ηχοτοπίας.
Τα σκηνικά – Tα video artΟι κόσμοι του «πάνω» και του «κάτω» (που θέλοντας και μη λαμβάνουν και ταξικό πρόσημο) εξυπηρετούνται εύγλωττα από την σκηνογραφία του Μανόλη Παντελιδάκη. Ωστόσο, αισθητικό ενδιαφέρον στην εικαστική αποτύπωση της παράστασης αλλά και στη λειτουργικότητα της αφήγησης προσθέτουν και τα video art του Κάρολου Πορφύρη.
Είναι κοινός τόπος πως σπάνια οι ψείρες επιτελούν τον αρχικό στόχο τους: Να βοηθήσουν τους ηθοποιούς να ακουστούν από όλους τους θεατές σε μεγάλους θεατρικούς χώρους. Στην περίπτωση του «Undergound» ο στόχος αυτός όχι μόνο δεν επιτεύχθηκε αλλά υπονόμευσε με τον γνώριμο, ψεύτικο ήχο τις ερμηνείες τους. Οι δυνατές φωνές έγιναν ουρλιαχτά, αλλάζοντας το tempo ενός έργου που, εκτός από άγριο χιούμορ, έχει και στιγμές εσωτερικότητας. Κι αυτό ήταν πολύ πιο ορατό στην τοποθέτηση φωνής των, λιγότερο, έμπειρων ηθοποιών της παράστασης.
Η διασκευήΑς υποθέσουμε ότι κάποιοι θεατές της παράστασης δεν έχουν δει την ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα. Δεν έχουν διαβάσει το κείμενο του Ντούσαν Κοβάσεβιτς ή ακόμα χειρότερα (έχουν πέσει από το φεγγάρι;) και δεν γνωρίζουν τα ιστορικά γεγονότα και τις τεράστιες γεωπολιτικές αναταραχές που έφεραν την πρώην Γιουγκοσλαβία διαλυμένη στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Τότε, υπάρχει ο κίνδυνος η διασκευή – σύμπτυξη του έργου (με την υπογραφή του Νικίτα Μιλιβόγεβιτς) να τους μπερδέψει και να χαθούν μέσα στα γεγονότα και τις αιτιάσεις τους. Και εδώ, βεβαίως, η ρητορική που βάρυνε τον Εμίρ Κουστουρίτσα για την αθώωση των Σέρβων και την ενοχοποίηση των Βόσνιων μπορεί άνετα να συμπαρασύρει και τον Μιλιβόγεβιτς, παρότι πια δεν βρισκόμαστε στην καρδιά και την δίνη των γεγονότων.
Έντιμη απόπειρα θεατρικής μεταφοράς της εμβληματικής αλληγορίας του «Underground» που διανθίζεται και από καλές ερμηνείες.