Ομολογεί πως, αν μπορούσε να υποστηρίξει οικονομικά τους πολυπληθείς θιάσους της κωμωδίας και τις απαιτήσεις παραγωγής της, εκεί θα επανεφήυρε τον σκηνοθετικό εαυτό του. Μετά την εμπειρία του στον Ζωρζ Φεντώ και την super απολαυστική «Κυρία του Μαξίμ» – που είχε την ατυχία να συμπέσει με τα μακρά lockdowns της πανδημίας – ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιστρέφει στο Εθνικό Θέατρο στις 14 Φεβρουαρίου με μια συγγενική πρόταση: Τη φάρσα ηθών της «Προξενήτρας» – γνωστή και από την κινηματογραφική μεταφορά της με τον τίτλο «Hello Dolly» – που έμελλε να αναδειχθεί και στο δημοφιλέστερο έργο του Αμερικανού Θόρντον Ουάϊλντερ.
Γεύση από πρόβαΟ μηχανισμός της περιστρεφόμενης σκηνής στο Rex μπαίνει σε λειτουργία, η κινησιολόγος Σοφία Πάσχου δίνει το σύνθημα «go» καθώς ο Θωμάς Μοσχόπουλος επιβλέπει την πρόβα από την πλατεία. Σαν να έχει ανοίξει ένα μαγικό κουτί (το σκηνικό της Ευαγγελίας Θεριανού παραπέμπει σε κάτι τέτοιο), το πιάνο του Γιάννη Μαραμαθά ξεσπάει σε ρυθμό εύθυμου σαλούν και οι 13 ηθοποιοί της παράστασης – Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Σίμος Κακάλας, Ράνια Οικονομίδου, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Θανάσης Δήμου, Πάνος Παπαδόπουλος, Φώτης Στρατηγός, Θανάσης Ραφτόπουλος, Μελίνα Βαμπούλα, Άλκης Μπακογιάννης, Ιωάννης Μυστακίδης, Βιβή Φωτοπούλου, Γιάννης Σαμψαλάκης – εναλλάσσονται σε γρήγορους, χαρούμενους ρυθμούς. Άλλοτε δοκιμάζοντας καπέλα ή παραγγέλνοντας ακριβά πιάτα σε πολυτελή εστιατόρια, άλλοτε κάνοντας προτάσεις γάμου ή μουρμουρίζοντας για την ματαίωση των προσδοκιών της ζωής. Αλλά καθώς μιλάμε για καθαρόαιμη φάρσα ερωτικών ηθών και απανωτών παρεξηγήσεων, εμφανίζονται και δια μιας χάνονται πίσω από πόρτες.
Στην εκπνοή του 1937 εγκαινιάζεται η σκηνή του θεάτρου Rex και μερικούς μήνες αργότερα ανεβαίνει «Ο έμπορος του Γιόνκερς» του Θόρντον Ουάϊλντερ, ο προπομπός της «Προξενήτρας». Συνομίληκα, ένα θέατρο κι ένα έργο, συναντώνται 86 χρόνια αργότερα – μια σύμπτωση που δεν περνάει απαρατήρητη από την έρευνα του Θωμά Μοσχόπουλου, ο οποίος και το σκηνοθετεί. Τέσσερα χρόνια μετά, τον σπαρταριστό θρίαμβο της «Κυρίας του Μαξίμ» – και πάλι για το Εθνικό Θέατρο – ο Μοσχόπουλος αναζητούσε ένα ευφρόσυνο μεταφαρσικό υλικό. «Μου αρέσει πολύ το είδος αυτό» παραδέχεται, «είναι ένα καθαρόαιμο ανεπιτήδευτο θέατρο, υποβόσκει εντός του ένας υπαρξισμός, ένας φιλοσοφικός παραλογισμός· σχετίζεται άμεσα με το θέμα της ταυτότητας».
Βέβαια, στη περίπτωση του Ουάϊλντερ, η κριτική της εποχής του διαφωνούσε. Κατηγορούσε τον συγγραφέα για ένα κείμενο χωρίς βάθος που αγνοούσε τη συνθήκη της εποχής στην οποία γράφτηκε: Στον απόηχο του Μεγάλου Κραχ και πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Πράγματι, στην «Προξενήτρα» ο Ουάϊλντερ γυρίζει το χρόνο στην Αμερική του 19ου αιώνα – σε μια χώρα υπό ανοικοδόμηση δηλαδή – όπου η επιδέξια προξενήτρα Ντόλυ Λεβί αναζητά την ιδανική νύφη για να αποκαταστήσει τον δύστροπο ευκατάστατο έμπορο Οράτιο Βάντεργκέλντερ. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της, η Ντόλυ έχει αποφασίσει να βοηθήσει και την ανιψιά του Οράτιου, Ερμενεγάρδη προκειμένου να παντρευτεί τον εκλεκτό της καρδιάς της, περιπλέκοντας την κατάσταση.
Θωμάς Μοσχόπουλος: Η φάρσα είναι ένα καθαρόαιμο ανεπιτήδευτο θέατρο, υποβόσκει εντός του ένας υπαρξισμός, ένας φιλοσοφικός παραλογισμός
Παρεξηγήσεις, μεταμφιέσεις, αθώες συνωμοσίες και ανατροπές τηρούν ρητά τον κώδικα του είδους. Ωστόσο, ακόμα και η δεύτερη εκδοχή του έργου που ανέβηκε στο Broadway το 1955, είχε απολίτικη επιφάνεια: Άφηνε στην άκρη τα σκοτεινά γεγονότα της εποχής, που ορίζονταν από την εκστρατεία του Μακαρθισμού. Από την άλλη, ο Ουάιλντερ είχε ταχθεί στην υπηρεσία ενός θεάτρου αθώου άρα και ανθεκτικού, ειδικά εν μέσω κοινωνικο-πολιτικών κρίσεων και αναβρασμών. Του αποδόθηκε δε, από μεταγενέστερους μελετητές, μια μακρά συγγένεια με τον Μπρεχτ, με την έννοια ότι το θέατρο υμνεί όσα μας ενώνουν. «Με συγκινεί πολύ που, σε εποχές πόλωσης, κάποιοι προτάσσουν τα ψυχικά κοινά των ανθρώπων κι όχι τις διαφορές τους» συμφωνεί ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Έτσι κι εδώ ο Ουάϊλντερ μιλάει για τη μοναξιά που ταλαιπωρεί τους ανθρώπους. Εξάλλου, ο τρόπος γραφής του σηματοδοτεί μια ανθρωπιστική τομή στο είδος της φάρσας. Οι χαρακτήρες του έργου, ενίοτε σταματούν τη δράση και απευθύνονται μετωπικά προς το κοινό· γίνονται, δηλαδή, ψυχικά τρισδιάστατοι, κι αυτό στην εποχή του είναι μια θεατρική πρωτοπορία».
Ράνια Οικονομίδου: Μας λείπει το ευφρόσυνο και το ευχάριστο. Χρειαζόμαστε κάτι που δεν θα μας βυθίσει στον καθημερινό προβληματισμό, πήξαμε από προβλήματα
Οι πρωταγωνιστές του καταφάσκουν: Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη (από τον πρωταγωνιστικό ρόλο) κατανοεί την πρόθεση του συγγραφέα να προτείνει μια ζωή με κάποιες απολαύσεις. «Είναι ένας τρόπος για να μην είμαστε καταστροφικοί, οπότε ας ζήσουμε με ηδονές. Αυτό μας λέει ο συγγραφέας: Όχι πηγαίνοντας στα άκρα, αλλά με αγάπη, αγκαλιά, κάποια χρήματα. Ακούγεται μετριοπαθές μα αυτή είναι μέσες – άκρες η ζωή μας», σημειώνει· ενώ ο Σίμος Κακάλας, από το ρόλο του πλούσιου εμπόρου, εξηγεί πως ο Ουάϊλντερ θεωρεί «παρηγορητική την καθημερινότητα για τους ανθρώπους. Είναι οπαδός μιας κάποιας ασφάλειας. Γι’ αυτό και στο έργο διακρίνεται μια γλυκόπικρη αίσθηση, μια κρυμμένη μελαγχολία».
Την ίδια ώρα, οι ηθοποιοί της «Προξενήτρας» υπερασπίζονται και τον κόσμο της φάρσας. Η έμπειρη στο δραματικό ρεπερτόριο, Ράνια Οικονομίδου προσεγγίζει με σεβασμό την κωμωδία ως μια συνθήκη που το σημερινό κοινό έχει ανάγκη. «Μας λείπει το ευφρόσυνο και το ευχάριστο. Χρειαζόμαστε κάτι που δεν θα μας βυθίσει στον καθημερινό προβληματισμό, πήξαμε από προβλήματα» τονίζει. Συνηγορεί και η Ευδοκία Ρουμελιώτη που στέκεται με συμπάθεια «στον ρομαντισμό των κειμένων που φέρνουν την πατίνα του παλιού, κάτι που ολοένα χάνεται». Ακόμα και ο Σίμος Κακάλας που παραδέχεται πως είχε συνδέσει το είδος με τα στερεότυπα του, σταδιακά διαψεύστηκε. «Όσο μπαίνεις μέσα στον κόσμο του, τόσο το εκτιμάς. Οι κατασκευαστικές του αρετές του δίνουν νόημα, είναι ένα καλογραμμένο κείμενο με έντονη προφορικότητα κι ένα καλό έργο μπορεί να είναι πάντα παρόν».
Η σκηνοθεσίαΜε τις αρχές του θεάτρου εν θεάτρω, ο Θωμάς Μοσχόπουλος προσεγγίζει σκηνοθετικά την «Προξενήτρα». Όχι μόνο επειδή η δομή του έργου του δίνει αυτό το επιχείρημα αλλά, γιατί όπως λέει, τον ενδιαφέρει ένας διάλογος μεταξύ δύο κόσμων.
«Δουλεύουμε με μια μέθοδο σαν το σύγχρονο θέατρο να επιτίθεται στο παλιό και να λεηλατεί τα πολύτιμα του στοιχεία. Η σκηνοθεσία, δηλαδή, αντλεί από την έννοια της αναπαλαίωσης, της αναδόμησης – χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν σέβομαι τους κώδικες του είδους. Απεναντίας, υπάρχουν εδώ όλες σταθερές δομές του».
Χωρίς τους ηθοποιούς δεν θα μπορούσε να φανταστεί τους ρόλους. Αυτός είναι ο κανόνας του Θωμά Μοσχόπουλου ειδικά στην περιοχή της φάρσας όπου θεωρεί πως η διανομή είναι πρωταρχικής σημασίας. Συνεργάζεται, λοιπόν, με ηθοποιούς με τους οποίους έχει ξανασυναντηθεί σε κωμικό περιβάλλον (Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Θανάση Δήμου) ηθοποιούς που έχει ξανασκηνοθετήσει (Σίμο Κακάλα, Φώτη Στρατηγό) και φυσικά δοκιμασμένους στην κωμωδία (Πάνο Παπαδόπουλο, Θανάση Ραφτόπουλο). Εξαίρεση αποτελεί η σπουδαία Ράνια Οικονομίδου που, όπως λέει η ίδια, με το ρόλο της στην «Προξενήτρα» αποκαθίσταται, τρόπον τινά, η παρανόηση πολλών σκηνοθετών πως είναι δραματική ηθοποιός.
Σίμος Κακάλας: Οι κατασκευαστικές αρετές του έργου δίνουν νόημα, είναι ένα καλογραμμένο κείμενο με έντονη προφορικότητα κι ένα καλό έργο μπορεί να είναι πάντα παρόν
Όλοι τους, σε αντίθεση με τους τυπικούς ήρωες που συναντά κανείς στις φάρσες, υποδύονται πρόσωπα «πιο γήινα και αληθινά. Σε αγγίζουν, με έναν τρόπο» παρατηρεί ο Σίμος Κακάλας, που υποδύεται τον στριφνό και εσωστρεφή Οράτιο. Μαζί με την Ντόλυ της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, την Αϊρίν της Ευδοκίας Ρουμελιώτη και τη Φλώρα της Ράνιας Οικονομίδου ερμηνεύουν τους πιο μοναχικούς και ταλαιπωρημένους ήρωες της «Προξενήτρας».
Η Ντόλυ προτρέπει τους γύρω της να μην «φοβούνται τη μοναξιά», η Αϊριν δοκιμάζει την «κοινωνική της επανάσταση, ούσα έτοιμη να ζήσει όσα δεν έζησε μέχρι τώρα επειδή υπάκουγε σε πρέπει», ο Οράτιος μετανιώνει που «θυσίασε τη ζωή του δουλεύοντας και τώρα θυμήθηκε πως πρέπει να ζήσει» ενώ η Φλώρα μεσήλικη και ανύπαντρη «κάτι που φέρει βαρέως, στηρίζει με όλες τις δυνάμεις τον έρωτα δύο νέων παιδιών».
Γαλήνη Χατζηπασχάλη: Η κωμωδία μοιάζει με ένα παιχνίδι σε αλάνα. Είναι αβίαστο, δεν χρειάζεται να ματώσεις γι’ αυτό – γιατί δεν εμπλέκονται συναισθήματα – αλλά αντλείς μεγάλη ευχαρίστηση παίζοντας
«Είναι χαρακτήρες που έχουν διανύσει μια πορεία ζωής, που έχουν συμβιβαστεί και έχουν μια λιγότερο ιδεοληπτική σχέση με τα πράγματα» σημειώνει ο Θωμάς Μοσχόπουλος. «Δεν είναι τυχαίο πως στο έργο υπάρχει η παραδοχή πως ‘όλοι είμαστε ηλίθιοι’. Απλώς κάποιοι από εμάς είμαστε ηλίθιοι μαζί με κάποιον άλλο και οι άλλοι μόνοι».
Ασκημένοι λιγότερο ή περισσότερο στη φάρσα, οι πρωταγωνιστές της παράστασης λένε ομόφωνα πως πρόκειται για ένα είδος απλό, μα όχι απλοϊκό. «Απαιτεί φινέτσα, ποιότητα, λάμψη κι όλα αυτά τη σωστή στιγμή» παρατηρεί η Ράνια Οικονομίδου ενώ ο Σίμος Κακάλας εστιάζει στην τεχνική κατά την οποία «οι ηθοποιοί πρέπει να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για παιχνίδι». Ως μια από τις προβεβλημένες ηθοποιούς της γενιάς της στην κωμωδία, η Γαλήνη Χατζηπασχάλη θεωρεί πως «η κωμωδία μοιάζει με ένα παιχνίδι σε αλάνα. Είναι αβίαστο, δεν χρειάζεται να ματώσεις γι’ αυτό – γιατί δεν εμπλέκονται συναισθήματα – αλλά αντλείς μεγάλη ευχαρίστηση παίζοντας».
Η κινησιολογίαΣταθερή συνεργάτιδα του Θωμά Μοσχόπουλου, η κινησιολόγος και σκηνοθέτρια Σοφία Πάσχου αναλαμβάνει εδώ να τονώσει το περίβλημα της θεατρικής μαγείας που τυλίγει τη φάρσα.
«Ο ρυθμός, το σωστό τάιμινγκ είναι πολύ σημαντικά στοιχεία στην παράσταση και πάνω σε αυτά δουλεύουμε. Ωστόσο, είναι τόσο ρυθμικός και ο λόγος του Ουάϊλντερ οπότε αν παιχτεί σωστά, δεν μπορεί παρά να συμπαρασύρει και τα σώματα των ηθοποιών» εξηγεί. Γι’ αυτό και προτεραιότητα της είναι η διακριτική κίνηση – χωρίς να καπελώνει τη δράση και τους διαλόγους.
Η αισθητικήΦάρσα χωρίς πόρτες που διαρκώς ανοίγουν και κλείνουν γίνεται; Καθώς η απάντηση είθισται να είναι «όχι», η σκηνογράφος Ευαγγελία Θεριανού κατασκευάζει ένα υπερμέγεθες ξύλινο κουτί για ανεξάντλητα «μπες – βγες» στη σκηνή. Αν και αυτή είναι η κυρίαρχη σκηνογραφική ιδέα της παράστασης, τον τόνο τον δίνουν επί μέρους αισθητικές παρεμβάσεις που σχετίζονται με τον τόπο που διαδραματίζεται η πλοκή (Νέα Υόρκη), το χρόνο (αρχές 19ου αιώνα οπότε και η Νέα Υόρκη μετασχηματίζεται σε μεγαλούπολη) και την οικονομική συνθήκη (την εδραίωση του Καπιταλισμού στην Αμερική) αφού, όπως αναφέρεται στο κείμενο, το «χρήμα ρέει». Εξίσου υπερμεγέθη, λοιπόν, και τα δολάρια ως σκηνικά αντικείμενα ‘καδραρισμένα’ μέσα σε τοίχους που παραπέμπουν στις αποχρώσεις των κτηρίων του «Μεγάλου Μήλου». «Θέλαμε να δώσουμε την αίσθηση ότι κάτι γεννιέται τώρα, άρα μπορεί να εμπεριέχει και το λάθος της ζωής, οπότε εσκεμμένα δεν καλλωπίσαμε τον γύρω σκηνικό χώρο, αφήσαμε την αίσθηση του ημιτελούς».
“Η προξενήτρα” του Θόρντον Γουάλντερ κάνει πρεμιέρα στη σκηνή του θεάτρου Rex στο Εθνικό Θέατρο στις 14 Φεβρουαρίου.
Μετάφραση-Σκηνοθεσία: Θωμάς Μοσχόπουλος
Σκηνικά: Ευαγγελία Θεριανού
Κοστούμια: Κλαιρ Μπρέισγουελ
Επεξεργασία-διασκευή μουσικών κομματιών παράστασης: Γιάννης Μαραμαθάς
Κίνηση: Σοφία Πάσχου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Δραματολόγος παράστασης: Εύα Σαραγά
Βοηθός σκηνοθέτη: Γιώργος Παύλου
Παίζουν (αλφαβητικά) οι: Μελίνα Βαμπούλα, Θανάσης Δήμου, Σίμος Κακάλας, Άλκης Μπακογιάννης, Ιωάννης Μυστακίδης, Ράνια Οικονομίδου, Πάνος Παπαδόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Γιάννης Σαμψαλάκης, Φώτης Στρατηγός, Βιβή Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη
Μουσικός επί σκηνής: Γιάννης Μαραμαθάς (πιάνο)
Παραστάσεις: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη, Παρασκευή 20:30, Σάββατο 17:30 και 20:30, Κυριακή 19:00
Προπώληση εισιτηρίων: ticketservices.gr και στο 210.7234567 (με χρήση πιστωτικής-χρεωστικής κάρτας)