Σχεδόν έξι χρόνια δύσκολης προεργασίας και αναζήτησης χρηματοδότησης χρειάστηκε η ομάδα του Animal, μέχρι να καταφέρει να ξεκινήσει γυρίσματα σε Κρήτη (Μάλια και Χερσόνησο) και Αττική. Η ενασχόληση με τον κινηματογράφο στη χώρα μας φαντάζει σχεδόν ηρωική, λέω στην σκηνοθέτιδα της ταινίας, Σοφία Εξάρχου, η οποία εδώ και 18 χρόνια εργάζεται σε αυτό το χώρο. «Ή είμαστε ημίτρελοι», απαντά με ένα μειδίαμα. Κι έχει δίκιο, αν σκεφτούμε πόσα εμπόδια είχε να υπερνικήσει αυτή η παραγωγή, η οποία έφτασε κοντά στο να μην πραγματοποιηθεί, όπως τόσες άλλες ελληνικές παραγωγές. Όταν τελικά υλοποιήθηκε μετά κόπων και βασάνων, όπως περιγράφουν πιο κάτω κι οι δύο παραγωγοί της ταινίας (Μαρία Δρανδάκη, Μαρία Κοντογιάννη), έγινε η πρώτη ελληνική ταινία εδώ και 30 χρόνια που κατέκτησε τον Χρυσό Αλέξανδρο στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ ξεκίνησε την πορεία της με παγκόσμια πρεμιέρα στο Λοκάρνο, όπου η πρωταγωνίστρια Δήμητρα Βλαγκοπούλου τιμήθηκε με το βραβείο ερμηνείας.
Το Animal, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Σοφίας Εξάρχου – είχε προηγηθεί το «Park» (2017), μοιάζει να τραβάει την κουρτίνα και να μας βάζει στα παρασκήνια του ελληνικού καλοκαιριού, στις πιο σκοτεινές, ή γλυκόπικρες πτυχές του. «Στο μυαλό μας όλοι έχουμε το καλοκαίρι και τις διακοπές με θετικό πρόσημο. Στο Animal, είναι σαν να φέρνουμε τον θεατή σε σύγκρουση με αυτή τη συνθήκη», λέει η σκηνοθέτιδα.
Η υπόθεση διαδραματίζεται σε ένα all-inclusive ξενοδοχείο στην ελληνική ύπαιθρο, όπου οι ανιματέρ που δουλεύουν εκεί προετοιμάζονται για την τουριστική σεζόν. Κεντρική ηρωίδα η Κάλια (Δήμητρα Βλαγκοπούλου), η οποία είναι η αρχηγός της ομάδας. Καθώς το καλοκαίρι κορυφώνεται και η πίεση αυξάνεται, οι νύχτες τους γίνονται βίαιες και ο αγώνας της Κάλιας αποκαλύπτεται στο σκοτάδι. Αλλά όταν ανάψουν ξανά τα φώτα, το σόου θα πρέπει να συνεχιστεί.
Την ημέρα που συναντηθήκαμε με την Σοφία Εξάρχου, είχε μόλις επιστρέψει από το Παρίσι, όπου βρέθηκε με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας (17/1), για τις ανάγκες της προώθησής της, έχοντας λάβει πολύ θετικές κριτικές από τον γαλλικό τύπο. «Εύχομαι να παιχτεί σε αρκετές χώρες στο εξωτερικό», μου λέει. Ειδικά εκεί όπου το ελληνικό καλοκαίρι έχει συνδεθεί με άλλες εικόνες σκέφτομαι, όμως με προλαβαίνει. «Και έξω έχουν το επάγγελμα των ανιματέρς, ιδίως σε χειμερινά all-inclusive resorts, δεν τους είναι κάτι παντελώς άγνωστο. Όσοι στην Ελλάδα δεν γνωρίζουμε αυτά τα επαγγέλματα, δεν κάνουμε τέτοιου είδους διακοπές σε ξενοδοχεία που απευθύνονται κυρίως σε ξένους.» Η ίδια γνώριζε το επάγγελμα των ανιματέρ, αλλά όταν αποφάσισε να μιλήσει για αυτό μέσω της ταινίας, έκανε μεγάλη έρευνα τόσο σε ελληνικά ξενοδοχεία, όσο και παρακολουθώντας show που είναι αναρτημένα στο YouTube.
Σοφία Εξάρχου: Είναι μια καπιταλιστική μηχανή το all-inclusive ξενοδοχείο
«Όταν αποφάσισα ότι στο Animal θα μιλήσω για την εργασία και τον τουρισμό, εστίασα στους entertainers γιατί είναι ένα θέμα που με ενδιαφέρει: η ιδέα της διασκέδασης στον καπιταλισμό, πώς την προσφέρουμε, η ευκολία της, το στερεοτυπικό χιούμορ, ο τρόπος που παρουσιάζεται η γυναίκα. Το ενδιαφέρον μου στην ταινία είναι το θέμα της εργασίας μέσα από ένα σύστημα το οποίο όμως πιστεύω ότι λειτουργεί αλληγορικά. Αυτό που κάνουν οι ανιματέρς που πρέπει κάθε μέρα να δίνουν τόση ενέργεια, τόσες ώρες, να φοράνε ένα κοστουμάκι και να γελάνε σαν κλόουν στους τουρίστες, δε διαφέρει πολύ από αυτό που κάνουμε όλοι κάθε μέρα. Είναι μια καπιταλιστική μηχανή το all-inclusive ξενοδοχείο, είναι ωραίο περιβάλλον για να αναπτύξεις μια ιστορία.»
Κεντρικός χαρακτήρας: ΚάλιαΚεντρικό πρόσωπο στην αφήγηση αυτής της ιστορίας, είναι η Κάλια, την οποία υποδύεται η Δήμητρα Βλαγκοπούλου με τρόπο τόσο ρεαλιστικό, που δεν παίρνεις τα μάτια από πάνω της. Για την Σοφία Εξάρχου που εμπνεύστηκε αυτή την ηρωίδα, «η Κάλια είναι μια γυναίκα που εργάζεται πολλά χρόνια σε αυτό το περιβάλλον, το ξέρει πολύ καλά. Η προσωπικότητά της έχει βουλιάξει, μπλέκεται πλέον με τους ρόλους που παίζει, κάτι που συμβαίνει σε όλους μας, απλώς εδώ οι περσόνες της και το πώς την προσλαμβάνει ο κόσμος σε σχέση με το χιούμορ ή τη σεξουαλικότητα έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό που ήθελα τελικά να κάνω ήταν να αναπαραστήσω μια γυναίκα πολυδιάστατη, πολύπλοκη, γι’ αυτό γεννήθηκαν και οι άλλοι δύο γυναικείοι χαρακτήρες, σαν να μη μου έφτανε η Κάλια για να μιλήσω για μια γυναίκα στο σήμερα.»
Δήμητρα Βλαγκοπούλου: Φοράμε το προσωπείο της χαράς γιατί πιστεύουμε ότι θα μας προστατεύσει, τις περισσότερες φορές όμως μας επιβάλλεται
Για την ηθοποιό Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που ενσαρκώνει την Κάλια, «η δουλειά του ανιματέρ, ενώ χρησιμοποιεί κάποια κοινά εργαλεία με τον ηθοποιό και τον χορευτή/performer, συγχρόνως διαφέρει και πυρηνικά, αφού έχει ως μοναδικό στόχο να προσφέρει διασκέδαση. Η έκθεση μπροστά στο κοινό όμως, αποτελεί έναν κοινό τόπο. Απαιτεί πάντα μια υπέρβαση της σωματικής, ψυχολογικής ή συναισθηματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεσαι. Αυτή είναι μια εμπειρία που έχω και η ίδια, έχει χρειαστεί να υπερβώ δηλαδή με κάποιον τρόπο τον εαυτό μου. Όμως η διαφορά είναι ότι έχω άλλο κίνητρο και άλλον στόχο στη δουλειά μου, που με εμπνέει να κάνω κάθε βράδυ αυτήν την υπέρβαση. Ενώ η Κάλια, ως ανιματέρ τόσα χρόνια, όχι. Γι’ αυτό και κάθε μια τέτοια υπέρβαση που κάνει την φθείρει, την καταστρέφει. Τίποτα δεν επιστρέφει πίσω σ αυτήν. Περισσότερο αυτή η διαφορά με βοήθησε στην κατανόησή της. Και φυσικά ότι αυτό το προσωπείο της χαράς, πίσω απ’ το οποίο κρύβεται συχνά τόσος πόνος, το φοράμε πολλές φορές οι άνθρωποι άλλοτε γιατί πιστεύουμε ότι θα μας προστατεύσει, τις περισσότερες φορές όμως γιατί μας επιβάλλεται. Και αυτές οι συνδέσεις και τα προσωπικά τους αντικρίσματα με βοήθησαν πολύ για να καταλάβω, να δικαιολογήσω και να ζωντανέψω αυτόν τον χαρακτήρα.»
Στο χτίσιμο της καθηλωτικής ερμηνείας της Δήμητρας Βλαγκοπούλου, συνέβαλε και το γεγονός πως «έχουμε πολύ κοινό τρόπο σκέψης και εργασίας με την Δήμητρα», όπως αναφέρει η Σοφία Εξάρχου. «Το να φτιάξεις έναν χαρακτήρα είναι προϊόν μιας πορείας σύνθεσης, ήξερα ότι η Δήμητρα είναι σοβαρή συνοδοιπόρος, μιας και έχουμε ξαναδουλέψει μαζί. Το ιστορικό της ως γυναίκα που έχει περάσει από τον αθλητισμό (έκανε πρωταθλητισμό στη ρυθμική) και από τον χορό, έχει τελειώσει την Κρατική Σχολή Χορού και στη συνέχεια το Εθνικό Θέατρο, ήξερα ότι της δίνει πολύ βιωματικό υλικό, πέρα από την τεχνική. Αντιλαμβάνεται πολύ καλά τι σημαίνει καταπόνηση του γυναικείου σώματος. Κάναμε αυτοσχεδιασμούς ακόμη και σε σκηνές που δεν υπήρχαν στην ταινία, ώστε να γίνει η μεταμόρφωση της Δήμητρας στην Κάλια, που είναι μια πολύ πιο εξωστρεφής, δυναμική ηρωίδα, με σκληρό περπάτημα, από ό,τι εκείνη. Τη χτίσαμε πόντο πόντο.»
Γυναικεία υπόθεση το AnimalΑξιοσημείωτο είναι ότι πρόκειται για μια ταινία με γυναίκες στο τιμόνι της, κάτι το οποίο σχολιάζει και η παραγωγός Μαρία Κοντογιάννη, για την οποία το Animal «υπήρξε η πρώτη μου παραγωγή όπου τα ηνία των Heads of Departments κατείχαν κυρίως γυναίκες (σκηνοθεσία-συγγραφή, παραγωγοί, φωτογράφος, διεύθυνση παραγωγής, σκηνογραφία, make up, κ.ά) και… εθίστηκα!»
Για την Σοφία Εξάρχου δεν ήταν η πρώτη φορά όπου μεγάλο μέρος του συνεργείου ήταν γυναικείο, κάτι αντίστοιχο είχε συμβεί και στην πρώτη της ταινία «αλλά οι βασικοί μου πρωταγωνιστές τότε ήταν αγόρια, που υπηρετούσαν πολύ ωραία όσα ήθελα να πω με το συγκεκριμένο σενάριο. Στο Animal είχα την ανάγκη να μιλήσω για μια γυναίκα στο σήμερα, αλλά και το συγκεκριμένο εργασιακό περιβάλλον με ενέπνεε πάρα πολύ να έχει μια γυναίκα στο επίκεντρο. Όταν άρχισα να πηγαίνω στα ξενοδοχεία και να παρατηρώ τους χαρακτήρες που υποδύονταν οι γυναίκες, τον τρόπο που ήταν ντυμένες, το πώς υπάρχει μια επίφαση χιούμορ κι ελαφρότητας, αλλά στην πραγματικότητα είναι ημίγυμνα αγόρια και κορίτσια τα οποία παρουσιάζονται μπροστά σε ενήλικες, μεσήλικες ή υπερήλικες τουρίστες, είδα ότι υπάρχει ένα πολύ έντονο voyeurism και άρα τι σημαίνει εκμετάλλευση της γυναίκας και του γυναικείου σώματος, τι σημαίνει καταπόνηση αυτού, πώς η γυναίκα αντιλαμβάνεται τον εαυτό της, πώς έχει αλλάξει τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό της και τη σεξουαλικότητά της. Αυτό με ενδιέφερε ιδιαίτερα.»
Η κινηματογράφηση της Σοφίας Εξάρχου έχει τόσο ρεαλιστικά στοιχεία, που συχνά μοιάζει να παρακολουθείς ντοκιμαντέρ. Όταν της το επισημαίνω, μου λέει πως έχει δημιουργήσει «ένα κάπως ψεύτικο σύμπαν με στοιχεία που παραπέμπουν στην πραγματικότητα, ενώ έγιναν πολύμηνες πρόβες τόσο για τις χορογραφίες των show, όσο και για τις υπόλοιπες σκηνές». Δούλεψε όμως και με αυτοσχεδιασμό, «ώστε οι ηθοποιοί να αναπτύξουν τους χαρακτήρες τους, αλλά και να γνωριστούν μεταξύ τους, αφού σε αυτή την ταινία οι ήρωες φέρονται σχεδόν σαν οικογένεια, άρα χρειαζόταν δουλειά στην πρόβα ώστε να βγουν αυτές οι δυναμικές στη λεπτομέρειά τους. Κάθε μέρα μετά την πρόβα, μελετούσα σπίτι μου, επέλεγα ατάκες που προέκυψαν στην πρόβα και μου άρεσαν και σιγά σιγά το χτίζαμε. Το τελικό σενάριο ήταν πολύ συγκεκριμένο, κατά τη διάρκεια του γυρίσματος δεν υπήρχε αυτοσχεδιασμός. Απλώς όλα είχαν προέλθει μετά από μεγάλη ζύμωση κατά τη διάρκεια των προβών, ενώ και η κάμερα στο χέρι, αλλά και η δουλειά που κάναμε στον ήχο συμβάλουν στη ρεαλιστική συνθήκη της ταινίας.»
Για το θέμα της ρεαλιστικής απόδοσης της Κάλιας, η Δήμητρα Βλαγκοπούλου ήταν ήδη προετοιμασμένη. «Έχοντας παίξει και στο «Ρark» της Σοφίας Εξάρχου, ήξερα ότι στόχος μας είναι να αποδοθούν όσο πιο ρεαλιστικά οι χαρακτήρες και ότι αυτή θα είναι κι εδώ η κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας. Οπότε από την πρώτη κιόλας ανάγνωση μοιραία άρχισα να φαντάζομαι την Κάλια με τέτοιους όρους. Οι πολύμηνες πρόβες ήταν πολύτιμες για μια τέτοια προσέγγιση. Είχαμε όλο τον χρόνο να ερευνήσουμε το υλικό του χαρακτήρα και να δοκιμάσουμε τα όριά του μέσα από πολλούς ελεύθερους αυτοσχεδιασμούς που σταδιακά γίνονταν πιο στοχευμένοι για να εξυπηρετήσουν την πρόθεση της κάθε σκηνής. Ο χρόνος εμπλοκής μέσω των προβών επέτρεψε να ωριμάσει όλο αυτό το υλικό και να αποκτήσει την απαραίτητη συνθετότητα μ’ έναν τρόπο οργανικό και πολύ προσωπικό. Ταυτόχρονα, έφερε ένα ισχυρό δέσιμο όλης ομάδας που τροφοδοτούσε αβίαστα με την αλήθεια του, την επικοινωνία και τις σχέσεις που έπρεπε να δομήσουμε. Φτάνοντας στα γυρίσματα είχα απόλυτη σιγουριά για το ποια είναι αυτή η γυναίκα, πώς σκέφτεται, πώς κινείται και αναπνέει σε κάθε σκηνή. Δεν είχα πια παρά να τα ξεχάσω όλα και να αφεθώ στο να γεννηθούν, σαν να είναι η πρώτη φορά, για να φέρουν αυτό το ρεαλιστικό αποτύπωμα.»
Για να πραγματοποιηθεί η ταινία, με τον τρόπο που επιθυμούσε η Σοφία Εξάρχου, έπρεπε να αντιμετωπιστούν πολλές δυσκολίες. «Το Animal είναι μια αρκετά ακριβή ταινία για ελληνικά δεδομένα», λέει η σκηνοθέτιδα, «οπότε γνωρίζαμε εξ αρχής ότι όλη η πορεία της ανάπτυξης και χρηματοδότησης θα κρατήσει καιρό, συνεπώς και οι δύο παραγωγοί ήταν πολύ σημαντικές συνεργάτιδες.»
Για την παραγωγό Μαρία Κοντογιάννη, «τo Αnimal ήταν ένα ακριβό και απαιτητικό ταξίδι από το 2019. Υπήρξε η πρώτη συμπαραγωγή ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αυστρία, ενώ η χρηματοδότηση ολοκληρώθηκε με πόρους από την Βουλγαρία, την Κύπρο και την Ρουμανία.» Σχετικά με τη μεγαλύτερη δυσκολία που είχαν να αντιμετωπίσουν ως παραγωγοί, αυτή «ήταν σε επίπεδο συνεργασίας με παραγωγό ξένης χώρας, όπου δυστυχώς η πίεση χρόνου μας έκανε να παραβλέψουμε σημάδια αφερεγγυότητας. Η συνεργασία αυτή υπήρξε μέχρι τέλους το μεγαλύτερο και σοβαρότερο πρόβλημα που έφερε την παραγωγή, αλλά και το νευρικό μας σύστημα, στο χείλος του γκρεμού. Η πίεση υπήρξε αφόρητη και χρειάστηκε άπειρη ψυχραιμία στη διαχείριση κρίσης. Ηθικό δίδαγμα; Κανένα συμβόλαιο δε σε προστατεύει από κακόβουλες συνεργασίες, γι’ αυτό ψάξ’ το 100 φορές πριν. Να εμπιστεύεσαι πάντα το ένστικτό σου!»
Αντίστοιχα, για την παραγωγό Μαρία Δρανδάκη «υπήρξαν αρκετές προκλήσεις σε όλη την πορεία, από τη χρηματοδότηση έως την ολοκλήρωσή της ταινίας, και οφείλονταν τόσο σε εξωγενείς παράγοντες, όσο και στην ίδια τη φύση του Αnimal που είναι μια περίπλοκη ταινία στην κατασκευή της (απαιτητικά γυρίσματα, ανάγκη συμμετοχής και διαχείρισης πολλών ανθρώπων, δικαιώματα μουσικής, περίπλοκο post production κλπ). Ωστόσο, το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν όταν στην τελική ευθεία της προετοιμασίας πριν από το γύρισμα ένας κακόπιστος συμπαραγωγός μπλόκαρε όλη τη διαδικασία υπογραφής των συμβολαίων και αναγκαστήκαμε να παγώσουμε τις εργασίες ενάμισι μήνα πριν από την έναρξη των γυρισμάτων με κίνδυνο να ακυρωθεί όλη η ταινία. Ήταν κυριολεκτικά ένα θρίλερ που δοκίμασε τις αντοχές όλων μας!»
Σχετικά με την εμπειρία παραγωγής του Animal, η Μαρία Δρανδάκη αναφέρει πως «το Animal υπήρξε ένα μεγάλο σχολείο για τις ανθρώπινες και επαγγελματικές σχέσεις, τον κίνδυνο του να είσαι δημιουργός και παραγωγός και δη στην Ελλάδα, για την αλληλεγγύη, τη δημιουργική συνεύρεση, την κακία, την ανοησία, τον πόνο και την αποδοχή της ήττας, αλλά και την κάθαρση που πρόσφερε κάθε μικρή ή μεγάλη νίκη. Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευγνώμων για τις άπειρες δυσκολίες που έπρεπε να αντιμετωπίσω, αλλά είμαι πολύ περήφανη για την ομάδα της ταινίας και για την ίδια την ταινία από κάθε άποψη.»
Κινηματογράφος στην ΕλλάδαΓια την Σοφία Εξάρχου «το πρόβλημα είναι ότι το πλαίσιο στην Ελλάδα είναι τελείως ασταθές. Ανά πάσα στιγμή μπορεί όλα να ανατραπούν. Δεν νιώθεις ότι ζεις σε μια χώρα που υπάρχει ενδιαφέρον για τον πολιτισμό και για το σινεμά, μια δύσκολη τέχνη που απαιτεί αρκετά χρήματα για να υλοποιηθεί». Σε ένα τόσο δύσκολο πεδίο, δεν μπορείς παρά να σκεφτείς πως είναι σχεδόν αξιοθαύμαστο το ότι το Animal πραγματοποιήθηκε κι όχι μόνο αυτό, αλλά έγινε τόσο καλή δουλειά που έφτασε να κατακτά βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ.
Ταυτόχρονα, κυκλοφορεί στις αίθουσες σε μια ωραία συγκυρία για το σινεμά των Ελλήνων δημιουργών, σε μια χρονιά όπου η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα έσκισε στο box office, αλλά και η νέα ταινία του Γιώργου Λάνθιμου “Poor Things”, ο οποίος βέβαια δεν δημιουργεί πλέον ταινίες στη χώρα μας, σπάει κάθε ρεκόρ. «Το ελληνικό κοινό με μπερδεύει, είναι αρκετά δύσπιστο με τις ελληνικές ταινίες», σχολιάζει η Σοφία Εξάρχου, προσθέτοντας ότι «με το “Poor Things” του Λάνθιμου και την πορεία ενός σκηνοθέτη που εγώ τον σέβομαι πολύ κι ο οποίος με πολύ πάθος, δουλειά, συνέπεια, ταχύτητα, έχει κάνει όλα αυτά τα βήματα, κάπως τον αναγνωρίζουν ακόμα και οι πιο δύσπιστοι κι είναι ωραίο που πηγαίνει κόσμος στα σινεμά και που κόβει τόσα πολλά εισιτήρια».
Yes sir, I can boogieΓια το κλείσιμο, ρωτώ την Σοφία Εξάρχου για την επιλογή του τραγουδιού που διατρέχει την ταινία και μια από τις σημαντικότερες σκηνές της, το Yes sir, I can boogie, που κυκλοφόρησε τη δεκαετία του ’70 από το ντουέτο των Ισπανίδων Baccara. «Δεν ήταν εύκολη υπόθεση η επιλογή του κομματιού για τη στιγμή της κορύφωσης της ταινίας», μου λέει. «Αρχικά φοβόμουν ότι το Yes sir, I can boogie είναι πολύ προφανές, αλλά όταν είδα στις πρόβες πώς το ερμηνεύει η Δήμητρα, με κέρδισε αμέσως. Πολλοί σήμερα μου λένε ότι έβαλα ένα σκοτάδι στο κομμάτι αυτό. Αυτή η σκηνή όμως έχει κάτι γλυκόπικρο. Είναι μια σκηνή που έχει πόνο, αλλά έχει και μια συνειδητοποίηση, μια αποδοχή και κατανόηση της κατάστασης».
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 8 Φεβρουαρίου 2024 από την Weird Wave
Πρωταγωνιστούν: Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Φλομαρία Παπαδάκη, Αχιλλέας Χαρίσκος, Voodoo Jürgens, Χρόνης Μπαρμπαριάν, Ηλίας Χατζηγεωργίου, Δανάη Πετροπουλέα, Kristof, Ελπίδα Ορφανίδου, Ιωάννα Τουμπακάρη, Φαίη Τζούμα, Νώντας Δαμόπουλος, Βαγγέλης Ευαγγελινός.