Από τον υπέροχο παππού μου που τα καλοκαίρια έπαιζε φυσαρμόνικα, μέχρι τη μητέρα μου, που με σύστησε στο θέατρο και τον πατέρα μου, που είναι ο ίδιος μια τεράστια βιβλιοθήκη. Έτσι, από μικρή, ήμουν ένα παιδί με ανοιχτές κεραίες, που πάντα το παιχνίδι μου ήταν να φτιάχνω και να δραματοποιώ ιστορίες. Στα επτά μου συμμετείχα σε μια σχολική παράσταση. Τον «Κατά φαντασίαν ασθενή», του Μολιέρου. Εγώ είχα το ρόλο της Αγγελικής, της κόρης. Αυτό που με εντυπωσίασε όμως, ήταν ο ρόλος της Τουανέτας, της υπηρέτριας, που παίζει ρόλους μέσα στο έργο. Εκεί κατάλαβα ότι έτσι θέλω να εκφράζομαι στη ζωή μου.
Νομίζω όλη η πορεία της ζωής μου έχει καθορίσει τον τρόπο που υπάρχω σήμερα, άρα και τον τρόπο που δημιουργώ, που αντιλαμβάνομαι και αντιδρώ στα ερεθίσματα.Τον τρόπο και τα μέσα που διαθέτω, για να τα μετουσιώσω σε χαρακτήρες. Ξεκινώντας από την οικογένειά μου, τους παιδικούς μου φίλους, το γεγονός ότι μεγάλωσα σε μια αρκετά περίεργη γειτονιά και στη συνέχεια τους δασκάλους μου, τους συμφοιτητές μου στη δραματική σχολή, τους συνεργάτες μου, ό, τι διάβασα, ό, τι άκουσα, ό, τι είδα, ό, τι ερωτεύτηκα. Καλές και κακές παραστάσεις, ταξίδια, μουσικές, διεκδικήσεις. Συνολικά ό, τι έχει κάνει εμένα σήμερα. Ένας δάσκαλός μου, έλεγε ότι, «μπορούμε να γίνουμε ο καλλιτέχνης που ο χαρακτήρας μας, μας επιτρέπει να γίνουμε».
Πρέπει πάντα να βρίσκεσαι στη σωματική κατάσταση να το κάνεις και να έχεις ψυχικά αποθέματα να αντέξεις τη διαρκή κρίση, στην οποία υποβάλλεις τον εαυτό σου. Χρειάζεται, διαρκώς, να εξελίσσεις την τεχνική σου, να πειραματίζεσαι, να μαθαίνεις. Συναντώντας και δουλεύοντας με καλλιτέχνες με διαφορετική προσέγγιση, ηλικία, τεχνική, εμπλουτίζεται η δική σου η δουλειά. Γίνεσαι καλύτερος ηθοποιός, για να μπορείς να παράγεις ένα καλύτερο αποτέλεσμα για το κοινό. Το δυστύχημα είναι ότι οι περισσότεροι ηθοποιοί έχουμε μεγάλα διαστήματα απουσίας από το θέατρο. Έτσι πέφτει στον καθένα το βάρος, να παραμείνει καλλιτεχνικά άρτιος, γιατί υπάρχει αυτή η απαίτηση, προκειμένου να μπορέσει να εργαστεί και να εξελιχθεί.
Ξεκίνησα διστακτικά και για λόγους βιοπορισμού. Ωστόσο, όπως συνειδητοποίησα με τα χρόνια, είναι μια εμπειρία σημαντική και καλλιτεχνικά. Συναντιέσαι με πληθώρα καλλιτεχνών και ειδικοτήτων, που σε βοηθά να ανοίξεις τους ορίζοντές σου σχετικά με το παραγόμενο αποτέλεσμα. Οι ρυθμοί στην τηλεόραση είναι αδιανόητοι, πράγμα το οποίο φυσικά στέκεται εμπόδιο, σε αναγκάζει όμως να αναπτύξεις την ικανότητα με ταχύτητα να δημιουργήσεις κάτι στο οποίο πρέπει να είσαι συνεπής για δεκάδες επεισόδια και εκατοντάδες λήψεις. Αυτή η πείρα προσαρμοσμένη βοηθά και στο θέατρο. Είναι τύχη το γεγονός ότι και μέσα από την τηλεόραση μπορώ να εργάζομαι και να καλλιεργούμαι, όλα αυτά τα χρόνια αποκλειστικά ως ηθοποιός.
Έχω συνδικαλιστική δράση στο ΣΕΗ.Οι συνθήκες και οι εργασιακές σχέσεις στο θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, η απουσία συλλογικά συγκροτημένων δικαιωμάτων, που να μας προστατεύουν, το γεγονός ότι από την πρώτη διαπραγμάτευση του μισθού, βρίσκεσαι one to one με τον εκάστοτε παραγωγό, δημιουργεί σε όλους όσοι δεν έχουμε διαπραγματευτική ικανότητα, φόβο και ανασφάλεια. Νομίζω ότι κανείς εργαζόμενος ηθοποιός της γενιάς μου δεν είναι «απελευθερωμένος» από το φόβο της ανεργίας. Φυσικά το να έχεις σαν εργαζόμενος την εμπειρία, ότι υπάρχει μια συλλογική οργάνωση που μπορείς να ακουμπήσεις πάνω, να ρωτήσεις, να μάθεις, να μοιραστείς, να διεκδικήσεις, το να έχεις μπει μπροστά ο ίδιος και να έχεις χειριστεί τέτοιες υποθέσεις, σου δίνει μεγάλη αυτοπεποίθηση, χωρίς να αφαιρεί τον ατομικό φόβο.
Πολλά θα ήθελα να αλλάξουν άρδην στο ελληνικό θέατρο.Κυρίως, όμως, η αντιμετώπιση του ελληνικού θεάτρου απέναντι στους ανθρώπους. Είτε αυτοί είναι οι άνθρωποι που το παράγουν, είτε αυτοί είναι οι άνθρωποι που το παρακολουθούν. Νομίζω χρειάζεται να καλλιεργηθεί μεγαλύτερος σεβασμός απέναντι και στις δύο ομάδες. Το θέατρο πρέπει να αφορά, πρέπει να μετακινεί, πρέπει να καίει. Αυτό για να γίνει χρειάζεται αφοσιωμένους και ασφαλείς καλλιτέχνες. Όταν η τέχνη είναι εμπόρευμα ψάχνει για αγοραστικό κοινό. Αυτό σπάνια της δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστεί με θεματολογία, πρακτικές, τεχνικές. Να δημιουργήσει το θέατρο του σήμερα.
Η ιδέα για την παράσταση «Μάλο Μόμε» – μεταφορά του βιβλίου της Χαρούλας Αποστολίδου για τους Έλληνες μετανάστες στη Γερμανία – ξεκίνησε από τη σκηνοθέτιδά μας, Νάντια Δαλκυριάδου, που έχει κάνει και τη διασκευή του κειμένου.Η Νάντια κάνει παραστάσεις που την αφορούν. Μιλά για πράγματα που την καίνε, με την μόνιμη αγωνία αν καίνε και το κοινό. Κατάγεται από τη Βόρεια Ελλάδα, από ένα χωριό με συγγενείς και φίλους, μετανάστες στη Γερμανία. Έτσι είχε την εμπειρία και την οξυδέρκεια να αντιληφθεί ότι αυτή η ιστορία πρέπει να ειπωθεί. Γιατί έχουν ειπωθεί και καλώς, πολλές ιστορίες για τους μετανάστες, όμως γι’ αυτούς που έμειναν πίσω; Αυτή η ανάγνωση τονίζει περισσότερο την τραγικότητα της μετανάστευσης. Δεν είναι μόνο όσοι έφυγαν και φεύγουν ακόμα και σήμερα. Είναι διαλυμένα παιδικά χρόνια, όνειρα, πληγές που ίσως δεν επουλώνονται.
Στις ηρωίδες του έργου βρίσκω συγκλονιστικό το γεγονός της μη επιλογής.Το μονόδρομο στον οποίο σε οδηγεί η κοινωνική σου καταγωγή και οι συνθήκες μέσα στις οποίες υπάρχεις. Το ότι είναι μια ιστορία, που συμβαίνει και τώρα. Οι ηρωίδες της παράστασης, αλλά και της ζωής, μέσα στην κατάσταση που βρέθηκαν, πάλεψαν και προσπάθησαν να βγουν νικήτριες, ανεξάρτητα από το αν τα κατάφεραν ή όχι, ανεξάρτητα από το τι σημαίνει, για την καθεμιά, νίκη. Η αστείρευτη αυτή ανθρώπινη δύναμη με συγκινεί σε κάθε ηρωίδα και ήρωα. Και με συγκινεί ακριβώς επειδή είναι ανθρώπινη και όχι υπεράνθρωπη. Δημιουργείται μέσα σε όσα συμβαίνουν, έχει αμφιβολία και θάρρος, ομορφιά και ασχήμια.
Νιώθω ότι όλο αυτό είναι τρομακτικά άδικο. Τόσο άδικο που δεν το χωράει το ανθρώπινο μυαλό. Είναι σχεδόν φαντασιακό. Πως γίνεται να έχουν δολοφονηθεί δεκάδες χιλιάδες παιδιά στην Παλαιστίνη, παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν κι από την άλλη παιδιά που μεγάλωσαν πολύ νωρίς; Που αναγκάστηκαν να γνωρίσουν καταστάσεις και να βιώσουν συναισθήματα που δεν αρμόζουν στον άνθρωπο. Γιατί να ξέρεις τι είναι πόλεμος, γιατί να ξέρεις τι είναι εκμετάλλευση, κακοποίηση, πορνεία; Η σκέψη που με βασανίζει πάντα είναι το τι κάνει κανείς γι’ αυτό; Πως το πολεμά; Πως αντιστέκεται;
Οι γυναίκες – και δη οι εργάτριες – μέχρι και σήμερα είναι πιο ευάλωτες. Μια γυναίκα σήμερα έχει να αντιμετωπίσει την εργασιακή ανασφάλεια, την προσωπική ανασφάλεια, το ρόλο που της έχει δώσει η κοινωνία, το σεξισμό, την προκατάληψη, την άνιση μεταχείριση. Είναι στατιστικά αποδεδειγμένο, ότι οι γυναίκες εργάζονται με χαμηλότερους μισθούς και πιο ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, γεγονός που τις εγκλωβίζει και στην προσωπική τους ζωή. Στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι γυναίκες εκλεγμένες είναι απελπιστικά λιγότερες από τους άντρες. Είναι πολύ αισιόδοξο όμως, ότι οι νεότερες γενιές, θέτουν το θέμα. Δε συνηθίζουν. Δεν κλείνουν τα μάτια.
Φυσικά και έχω συναντήσει δυσκολίες στο χώρο, με το δεδομένο ότι είμαι νέα γυναίκα.Δε θα γινόταν διαφορετικά. Προσωπικά ήμουν τυχερή, ώστε να μην βρεθώ σε οριακές καταστάσεις. Οι διακρίσεις, όμως, απέναντι στη γυναίκα είναι μέσα στην καθημερινή συμπεριφορά. Πληρώνομαι σαφώς λιγότερο από τους άντρες συναδέλφους μου. Νιώθω, μέχρι και σήμερα, το βάρος και την απαίτηση που υπάρχει να είμαι «κάπως». Όμορφη, θελκτική, «χωρίς υστερίες», χωρίς οικογενειακές δεσμεύσεις. Είναι πολύ δύσκολο να σταθείς στα πόδια σου και να συνυπολογίσεις όλους τους παράγοντες, να ανταπεξέλθεις σε όλα. Για να είμαστε ειλικρινείς είναι ανέφικτο.
Σαν τους ενήλικες που ήξερα. Που είχαν δουλειά, σπίτι και οικογένεια. Φανταζόμουν πιο αποσπασματικά πράγματα. Ότι θα ζω σε ένα γυάλινο σπίτι. Ότι θα παίζω θέατρο για κωφούς. Καταλάβαινα με τη λογική μου, ότι αυτή είναι η ανθρώπινη πορεία, αλλά δεν μπορούσα να δω τον εαυτό μου σ’ αυτό. Ακόμα και σήμερα, μου φαίνεται απίστευτο ότι είμαι ενήλικη. Δε βοήθησαν και οι συγκυρίες βέβαια. Το δυστύχημα της γενιάς μου, της γενιάς που ενηλικιώθηκε στην κρίση, είναι ότι όλη αυτή η λογική αλληλουχία έσπασε. Λόγω των οικονομικών συνθηκών, μεγαλώσαμε με, τουλάχιστον, μια δεκαετία καθυστέρηση. Δουλέψαμε και φύγαμε απ’ τα σπίτια μας πολύ πιο αργά από την προηγούμενη γενιά.
Η Ήρα Ρόκου πρωταγωνιστεί στην παράσταση “Μάλο Μόμε ή Μικρό Κορίτσι” που ανεβαίνει στο Θέατρο Μεταξουργείο
(Ακαδήμου 14, Μεταξουργείο). Η παράσταση βασίζεται στη νουβέλα της Χαρούλας Αποστολίδου.
Διασκευή- Σκηνοθεσία: Νάντια Δαλκυριάδου
Παίζουν: Δέσποινα Σαραφείδου, Ξένια Αλεξίου, Ήρα Ρόκου
Φιλική συμμετοχή: Μπακάρ Αλμπακάρ
Παραστάσεις: Δευτέρα & Τρίτη, 21.00