Μια φορά κι έναν καιρό υπήρξε “ένας φτωχός και μόνος καουμπόη”, που έγραφε μανιωδώς τραγούδια – τραγούδια σατιρικά, νοσταλγικά, αισιόδοξα, ειρωνικά, χιουμοριστικά, μα πάντα μελωδικά. Το όνομά αυτού, Λουκιανός Κηλαηδόνης και νομίζω ότι δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που να μην αναγνωρίζει τον γκριζομάλλη αιώνιο χίπη, με την χαρακτηριστική φωνή.
Όταν ο Λουκιανός έφυγε από τη ζωή, μια μέρα σαν σήμερα, στις 7 Φεβρουαρίου το 2017, είχε ήδη στις πλάτες του μια καριέρα 40 ετών. Μέχρι σήμερα, τα τραγούδια του έχουν μεγαλώσει ήδη τρεις γενιές: τη δική του γενιά, τα παιδιά της γενιάς αυτής και πλέον τα εγγόνια τους.
Οι νεότεροι μάλλον τον γνώρισαν από τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων μουσικόφιλων, αλλά και από τα τραγούδια του. Τι σημασία έχει, αν είχε γράψει κάτι πριν από 20,30,40 χρόνια; Σήμερα ακούγονται το ίδιο σύγχρονα, το ίδιο διασκεδαστικά, το ίδιο επίκαιρα. “Αρχίζει το ματς”, “Θα Κάτσω Σπίτι”, “Τα Θερινά Σινεμά”, “Τζιν τζιν τζιν” – και η λίστα με τα τραγούδια του που έχουν μείνει στην ιστορία, είναι πράγματι ατελείωτη.
Το καλοκαίρι, που βρέθηκα για πρώτη φορά στο Θέατρο Λυκαβηττού με αφορμή το αφιέρωμα “Σ’ ευχαριστώ Λουκιανέ” (που με πολλή αγάπη είχαν ετοιμάσει οι κόρες του, Μαρία και Γιασεμί Κηλαηδόνη, και οι φίλοι και συνεργάτες του) είδα αρχειακό υλικό από τις θρυλικές συναυλίες του και εκεί κατάλαβα γιατί ο Λουκιανός αποτελεί κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας,
Με αφορμή την ημέρα, θυμόμαστε μερικές από τις πιο όμορφες στιγμές της καριέρας του – στιγμές που είτε έζησες είτε όχι (τότε μάλλον αποτελούν ένα μικρό απωθημένο) σίγουρα θα σε κάνουν να χαμογελάσεις και θα σου θυμίσουν ακριβώς γιατί ο Λουκιανός δεν θα ξεχαστεί ποτέ.
Με μια γρήγορη ματιά στο βιογραφικό του Λουκιανού θα συνειδητοποιήσεις ότι πριν καν κλείσει τα 30 του, είχε συνεργαστεί με μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα της σύγχρονης μουσικής, από τη Βίκυ Μοσχολιού μέχρι τον Μανώλη Μητσιά, ενώ είχε κυκλοφορήσει ήδη δύο δίσκους και είχε γράψει μουσική για το Ελεύθερο Θέατρο, είχε μελοποιήσει Γκάτσο και πολλά ακόμη.
Ο δίσκος που τον καθιέρωσε όμως ήταν ο τρίτος του, ένα κόκκινο βινύλιο, με τίτλο “Τα Μικροαστικά”, ο οποίος κυκλοφόρησε το 1973, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και φυσικά λογοκρίθηκε από το καθεστώς. Σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη, τα τραγούδια αυτά σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά και έγιναν σύμβολο – και εννοείται ότι διακινούσαν παράνομα τον δίσκο, πολύ πριν καταφέρει να κυκλοφορήσει και επίσημα.
Η μουσική για το θέατρο και …”πάμε Μαέστρο!”Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του Λουκιανού Κηλαηδόνη, πρώτη φορά έγραψε μουσική για το θέατρο το 1970 για την παράσταση «Η Πόλη μας» της Κωστούλας Μητροπούλου, που ανέβηκε στο θέατρο «Πειραϊκό Λυρικό» σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Παπανικολάου από το «Χορόδραμα» της Ραλλούς Μάνου. Ερμηνευτής στην παράσταση, όπως και στον δίσκο, ο Μανώλης Μητσιάς. Από τότε έγραψε μουσική για δεκάδες ακόμα παραστάσεις – εγώ μέτρησα πάνω από 50 – με το Ελεύθερο Θέατρο να αποτελεί βασικό του συνεργάτη.
Το ”Ελεύθερο Θέατρο” που μετονομάστηκε ”Ελεύθερη Σκηνή”, είχε δημιουργηθεί μέσα στη δικτατορία από μια ομάδα νέων τότε ηθοποιών, που περιλάμβανε τον Σταμάτη Φασουλή, την Άννα Παναγιωτοπούλου, τον Κώστα Αρζόγλου, τον Γιώργο Σαμπάνη, την Υβόνη Μαλτέζου, την Σμαράγδα Σμυρναίου, τον Νίκο Σκυλοδήμο, τη Μίμη Χρυσομάλλη, την Νένα Μεντή, τον Σταύρο Μερμήγκη, και άλλους. Οι επιθεωρήσεις τους, που άλλαξαν τα δεδομένα στη θεατρική σκηνή της εποχής, γνώρισαν μεγάλη επιτυχία – εν μέρει χάρη στην μουσική του Λουκιανού. Πρώτη τους συνεργασία το 1973, με την επιθεώρηση “Και εσύ χτενίζεσαι”. Όλα τα τραγούδια που έγραψε ο Λουκιανός για τις επιθεωρήσεις συγκεντρώθηκαν το 1984 στον δίσκο “Πάμε Μαέστρο”, με αφορμή τον οποίο ακολούθησε μια συναυλία-υπερθέαμα – που αλλού; – στον Λυκαβηττό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Λουκιανός είχε γράψει μουσική και για τον κινηματογράφο – με τον αριστουργηματικό “Θίασο” του Αγγελόπουλου φυσικά να ξεχωρίζει.
Η πρώτη μεγάλη συναυλία στον Λυκαβηττό«Μες στα τόσα που ‘χω ζήσει, το ‘ζησα κι αυτό/ κι ήτανε κάτι μαγικό / ήταν απαλό σαν χάδι, ήτανε πολύ γλυκό / το βράδυ στο Λυκαβηττό», τραγουδούσε ο Λουκιανός στο άκρως βιωματικό «Τετάρτη 28 Ιουλίου», το τραγούδι που έγραψε για την πρώτη του “μεγάλη” συναυλία, η οποία πραγματοποιήθηκε στον Λυκαβηττό τον Ιούλιο του 1982, συγκεντρώνοντας 10.000 θεατές – με λίγους ακόμα χιλιάδες να μένουν αρχικά εκτός, σε ένα ασύλληπτο sold out.
“Το Ιούλιο του ’82, στην πρώτη μεγάλη συναυλία του Λουκιανού στον Λυκαβηττό, ήμουν δύο μηνών και η μητέρα μου η Άννα, που ήταν πάντα παρούσα και ενεργή στις συναυλίες του Λουκιανού, με είχε κάτω από τις κερκίδες, με θήλαζε και μετά έτρεχε να βοηθήσει στην οργάνωση” μάς είχε αφηγηθεί η Μαρία Κηλαηδόνη, με αφορμή το αφιέρωμα που παρουσιάστηκε φέτος στον Λυκαβηττό, 42 χρόνια μετά την ιστορική αυτή βραδιά. Όπως θα αποκάλυπτε και ο ίδιος ο Λουκιανός, αυτή η ιστορική συναυλία στον Λυκαβηττό υπήρξε η αφορμή για το πιο θρυλικό beach πάρτι που είχε δει ποτέ η Αθήνα, την επόμενη χρονιά στη Βουλιαγμένη.
Στις 25 Ιουλίου το 983 πραγματοποιήθηκε το πιο θρυλικό πάρτι της εποχής, το “Πάρτι στη Βουλιαγμένη”. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στη συναυλία παρευρέθηκαν πάνω από 70.000 άτομα (άλλοι ισχυρίζονται ότι ο αριθμός έφτασε και τις 100.000), με τους γύρω δρόμους να παραλύουν λόγω της προσέλευσης του κόσμου.
“Την Βουλιαγμένη την ήξερα, γιατί πηγαίναμε πιτσιρικάδες για μπάνιο. Η πλαζ του ΕΟΤ έχει την ίδια λογική με τις κερκίδες του Λυκαβηττού. Σχηματίζει ημικύκλιο. Και αντί για πάλκο είπα ότι θα βάλω μια πλωτή εξέδρα και εκεί θα γίνει η βραδιά. Ήταν σύνθετη βραδιά και οργανώθηκε από την Άννα Βαγενά και μένα. Έκλεισα τις μαντολινάδες, τις βάρκες, τους guests. Εκτός από μένα εκείνη την βραδιά τραγούδησε ο Σαββόπουλος, ο Γερμανός, η Μαργαρίτα Ζορμπαλά και στο τέλος είπα και δυο τραγούδια μαζί με τον Νταλάρα. Οι καλεσμένοι ήταν έκπληξη για τον κόσμο. Η βραδιά κράτησε μέχρι τις 2-3 το πρωί. Κάποιος κόσμος έφυγε, κάποιος κόσμος έμεινε στην αμμουδιά και κοιμήθηκε για να πάρει τα πρώτα λεωφορεία που έρχονταν 6 το πρωί. Ο κόσμος που ήρθε ήταν πάρα πολύς. Κόψαμε 25 χιλιάδες εισιτήρια κι εκεί σταματήσαμε” είχε αφηγηθεί στη Μάρη Τιγκαράκη και το Monopoli.gr ο ίδιος ο Λουκιανός, σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει, σχεδόν έναν χρόνο πριν φύγει από τη ζωή.
“Αχ πατρίδα μου γλυκειά” και το πρώτο “αυθεντικό λαϊκό Ελληνικό Μιούζικαλ”Η αλήθεια είναι ότι θα ήταν άδικο να ξεχωρίσουμε κάποιον από τους πολλούς, εμβληματικούς δίσκους του Λουκιανού. Αξίζει όμως να γίνει μια αναφορά στον δίσκο “Αχ πατρίδα μου γλυκειά”, που κυκλοφόρησε το 1993 και αποτελεί μια καταγραφή της μουσικής ιστορίας της Ελλάδας, από τη δεκαετία του ’40 και μετά. Αυτός ο δίσκος έγινε η αφορμή για να ετοιμάσει ο Λουκιανός το ομώνυμο υπερθέαμα, που χαρακτηρίστηκε “αυθεντικό λαϊκό ελληνικό μιούζικαλ” και παρουσιάστηκε το 1993 ως μια αφήγηση της κοινωνικο-ιστορική διαδρομή της προπολεμικής και μεταπολεμικής εποχής της Ελλάδας.
Η Κυψέλη έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή του Λουκιανού. Εκεί είχε γεννηθεί στις 15 Ιουλίου το 1943, εκεί μεγάλωσε. Στην οδό Λαχανά 85.
Λουκιανός και Κυψέλη είναι απόλυτα συνδεδεμένα. Ίσως γι’ αυτό το 1997 του ήρθε η ιδέα να μεταμορφώσει τον Λυκαβηττό σε σκηνικό-ρέπλικα του εσωτερικού χώρου του θρυλικού «Preservation Hall Jazz Club» σε μία συναυλία – σύμπραξη με την διάσημη «Preservation Hall Jazz Band» – στην πρώτη σύμπραξη της μπάντας με μη Αμερικανό καλλιτέχνη.
Αν υπάρχει άλλη αθηναϊκή γειτονιά που συνδέθηκε με τον Λουκιανό, πέρα από την Κυψέλη, αυτή είναι το Μεταξουργείο. Εκεί, πριν από 25 χρόνια, ο Λουκιανός με την σύντροφο της ζωής του, Άννα Βαγενά, εγκαινίασαν το δικό τους χώρο θεάματος το θέατρο “Μεταξουργείο”. Σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του Λουκιανού, το “Μεταξουργείο” αποκαταστάθηκε εξ’ ολοκλήρου από τους ίδιους και κηρύχτηκε με δικές τους ενέργειες διατηρητέο. Σε αυτό, στην μουσική σκηνή τους στο “Πατάρι” έκανε τις εμφανίσεις του ο Λουκιανός, ενώ στο ισόγειο λειτουργεί το θέατρο στο οποίο παρουσιάζει επί 22 χρόνια τις παραστάσεις της η Άννα Βαγενά, η Γιασεμί Κηλαηδόνη αλλά και άλλοι συνεργαζόμενοι καλλιτέχνες, μέχρι σήμερα.