Θεόδωρος Αγγελόπουλος: Ένας Έλληνας δημιουργός στην πρώτη γραμμή του ευρωπαϊκού μοντερνισμού
Σαν σήμερα 24 Ιανουαρίου, το 2012, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ένας εκ των σημαντικότερων Ελλήνων κινηματογραφικών δημιουργών.
Σαν σήμερα 24 Ιανουαρίου, το 2012, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς του νεοελληνικού κινηματογράφου. Το ποιητικό του σινεμά, το οποίο βρίθει αλληγοριών όσον αφορά την ελληνική ιστορία, την πολιτική και την κοινωνία του 20ου αιώνα, τον έφερε στην πρώτη γραμμή του Ευρωπαϊκού Μοντερνισμού.
Σπουδές στο Παρίσι και επιστροφή στην ΕλλάδαΟ Θεόδωρος Αγγελόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα στις 27 Απριλίου του 1935. Το 1961 εγκαταλείπει τις σπουδές του στη Νομική Αθηνών και φεύγει για το Παρίσι. Αρχικά παρακολουθεί μαθήματα γαλλικής φιλολογίας, φιλμολογίας και εθνολογίας στην Σορβόννη, ενώ το 1962-63 γίνεται δεκτός στο Ινστιτούτο Ανώτατων Κινηματογραφικών Σπουδών (IDHEC). Την ίδια περίοδο στην IDHEC σπούδαζαν, επίσης, οι Τώνια Μαρκετάκη, Αλέξης Γρίβας, Σταύρος Κωνστανταράκος, Νίκος Παναγιωτόπουλος και Λάμπρος Λιαρόπουλος, οι οποίοι μαζί με τον Αγγελόπουλο και άλλους θα αποτελέσουν την περίφημη γενιά του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου (ΝΕΚ).
Μια διαμάχη με έναν καθηγητή του τον οδηγούν να διακόψει οριστικά τις σπουδές του εκεί. Την περίοδο 1963-64 μαθητεύει κοντά στον εθνολόγο Ζαν Ρους στο Μουσείο του Ανθρώπου (Musee de l’homme). Το 1964 επέστρεψε στην Ελλάδα και εργάστηκε ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή» έως ότου κλείσει από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, το 1967. Στο μεταξύ η πρώτη του προσπάθεια να γυρίσει μια κινηματογραφική ταινία το 1965, με τίτλο «Forminx Story», απέβη άκαρπη.
Τα πρώτα βήματαΤο 1968 η σπονδυλωτή ταινία που επιχείρησε να δημιουργήσει μαζί με άλλους κινηματογραφιστές του ΝΕΚ δεν βρήκε χρηματοδότηση, ωστόσο ο ίδιος κατάφερε να γυρίσει το δικό του κομμάτι, τη μικρού μήκους ταινία «Εκπομπή». Μια ομάδα δημοσιογράφων ξεχύνεται στους δρόμους της Αθήνας και ψάχνει ανάμεσα στον κόσμο ποιος ανταποκρίνεται στην εικόνα του ιδανικού άντρα. Την ίδια περίοδο δημιούργησε το περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη, την Τώνια Μαρκετάκη και άλλους σκηνοθέτες και κριτικούς του ΝΕΚ.
Συνολικά ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος θα γυρίσει 13 ταινίες μεγάλου μήκους και θα τιμηθεί με περισσότερα από 65 βραβεία σε Ελλάδα και εξωτερικό. Το έργο του χαρακτηρίζεται από την εκτεταμένη χρήση μεγάλων σε διάρκεια μονοπλάνων, μια έμμεση και ιδιάζουσα προσέγγιση της ιστορίας και του μύθου, μέσα από παιχνίδια με τη μνήμη και νωθρούς στοχασμούς του παρελθόντος, ένα καθαρά προσωπικό αφηγηματικό ύφος, με απουσία ευθύγραμμης χρονικά αφήγησης, εικόνες γεμάτες συμβολισμούς, αλληγορίες και μεταφορές, καθώς και μια ποιητική χρήση της κινηματογραφικής γλώσσας. Έχει συνεργαστεί με συγγραφείς όπως ο Θανάσης Βαλτινός, ο Πέτρος Μάρκαρης, ο Τονίνο Γκουέρα κ.α.
Οι επιρροές στο σινεμά του Αγγελόπουλου μπορούν να αναζητηθούν στους Μικελάντζελο Αντονιόνι, Κέντζι Μιζογκούτσι, Καρλ Τέοντορ Ντράγιερ και Όρσον Ουέλς. Η τοποθεσία όχι μόνο ασκεί δύναμη στην ίδια τη δράση, αντιπαραβαλλόμενη συχνά με ένα συγκεκριμένο γεγονός, αλλά αποτελεί κατά κάποιο τρόπο επέκταση της ψυχολογικής κατάστασης των ηρώων. Αγαπημένο μοτίβο η επιστροφή του πατέρα, με ανάλογες σκηνές να εκτυλίσσονται αρκετά συχνά στη φιλμογραφία του. Επιπλέον, η φιγούρα του πατέρα πολλές φορές μετατρέπεται στον θεματικό πυρήνα γύρω από τον οποίο χτίζει τις ταινίες του.
«Αναπαράσταση», 1970Η πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ήταν η «Αναπαράσταση»: Ένας Έλληνας μετανάστης επιστρέφει στο χωριό του, την Τυμφαία της Ηπείρου, και δολοφονείται από τη γυναίκα του και τον εραστή της. Οι διάλογοι απόκρυφοι δεν δίνουν αρκετές πληροφορίες για τους ήρωες και τη μεταξύ τους σχέση, με τον θεατή να καλείται να συνθέσει το παζλ μόνος του, μέσα από την αμυδρή χρήση, εκ μέρους του σκηνοθέτη, του αρχαίου μύθου των Ατρειδών, ως υπόβαθρο.
Η χρονική δομή της ταινίας ιδιαίτερη, με μη αναμενόμενες εναλλαγές παρόντος και παρελθόντος. Ενώ η αφήγηση (σε τρία επίπεδα) θυμίζει στον θεατή ότι όλο αυτό είναι μια κατασκευή και δεν θα φτάσει ποτέ στον πυρήνα της πραγματικότητας, αποτελώντας ένα κεκαλυμμένο πολιτικό σχόλιο για τη δικτατορία. Για την ταινία κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη στο 11ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου (1970, Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), ενώ το φιλμ κέρδισε το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
Η Ιστορική ΤριλογίαΑκολουθεί η «ιστορική» τριλογία που περιλαμβάνει τα αριστουργήματα «Μέρες του ’36» (1972), «Ο Θίασος» (1975) και «Οι Κυνηγοί» (1977). Πρόκειται για μια ελεύθερη, σχεδόν ονειρική, θεώρηση της πολιτικής ιστορίας της νεότερης Ελλάδας και τα διδάγματά της στο παρόν, με επιρροές από το μπρεχτικό θέατρο, όσον αφορά την αυστηρή αποστασιοποίηση, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από το παίξιμο των ηθοποιών και τα γενικά πλάνα.
«Ο Θίασος»: Αν στις «Μέρες του ’36» τίποτα δεν λεγόταν με σαφήνεια, σε μια προσπάθεια διερεύνησης αλληγορικών τρόπων που κάποιος μπορεί να ξεφύγει από την αυστηρή λογοκρισία της εποχής, στον «Θίασο» λέγονται τα πράγματα σχεδόν με το όνομά τους. Για να δοθεί η άδεια από τη λογοκρισία ο δημιουργός κάνει χρήση για μια ακόμη φορά του μύθου των Ατρειδών, ο οποίος λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο καθοδηγώντας τον θεατή. Επιπροσθέτως, η πολιτική κατάσταση σχολιάζεται μέσα από τα τραγούδια, μάλιστα η ταινία είχε κατατεθεί ως μιούζικαλ.
Το φιλμ διατρέχει τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας από το 1936 έως το 1952, μέσα από το ιστορικό βίωμα και την ιστορική μνήμη των ίδιων των Ελλήνων. Τα γεγονότα αυτά εκτυλίσσονται όχι με φλασμπάκ, αλλά ζωντανεύουν μέσα από τη ζωή ενός θεατρικού μπουλουκιού που περιοδεύει ανά την Ελλάδα, με την ιστορία να στήνεται ως θέατρο, σε μια ταινία με έντονο στοιχείο θεατρικότητας. Οι διάλογοι λιτοί και περιορισμένοι, οι χαρακτήρες στιβαροί, η χρονολογική δομή ιδιαίτερη. Η ταινία σάρωσε τα βραβεία σε Ελλάδα και Εξωτερικό, καθιερώνοντας τον ως τον σημαντικότερο δημιουργό του ελληνικού κινηματογράφου.
Ακολούθησαν η ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους «Ο Μεγαλέξανδρος» (1980), ενώ το 1983 γυρίζει το ντοκιμαντέρ «Αθήνα, Επιστροφή στην Ακρόπολη» για την ιταλική τηλεόραση, κλείνοντας έτσι την πρώτη φάση της κινηματογραφικής του δημιουργίας.
Το 1984 ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος πραγματοποιεί στροφή σε ιστορίες πιο προσωπικές, υποκινούμενες από ψυχολογικά κίνητρα. Στα εσωτερικευμένα δράματα του ο ήρωας παύει πλέον να είναι συλλογικός. Κεντρικές φιγούρες γύρω από τις οποίες ξετυλίγεται το νήμα της υπόθεσης αποτελούν άντρες ήρωες-alter ego του σκηνοθέτη, συνήθως μεσήλικες που βιώνουν ένα υπαρξιακό κενό και περιπλανώνται σε έναν κόσμο εμποδίων και απαγορεύσεων. Οι θεματικές που ξεχωρίζουν είναι εκείνες της μετανάστευσης, της εξορίας, της επιστροφής, των εθνικών συνόρων, και της διεθνούς ιστορίας.
Τη δεκαετία αυτή γυρίζει την «Τριλογία της Σιωπής» η οποία περιλαμβάνει τις ταινίες «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), «Ο Μελισσοκόμος», με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι (1986) και «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988, Φελίξ Καλύτερης Ευρωπαϊκής Ταινίας).
Ένας ηλικιωμένος άντρας που πολέμησε με τον Δημοκρατικό Στρατό κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου επιστρέφει στην Ελλάδα μετά από εξορία 30 και χρόνων προσπαθώντας να επανασυνδεθεί με την πατρίδα και την οικογένειά του αλλά, εν τέλει, αισθάνεται αποξενωμένος και ανεπιθύμητος, με την ψυχρότητα και την αμηχανία να επικρατούν. Η πιο «Αθηναϊκή ταινία» του δημιουργού, με το μεγαλύτερο μέρος της να διαδραματίζεται στην Αθήνα.
Εδώ ο Αγγελόπουλος κάνει χρήση ηθοποιών του εμπορικού κινηματογράφου με μη αναμενόμενες επιλογές αλλά και καταξιωμένους επαγγελματίες ηθοποιούς όπως ο Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Μια ταινία εμποτισμένη με αυτοβιογραφικά στοιχεία, αυτοαναφορικότητα (ο μεγάλος γιος είναι σκηνοθέτης που γυρίζει μια ταινία), το αίσθημα της νοσταλγίας και τη θεματική της περιπλάνησης, με σύνθετες σκηνές και μονοπλάνα με πιο περίπλοκες κινήσεις κάμερας, η οποία αποτέλεσε μοντέλο για τις επόμενες ταινίες του.
Η «Τριλογία των Συνόρων»Στην «Τριλογία των Συνόρων» συγκαταλέγονται οι ταινίες «Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού» (1991, Marcello Mastroianni, Jeanne Moreau, Gregory Carr κ.α.), «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995, Harvey Keitel, Θανάσης Βέγγος, Γιώργος Μιχαλακόπουλος κ.α., Βραβείο Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Καννών), «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα» (1998, Χρυσός Φοίνικας στο Φεστιβάλ των Καννών). Η αφήγηση γίνεται πιο ποιητική, η κινηματογράφηση πιο περίπλοκη, ενώ ο συμβολισμός στις πράξεις των ηρώων πηγαίνει σε άλλο επίπεδο.
«Μια αιωνιότητα και μια μέρα», 1998Ένας ετοιμοθάνατος συγγραφέας αναπολεί με μια μελαγχολία τη ζωή που έζησε, περιπλανώμενος για τελευταία φορά στη γενέθλια πόλη του και βυθισμένος σε έναν φιλοσοφικό στοχασμό για την τέχνη, την οικογένεια και τη θνητότητα. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο Ελβετός ηθοποιός Μπρούνο Γκανζ. Εδώ ο Αγγελόπουλος πραγματοποιεί τη μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν ευφυέστατα, περιδιαβαίνοντας με άνεση ανάμεσα στην αβέβαιη πραγματικότητα και τη νοσταλγία.
Την τελευταία τριλογία του, στην οποία περιλαμβάνονται οι ταινίες «Το Λιβάδι που Δακρύζει» (2004) και «Η Σκόνη του Χρόνου» (2008) δεν πρόλαβε να την ολοκληρώσει, δυστυχώς. Η τελευταία ανολοκλήρωτη ταινία της τριλογίας θα είχε τίτλο «Η Άλλη Θάλασσα» και πρωταγωνιστή τον Τόνι Σερβίλλο. Ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος πέθανε σε δυστύχημα στις 24 Ιανουαρίου 2012, στον Πειραιά, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας.
Πηγές:
- Βαλούκος Στάθης, «Ιστορία του Κινηματογράφου: Τόμος Α΄», εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003
- Μητροπούλου Αγλαΐα, «Ελληνικός Κινηματογράφος», Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2006
- Bordwell David – Kristin Thompson, «Ιστορία του Κινηματογράφου», μετ. Νίκος Λερός – Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007