Συν & Πλην: «The Doctor» στο Αμφιθέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «The Doctor» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου που ανεβαίνει στο Αμφιθέατρο.
Η νευρολόγος – ψυχίατρος δρ. Ρουθ Γουλφ είναι επικεφαλής ενός ερευνητικού ιδρύματος για τη νόσο της άνοιας· ενός κέντρου που λειτουργεί χάρη στις γενναιόδωρες χορηγίες του εβραϊκού λόμπι. Είναι τυχαίο πως η Ρουθ Γουλφ είναι κι αυτή Εβραία; Θα φανεί αργότερα. Στην κλινική της εισάγεται ένας εντελώς απρόσμενος ασθενής: Μια 14χρονη κοπέλα που έχει υποβάλλει τον εαυτό της σε αυτοσχέδια έκτρωση και βρίσκεται πλέον στο χείλος του θανάτου. Η Γουλφ είναι αποφασισμένη να της προσφέρει παρηγορητική φροντίδα κι έναν ειρηνικό θάνατο, μέχρι που η εμφάνιση του μαύρου καθολικού ιερέα Τζέικομπ Ράις ανατρέπει τις προθέσεις της. Ο Ράϊς, εντεταλμένος των συντηρητικών καθολικών γονιών της, ζητεί να μεταλάβει το κορίτσι πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, κάτι που βρίσκει σθεναρά αντίθετη τη γιατρό η οποία και του αρνείται την είσοδο. Πράγματι, το κορίτσι πεθαίνει μέσα σε λίγα λεπτά και ο ιερέας καταγγέλλει δημόσια τη Γουλφ – μια κίνηση που σύντομα παίρνει μεγάλες διαστάσεις στα social media αφού η γιατρός κατηγορείται για φυλετικές και θρησκευτικές διακρίσεις.
«Ο/Η γιατρός», το έργο «The doctor» του Ρόμπερτ Άϊκ θα μπορούσε να είναι ένα κείμενο γραμμένο σήμερα. Και με έναν τρόπο είναι, αν ο θεματικός του πυρήνας δεν ανήκε στο θεατρικό έργο του Άρθουρ Σνίτζλερ γραμμένο το 1912. Υπό τον τίτλο «Professor Bernhardi», ο Σνίτζλερ γράφει, έναν αιώνα πριν, μια καταγγελία για τον αντισημιτισμό. Ήρωας του είναι κι εδώ ένας Εβραίος γιατρός (άνδρας), ασθενής του μια κοπέλα που νοσηλεύεται ύστερα από τις επιπλοκές έκτρωσης, στην οποία θέλει να πραγματοποιήσει την τελευταία μετάληψη ένας ιερέας.
Η εξέλιξη της ιστορίας είναι ακριβώς η ίδια και στο νεόκοπο έργο του Άϊκ, ο οποίος, ωστόσο, έχει εμπλουτίσει τις αντιμαχόμενες πλευρές του διαλόγου, με πολλά ζητήματα και φωνές που απασχολούν σήμερα το δημόσιο διάλογο. Στη θρησκευτική αναταραχή και στην επιστημονική ηθική, έρχεται εδώ να προστεθεί η φυλετική διάκριση και ο ρατσισμός του φύλου, τα θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ο φανατισμός του cancel culture, η άνοδος του συντηρητισμού, η υστερία του δικαιωματισμού (προς πάσα κατεύθυνση) – ο συγγραφέας κάνει λόγο για μια «ατελείωτη κατάτμηση των ανθρώπων» που εξυπηρετεί η σύγχρονη κοινωνία «βάζοντας μας σε ομάδες» – η ανθρωποφάγος ηθική για όλα τα παραπάνω μέσα από την ανωνυμία της κοινωνικής δικτύωσης και η κιμαδοποίηση του δημοσιογραφικού λόγου. ‘Τεντωμένες’, δηλαδή, συνθήκες από κάθε πλευρά που περιγράφουν ένα μεταβαλλόμενο, μεταβατικό κόσμο και το τέλος πολλών πραγματικοτήτων, όπως τις γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Αν και η δομή του έργου – όπως το μεταγράφει ο πολυβραβευμένος Ρόμπερτ Άϊκ – στηρίζεται σε σύντομες, κοφτές σκηνές που καλλιεργούν το ψυχαναλυτικό σασπένς και αφήνουν ερωτηματικά να αιωρούνται μέχρι την επόμενη ή τις επόμενες σκηνές, η προβληματική του έργου αντλεί από την αρχαία τραγωδία: Σαν ένα διαρκές σφυροκόπημα παραθέσεων αγώνων λόγου, όπου αντιμαχόμενες πλευρές καταθέτουν και υπερασπίζουν το δικό τους δίκαιο. Το αρχετυπικό συνομιλεί με το «εδώ και τώρα» καθώς οι ρόλοι και τα στερεότυπα καταρρίπτονται μέσα από σαφείς σκηνικές οδηγίες: Ο Αϊκ έχει ρητά ζητήσει τη ρευστότητα της υπόδυσης: Οι ανδρικοί ρόλοι να παίζονται από γυναίκες, λευκοί να υποδύονται μαύρους και το αντίστροφο (και στις δύο περιπτώσεις), τορπιλίζοντας ένα παιχνίδι φύλων και φυλών και πολύ περισσότερο ένα παιχνίδι ταυτοτήτων που διασπά και κατακερματίζει το λόγο και την (κοινή) λογική.
To έργο έκανε πρεμιέρα το 2019 στο λονδρέζικο Almeida Theater σε σκηνοθεσία του ίδιου του συγγραφέα, ο οποίος μέχρι τότε ήταν και καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού. Η συγγραφική καριέρα του Ρόμπερτ Άϊκ ξεκίνησε το 2013 και συνεχίστηκε για καιρό με μεταγραφές κλασικών έργων όπως το «1984» του Τζορτζ Όργουελ, ο «Θείος Βάνιας» του Αντόν Τσέχωφ καθώς και οι ερμηνείες του πάνω στην «Ορέστεια» του Αισχύλου και τον «Οιδίποδα» του Σοφοκλή.
Με όχημα μια καίρια, πυκνή και καλογραμμένη μεταγραφή – το νέο έργο του Ρόμπερτ Άϊκ βασισμένο στο θεατρικό του Άρθουρ Σνίτζλερ – η Κατερίνα Ευαγγελάτου επιστρέφει στις «εδώ και τώρα» πολιτικές δραματουργίες με σκηνοθετική διαύγεια και αμεσότητα. Εντός ενός καλού θιάσου, η σαρωτική ερμηνεία της Στεφανίας Γουλιώτη στον κεντρικό ρόλο απογειώνει την παράσταση.
Από τα κείμενα που επιβεβαιώνουν τη φήμη τους, το «Doctor» του Ρόμπερτ Άϊκ έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επιδραστικής σύγχρονης δραματουργίας που διατυπώνονται μέσα από διαδοχικά ερωτήματα: Η επιστήμη και οι πρακτικές της είναι το καινούργιο άβατο; Η στείρα προσήλωση στους θρησκευτικούς κανόνες είναι, εκτός από αναχρονιστική και, επικίνδυνη; Η επιστήμη είναι η νέα πίστη; Η θρησκευτική πίστη βιώνει ένα τέλος εποχής; Οι διαφορετικότητες έχουν τις ίδιες ευκαιρίες να ανελιχθούν κοινωνικά και επαγγελματικά; Η ανάδειξη των δικαιωμάτων και των ταυτοτήτων (πολιτικών, φυλετικών, σεξουαλικών, θρησκευτικών) ως μείζον κοινωνικό πρόβλημα ελλοχεύει και κινδύνους διαίρεσης του συνόλου; Για πόσο ακόμα θα επιτρέπεται στα μέσα ενημέρωσης και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης να οργανώνουν δημόσιους απαγχονισμούς προσωπικοτήτων που – ένοχοι ή όχι – δεν μπορούν να υπερασπίσουν τον εαυτό τους; Η παλιά ή η νέα ηθική είναι πιο ανθρωποφάγα; Η παλιά ή η νέα ηθική βάλλει κατά της ανθρώπινης ελευθερίας; Ποιος είναι ο ρόλος της επίσημης πολιτικής σε όλα αυτά; Αυτές είναι μόνο οι βασικές προβληματικές που ο Ρόμπερτ Αϊκ φέρνει επί σκηνής μεταγράφοντας το έργο του Άρθουρ Σνίτζλερ. Και το κάνει με μια γραφή πυκνή, με έντονους διαλόγους, με λόγο που εκτοξεύει ανελέητα σκέψεις και προβληματισμούς, εγκιβωτισμένα όλα σε ελλειπτικές, σύντομες σκηνές – που θαρρείς και παραπέμπουν στον κοινωνικό κατακερματισμό που σχολιάζει το έργο.
Η σκηνοθεσίαΑν και δεν ανατρέχει συχνά σε σύγχρονα κείμενα – θα πρέπει να γυρίσει κανείς πίσω στο «Χρυσό Δράκο» του 2010 (που ακόμα και σήμερα παραμένει στις a list σκηνοθεσίες της) – η Κατερίνα Ευαγγελάτου δείχνει πως μπορεί να διαχειριστεί με επιδεξιότητα τα αιτήματα και τα θέματα της μοντέρνας γραφής. Αυτό πράττει κι εδώ: Δημιουργεί ένα σκηνοθετικό πλαίσιο όπου κυριαρχεί η αμεσότητα και η καθαρότητα, εντός του υιοθετεί ταχύτατους αφηγηματικούς ρυθμούς, η διδασκαλία στους διαλόγους φαίνεται πως έχει γίνει με μεγάλη επιμέλεια ώστε να αποδίδεται ο, σε αρκετές φάσεις της παράστασης, θριλερικός τόνος και η κλιμάκωση του σασπένς. Την ίδια ώρα, η αισθητική της σκηνοθεσίας ακολουθεί την ίδια λιτή γραμμή. Όλα τα παραπάνω συντείνουν σε μια πολύ καλοστημένη σκηνοθετική πρόταση.
Οι ερμηνείες (στην πλειοψηφία τους)Δεν είναι απλώς ότι ερμηνεύει τον επώνυμο πρωταγωνιστικό ρόλο, αυτόν της Γιατρού. Είναι πως η Στεφανία Γουλιώτη έχει μπει από καιρό σε μια φάση ερμηνευτικής ωριμότητας όπου ό,τι και να κάνει είναι υψηλής στάθμης. Ειδικά στο «Doctor» είναι καθηλωτική· ο τρόπος που χτίζει τον χαρακτήρα της γιατρού, ο τρόπος που ανταποκρίνεται στις στιγμές θυμού και απόγνωσης είναι αποκαλυπτικός για να καταστήσει την ηρωίδα της ένα πρόσωπο – σύμβολο της νέας άγριας εποχής που έχει ανατείλει. Διακρίνουμε, όμως, κι άλλες αξιοσημείωτες παρουσίες στον δεκαμελή θίασο της παράστασης· ειδικά μέσα στη συνθήκη που έχει επιβάλλει ο Άϊκ: Οι ηθοποιοί να μην ανταποκρίνονται στο φύλο, στο χρώμα, στην ηλικία των ηρώων. Με αυτόν τον αυξημένο δείκτη δυσκολίας, η Κίττυ Παϊταζόγλου αποδίδει με νεύρο, δυναμισμό και κύρος τον συντηρητικό γιατρό Χάρντιμαν που έρχεται σε ευθεία ρήξη με την Ρουθ Γουλφ. Ο Νίκος Χατζόπουλος επιδεικνύει την κλάση του τόσο στο ρόλο του έγχρωμου ιερέα Ράϊς, όσο και ως οργισμένος πατέρας της νεαρής εκλιπούσας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η αποκλιμάκωση της ερμηνείας του στη σκηνή του φινάλε, όπου ως εκπρόσωπος της Εκκλησίας παραδέχεται ευθέως τα λάθη των θρησκευτικών σταυροφοριών. Απόλυτα ακριβής στην ερμηνεία του πολιτικού κυνισμού και αριβισμού η Ορόρα Μαριόν στο ρόλο της υπουργού Υγείας Τζεμάϊα Φιλντ (η καλύτερη εμφάνιση της όσο παίζει στο θέατρο) αλλά και η Αμαλία Νίνου που υποδύεται ένα οριακό πλάσμα, αγνώστων στοιχείων μέχρι το τέλος (όχι, δεν θα κάνουμε spoiler) κι όμως κατορθώνει να του δώσει υπόσταση. Καλές στιγμές έχει ο Σταύρος Καλλιγάς, η Ζωή Ρηγοπούλου, η Αλίκη Ανδρειωμένου ενώ με επάρκεια συμπληρώνουν την ομάδα η Μαριάννα Δημητρίου, ο Λευτέρης Πολυχρόνης, η Νίκη Σερέτη.
Η όψη της παράστασηςΤο άψυχο, απρόσωπο «τώρα» των καιρών μας και συνάμα την ψυχρότητα του ιατρικού περιβάλλοντος σκιαγραφούν τόσο το λιτό σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, οι νοσοκομειακοί φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, τα ανδρόγυνα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα και το live video του Παντελή Μάκκα.
Χωρίς αυτό να ακυρώνει την σπουδαιότητα του κειμένου και την αξία της μεταγραφής του θεατρικού του Σνίτζλερ εντοπίζονται σημεία αφηγηματικής πλαδαρότητας και φλυαρίας – ιδιαίτερα στις σκηνές του φινάλε. Η ψυχαναλυτική πρόθεση του Ρόμπερτ Άϊκ τον οδηγεί στην παγίδα διδακτισμών και επαναλήψεων που, μπορεί να μην στερούν από την παράσταση μια δυνατή κορύφωση, αλλά ρίχνουν απότομα το ρυθμό της.
Το άθροισμα (=)Ένα πολυβραβευμένο έργο από τη Βρετανία σε πανελλήνια πρώτη γίνεται αφορμή για μια αξιόλογη σκηνοθετική πρόταση από την Κατερίνα Ευαγγελάτου και ένα ρεσιτάλ ερμηνείας από την Στεφανία Γουλιώτη.