“Petrichor” (ή πετριχώρ στα ελληνικά) ονομάζεται η μυρωδιά που αναδύεται από το έδαφος όταν πέφτουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής. Σε κάποιους αυτή η μυρωδιά αποπνέει ηρεμία, γαλήνη, μάλλον γιατί τους καθησυχάζει πως η μπόρα τελείωσε. Σε άλλους προκαλεί μελαγχολία ή και νοσταλγία για τις ηλιόλουστες ημέρες που είχαν προηγηθεί. Πάντως, το σίγουρο είναι ότι μετά τη βροχή, εκείνη τη στιγμή που ο πετριχώρας κάνει αισθητή την παρουσία του, είναι που συνειδητοποιείς ότι τα σύννεφα έχουν εξαφανιστεί, το φεγγάρι ή ο ήλιος έχουν βγει και η μελαγχολία δίνει τη θέση της στη ζεστασιά. Αυτό ακριβώς τυχαίνει να βιώνω αυτή τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο και ακούω – για πολλοστή φορά – στα ακουστικά μου τον νέο δίσκο του Ανδρέα Πολυζωγόπουλου, “Petrichor”. Μόλις έχει σταματήσει η επίμονη βροχή, τα χρώματα του ουράνιου τόξου αρχίζουν να αχνοφαίνονται στον ουρανό – κι εγώ ανυπομονώ να ανοίξω τα παράθυρα για να συναντήσω το πιο νοσταλγικό άρωμα της φύσης.
Για τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο, όπως εξηγεί στην περιγραφή του πέμπτου προσωπικού του δίσκου, αυτό ήταν το αγαπημένο του άρωμα ως παιδί. “Μεγαλώνοντας στην Ελλάδα, όπου τα καλοκαίρια είναι ξηρά, η πρώτη βροχή το φθινόπωρο σηματοδοτούσε το τέλος του καλοκαιριού και την έναρξη της νέας εποχής. Ένα γλυκόπικρο συναίσθημα, επειδή έπρεπε να αποδεχτώ ότι οι διακοπές είχαν τελειώσει- αλλά και μια νέα αρχή, γεμάτη όνειρα και στόχους που έπρεπε να πετύχω καθ’ όλη τη διάρκεια της χρονιάς που ερχόταν”.
Αυτή τη γλυκόπικρη νοσταλγία και ανυπομονησία θα διακρίνεις από το πρώτο κιόλας τραγούδι του δίσκου, το ομώνυμο Petrichor. Εκεί που νομίζεις ότι ακούς τις στάλες της βροχής να χτυπούν στο παράθυρό σου και αναρωτιέσαι πώς γίνεται να ζωντανεύει την όμορφη αυτή μελαγχολία που νιώθεις στο άκουσμα της βροχής, ξαφνικά ο ρυθμός γίνεται πιο παιχνιδιάρικος. Όταν μάλιστα συνειδητοποιείς ότι στον δίσκο δεν χρησιμοποιήθηκαν κρουστά και αυτός ο πολυδιάστατος, αλλά και τρυφερός ήχος προέρχεται μονάχα από την τρομπέτα του Πολυζωγόπουλου, το κοντραμπάσο του Πέτρου Κλαμπάνη και το πιάνο του Wajdi Riahi δεν γίνεται παρά να εντυπωσιαστείς ακόμα περισσότερο.
Στις εννέα πρωτότυπες συνθέσεις του δίσκου, βλέπουμε το – άνευ ντράμερ – trio να παραδίδει με πραγματική μαεστρία έναν ολοκληρωμένο ήχο, με δυναμικές αλλά και τρυφερές στιγμές. Από αυτές τις πιο τρυφερές στιγμές του δίσκου, για εμένα ξεχωρίζει το “Coldest Summer”. Όπως εξηγεί ο Έλληνας τρομπετίστας, πρόκειται για έναν ύμνο “για τους πρόσφυγες που πεθαίνουν στο Αιγαίο κάθε καλοκαίρι”. Στο ατμοσφαιρικό αυτό κομμάτι, το μελαγχολικό “σφύριγμα” του Riahi δεν γίνεται να μην σε στοιχειώσει – θα πιάσεις τον εαυτό σου να το σκέφτεται μέρες μετά.
Μεγαλωμένος στο Σαμικό Ηλείας και έχοντας ταξιδέψει με τη μουσική του σε πολλές γωνιές του κόσμου, όπως το Παρίσι και το Βέλγιο, ο Πολυζωγόπουλος μάς ταξιδεύει σε μέρη γνώριμα σε εκείνον – από τη λίμνη Καϊάφα, μέχρι το Petit Sablon των Βρυξελλών, την Times Square, την Κοπεγχάγη. Κάθε ένα κομμάτι συνοδεύεται και από ένα διαφορετικό συναίσθημα, τη μελαγχολία, τον δυναμισμό, τη νοσταλγία, την ανεμελιά, τον ενθουσιασμό.
Αν εκτίμησα κάτι, έχοντας ακούσει ξανά και ξανά τα εννέα αυτά απολαυστικά κομμάτια αυτού του δίσκου – χωρίς skips – αυτό είναι ότι δεν χρειάζεται να είσαι “εκπαιδευμένος” jazz ακροατής για να απολαύσεις αυτή τη δουλειά. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια σου και να αφήσεις τις μελωδίες του πολύ έμπειρου αυτού trio να σε ταξιδέψουν.
Δεκαέξι χρόνια έχουν περάσει από το ντεμπούτο του, “Perfumed Dreams” και από τότε ο Πολυζωγόπουλος μάς έχει χαρίσει πολλές αξιοθαύμαστες συνθέσεις, είτε σε προσωπικές δουλειές του, είτε για λογαριασμό άλλων μουσικών. Στον πέμπτο προσωπικό του δίσκο, ο τρομπετίστας και συνθέτης – με τους Πέτρο Κλαμπάνη και Wajdi Riahi στο πλευρό του – παραδίδει μια από τις πιο ενδιαφέρουσες δουλειές του μέχρι τώρα.
Όπως σημειώνει και ο τρομπετίστας Erik Truffaz σε σημειώσεις του στο CD (με τη μορφή προσωπικής επιστολής), η μουσική του Πολυζωγόπουλου “τιμά την σιωπή και δημιουργεί όνειρα” – κάτι πολύ πολύτιμο για την εποχή μας. Σε αυτο το “όνειρο” συμβάλλουν φυσικά και οι τρεις καταξιωμένοι μουσικοί, που κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν από τους πιο όμορφους ελληνικούς jazz δίσκους της περασμένης χρονιάς, αποδεικνύοντας ότι η ελληνική jazz σκηνή είναι στην καλύτερη της φάση.