Η σκηνική παρουσίαση μιας νέας ελληνικής όπερας αποτελεί πάντοτε είδηση, αφού ο δρόμος από το συρτάρι του δημιουργού μέχρι το σανίδι της σκηνής αποδεικνύεται, σχεδόν πάντα, δύσβατος και τραχύς… Όμως δεν είναι μονάχα αυτός ο λόγος που η «Περσεφόνη», η νέα όπερα του συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλου, η οποία θα παρουσιαστεί, σε παγκόσμια πρώτη, την Πέμπτη 1η Φεβρουαρίου στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, αποτελεί είδηση.
Η «Περσεφόνη» αποτελεί μια παραγωγή της «2023 Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», σε συνεργασία με τον Οργανισμό Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, και η παράστασή της, που θα επαναληφθεί στις 24-25 Φεβρουαρίου στο «Σινέ Ελευσίς», στην Ελευσίνα, είναι προϊόν της ευτυχούς συνάντησης του διακεκριμένου συνθέτη Δημήτρη Μαρακόπουλου, με τη ρηξικέλευθη σκηνοθέτιδα Έλλη Παπακωνσταντίνου και τον φωνητικό πλούτο της Σαββίνας Γιαννάτου που ερμηνεύει τη Δήμητρα και πρωταγωνιστεί μαζί με τους Άννα Σμέρου (Περσεφόνη), Ilya Algaer (Πλούτωνας) και Αλκιβιάδη Κωνσταντόπουλο (Ερμής).
Έκτη όπερα για τον ομότιμο καθηγητή Δημήτρη Μαραγκόπουλο, ο οποίος είναι επικεφαλής του κύκλου «Γέφυρες» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, βασίζεται σε λιμπρέτο που συνέθεσε η Έλλη Παπακωνσταντίνου, το οποίο διερευνά τη σχέση ζωής και θανάτου μέσα από μια ποιητική περιπλάνηση στα σταυροδρόμια αρχαίων μύθων, ψυχανάλυσης, οικολογίας και φεμινισμού.
Σε ένα εικαστικό περιβάλλον όπου ζωντανό βίντεο και η όπερα αλληλεπιδρούν, φωνές από την Ινδία, τη Μογγολία, το Θιβέτ, το Μπαλί και τη Μεσόγειο διαπλέκονται με τις φωνές των λυρικών τραγουδιστών και των χορωδών, καθώς και με απόκοσμους ηλεκτρονικούς και οργανικούς ήχους.
Με αφορμή την επικείμενη παγκόσμια πρεμιέρα του έργου του «Περσεφόνη», συζητήσαμε με τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο για τη νέα του όπερα, αλλά και γενικότερα για τις συνθήκες τις οποίες αντιμετωπίζουν οι νέοι Έλληνες συνθέτες, ειδικά όσοι υπηρετούν τον χώρο της όπερας και του μουσικού θεάτρου.
Η «Περσεφόνη» αναπνέει μέσα στο πεδίο αυτού που αποκαλείται Νέα Όπερα. Ένας χώρος που επιχειρεί, άλλοτε πιο έντονα και άλλοτε με πιο ομαλό τρόπο, να απελευθερωθεί ή μάλλον να εξελίσσει στερεοτυπικούς κώδικες της όπερας με τους οποίους την έχουμε ταυτίσει. Οι άριες, οι κορώνες, μια δεδομένη υπερβολή, μια υπερδραματοποίηση, η εκφορά του λόγου, η τοποθέτηση της φωνής, έχουν προκύψει φυσικά από κάποιες πρακτικές αναγκαιότητες, όπως, το να ακουστεί η φωνή μαζί και πάνω από μια ορχήστρα συχνά πολυάριθμη. Να ακουστεί σε μεγάλους χώρους. Να αποδώσει πολύπλοκες μουσικές που ξεφεύγουν από τη λιτότητα ενός τραγουδιού. Πρόκειται όμως για ένα είδος που εδώ και 500 χρόνια, όταν ξεκίνησε για μένα αληθινά από τον μέγιστο ιταλό συνθέτη Κλάουντιο Μοντεβέρντι, γνώρισε περιόδους ρήξεων, αλλά και στασιμότητας. Οι αλλαγές από έναν Ραμώ έως τον Μότσαρτ και από τον Μότσαρτ στον Βέρντι και από εκεί στον 20ό αιώνα με τον «Βόυτσεκ» του Άλμπαν Μπεργκ είναι τεράστιες και η όπερα συνεχώς μεταμορφώνεται. Η φωνή στον «Βόυτσεκ» γίνεται συχνά «μιλητή», ακαθόριστη, κινείται σε παράξενα τονικά τοπία και απαιτεί άλλες τεχνικές. Συχνά εισέρχεται στον χώρο του θεάτρου. Έτσι λοιπόν, αυτή η αλλαγή που πραγματοποιείται εδώ και χρόνια είναι φυσική και η σύγχρονη όπερα βρίσκεται, πιστεύω, σε ένα ενδιαφέροντα και γόνιμο χώρο, αποδεικνύοντας όμως κάτι πολύ σημαντικό: Ότι αυτό που αποκαλούμε όπερα, είτε νέα είτε παλιά, παραμένει ζωντανή, ενεργή, με δυναμικό ανανεούμενο.
Σίγουρα η καταλυτική παρουσία των σκηνικών παραμέτρων, όπως οι ειδικοί φωτισμοί, τα ευέλικτα σκηνικά, η σύγχρονη τεχνολογία που εισήγαγε την κινούμενη εικόνα, δισδιάστατη, τρισδιάστατη ή και ολογραφίες, η είσοδος της ηλεκτρονικής μουσικής και η παρουσία ασύρματων μικροφώνων μεταμόρφωσαν το τοπίο.
Η όπερα μοιάζει να προχωράει, να αφομοιώνει, αλλά και να μεταμορφώνει παλιές τεχνικές, κάτι που την φέρνει πιο κοντά στον σύγχρονο άνθρωπο. Και φυσικά το ερώτημα για το αν τα έργα έχουν μουσική προστιθέμενη αξία ήταν, είναι και θα είναι το ίδιο σε όλους τους αιώνες για όλους τους δημιουργούς και όχι μόνο για τους τωρινούς.
Περιγράψτε μας το μουσικό τοπίο που δημιουργείται στην παράσταση. Διαβάζουμε πως, εκτός από τους λυρικούς τραγουδιστές, σε αυτήν συμμετέχει πολυμελής χορωδία, αλλά και φωνές από την Ινδία, το Θιβέτ, τη Μογγολία κ.λπ., ενώ από μουσικά όργανα αναφέρονται μόνο πλήκτρα και βιολοντσέλο.Συμπύκνωσα εδώ μουσικές ιδέες και εμπειρίες πολλών χρόνων σε χώρους που έχω ερευνήσει και όπου οι αυθεντικές μουσικές παραδόσεις στις ρυθμικές, μελωδικές, ηχοχρωματικές παραμέτρους τους, το βαθύτερο «ήθος» τους, αποτελεί μια ενέργεια, για έναν σύγχρονο μουσικό δημιουργό, που μπορεί να τις μεταμορφώσει και να τις έλξει σε άλλα πεδία. Πιο ελεύθερα, πιο ατονικά. Έχω συνθέσει, για παράδειγμα, ανάμεσα σε άλλα, ένα είδος κονσέρτου για πολίτικη λύρα και συμφωνική ορχήστρα που έχει παιχθεί από πολύ καλές ελληνικές ορχήστρες ή έχω γράψει μια εξαιρετικά απαιτητική όπερα, εμπνευσμένη από κείμενα του Μακρυγιάννη, όπου ο πρωταγωνιστής προέρχεται από τη βυζαντινή μουσική παράδοση, ερμηνεύοντας όμως ένα πολύπλοκο μελωδικό υλικό.
Στην «Περσεφόνη», για πρώτη φορά, χρησιμοποίησα αυθεντικά ηχογραφημένες φωνές και ήχους από μουσικούς πολιτισμούς όπως της Μεσογείου, των Βαλκανίων, της Κίνας, της Ιαπωνίας και του Μπαλί. Μουσικές όμως που γνωρίζω, που με αγγίζουν και που κατανοώ. Εδώ το υλικό, με έναν απρόβλεπτο τρόπο, διαπλέκεται και ενώνεται με τις φωνές των σολίστ που κινούνται έντονα στον χώρο της όπερας. Ηλεκτρονικοί ήχοι, αλλά και χορωδιακοί από το σύνολο GraduArti (απόφοιτοι Αρσακείων – Τοσιτσείων Σχολείων) και τον Μουσικό Όμιλο (την Παιδική Χορωδία των Αρσακείων – Τοσιτσείων Σχολείων) υπό την εξαιρετική διεύθυνση και διδασκαλία της Χριστίνας Βαρσάμη – Κούκνη, καθώς και το μικρό ορχηστρικό σύνολο, η άρτια και υψηλού επιπέδου διεύθυνση του Δημήτρη Κτιστάκη, δημιούργησαν, σε συντονισμό με τους χαμηλούς φωτισμούς, τα σκηνικά αντικείμενα, την κινούμενη εικόνα και τα άχρονα κοστούμια, αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα που θέλαμε να δημιουργήσουμε. Ένα αρχαϊκό σύγχρονο δρώμενο, ένα μουσικό τελετουργικό που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ένα μάντρα διαλογισμού, ένα ακροβατικό φωνητικό ραπάρισμα, μια τυπική οπερατική άρια ή μια ρυθμική τελετουργία και αιφνιδιαστικά ένα αθώο παιδικό τραγούδι.
Πράγματι, ο εκπληκτικός αυτός μύθος, που περιέχει τα θεμελιακά ερωτήματα και τις πιο πρωτογενείς σχέσεις ζωής, έρωτα και θανάτου, φθοράς και αναγέννησης, ενέπνευσε μέσα και από τον «Ορφέα» άλλους συνθέτες. Είναι όμως, διαφορετική η δική μου προσέγγιση από τους συγκεκριμένους συνθέτες. Υπάρχει ίσως μόνο μια μακρινή αίσθηση συγγένειας με έναν βαθύτερο «φωτισμό» και την ατμόσφαιρα που υπάρχει στον «Ορφέα» του Monteverdi.
Αποτέλεσμα αληθινών βιωματικών συζητήσεων γύρω από τον αέναο κύκλο της ζωής, την καταστροφή της φύσης και την ανάγκη να συνεργαστούμε ήταν η κατάληξη με την Έλλη σε αυτόν τον πολυδιάστατο μύθο. Μας άγγιζε ιδιαίτερα η ανελέητη, με αλαζονεία και τόσο παντοδύναμο τρόπο καταστροφή της μεγάλης μητέρας μας, της Φύσης, αυτού που ο άνθρωπος όταν συνειδητοποίησε τι συμβαίνει αποκάλεσε και πάλι εγωκεντρικά καταστροφή του περιβάλλοντός (του), όχι της Φύσης. Αυτή η τριάδα, οι σχέσεις ζωής και θανάτου που με τόσο διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισε η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η απειλή της φύσης, αλλά και της θηλυκότητας σε όλες τις μορφές της, αποτέλεσε την πηγή της ενέργειας, της σύλληψης του λιμπρέτου και συνολικά της παράστασης.
Οι αναθέσεις νέων έργων είναι σχεδόν ο μοναδικός τρόπος για τη δημιουργία όπερας από τους Έλληνες συνθέτες. Πιστεύετε ότι επαρκούν; Ή σημειώνονται τάσεις οπισθοδρόμησης, με αποτέλεσμα ιδέες και έργα να παραμένουν κλεισμένα στο συρτάρι;Σίγουρα, όσο περισσότερες είναι οι παραγγελίες τόσο το καλύτερο. Είναι σίγουρο όμως ότι το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, η Εθνική Λυρική Σκηνή και ιδίως η Εναλλακτική, αλλά και η Στέγη, έπαιξαν τα τελευταία χρόνια καταλυτικό ρόλο.
Εδώ όμως αξίζει να τονίσω τη μεγάλη ώθηση που έδωσε η Ελευσίνα ως πολιτιστική πρωτεύουσα στη σύγχρονη δημιουργία. Μια πολιτιστική πρωτεύουσα που για μένα ήταν η πιο ολοκληρωμένη, ευφάνταστη και ποιοτική, με μεγάλη συμμετοχή του κοινού, υπό την εμπνευσμένη διεύθυνση ενός δημιουργού όπως ο Μιχαήλ Μαρμαρινός.
Το ελληνικό δυναμικό είναι εξαιρετικό και είναι σίγουρο ότι νέοι, άγνωστοι και ικανοί δημιουργοί αναμένουν στον διάδρομο απογείωσης.
Η αναβάθμιση της ΕΛΣ, με τη μετακίνησή της σε νέο κτίριο υψηλότερων προδιαγραφών και τη δημιουργία της Εναλλακτικής Σκηνής θεωρείτε ότι συνέβαλε στην ανάδειξη της ελληνικής δημιουργίας στον χώρο της όπερας και του μουσικού θεάτρου;Ακριβώς. Δεν χωράει αμφιβολία ότι έγινε μια τομή στην όπερα. Δημιουργήθηκε μια πολύ ισχυρή υποδομή, υψηλού επιπέδου προγράμματα, εκπαιδευτικό και κοινωνικό έργο. Ο Γιώργος Κουμεντάκης και ο Αλέξανδρος Ευκλείδης δημιούργησαν νέες απαιτήσεις, κρατώντας τις παραδόσεις από τις πολύ καλές στιγμές που άγγιξε στο παρελθόν η Λυρική Σκηνή και προχωρώντας τα πράγματα σε ένα άλλο επίπεδο.
Η «Περσεφόνη», σε μουσική σύνθεση του Δημήτρη Μαραγκόπουλου και σύλληψη, λιμπρέτο και σκηνοθεσία της Έλλης Παπακωνσταντίνου, ανεβαίνει σε παγκόσμια πρεμιέρα στη σκηνή του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου, στις 21:00.
Επί σκηνής: Σαβίνα Γιαννάτου, Αλκιβιάδης Κωνσταντόπουλος, Άννα Αναστασία Σμέρου, Ilya Algaer, Μάιρα Μανιάρα | Χορωδία GraduΑrti, Απόφοιτοι Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων Μουσικός Όμιλος, Παιδική Χορωδία Αρσακείων Τοσιτσείων Σχολείων
Τιμές εισιτηρίων: 9€ (φοιτητές, νέοι έως 25 ετών, άνεργοι, ΑμεΑ, 65+, πολύτεκνοι), 18€, 26€, 32€, 38€, 45€
Εισιτήρια στο 210 72 82 333 και megaron.gr