Όταν ήταν μικρός, μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, είχε την εξωστρέφεια να πλησιάζει παιδιά της ηλικίας του, λέγοντας τους «γεια σου, είμαι ο Φάνης, θέλεις να γίνουμε φίλοι;». Η μετάβαση του στην Αθήνα, στη μεγάλη πόλη, δεν τιθάσευσε αυτή την πηγαία κοινωνικότητα. «Και ζορίστηκα πολύ» ομολογεί, «γιατί οι άνθρωποι τρόμαζαν με μένα. Φαντάσου ένα rottweiler να έρχεται κατά πάνω σου χαρούμενο για να παίξει. Κάπως έτσι έμοιαζα. Δεν ήξερα τι να κάνω για να βρω τρόπο και να επικοινωνήσω».
Δύο ώρες μετά από μια μεσημεριανή συνάντηση, πριν φύγει για να πάρει το μικρό γιο του από το σχολείο, είναι σαφές πως ο Φάνης Μουρατίδης επιζητά την ανθρώπινη επαφή και στην πιο καθημερινή έκφανση της: Από την πληρωμή των λογαριασμών στο γκισέ της τράπεζας (παραδοσιακά δηλαδή), τη συνομιλία με αγνώστους που τον σταματούν στο δρόμο, τις μετακινήσεις με το Μετρό. «Είμαι της περιπέτειας και της ψαριάς με τους ανθρώπους. Θέλω να έχω επαφή με τα πράγματα» εξακολουθεί να λέει.
Γενικά, εξηγεί πως – παρά τις εσωτερικές του αναζητήσεις και μετακινήσεις – οι πυρηνικές αλήθειες του παραμένουν ίδιες. Από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα, από τα χρόνια στη δραματική σχολή έως τα ’50ς, από τα όνειρα της νιότης έως τους στόχους της ωριμότητας. Η τελευταία τριετία τον έχει φέρει πιο κοντά στην υλοποίηση σκέψεων και επιθυμιών που έτρεφε για καιρό, αναλαμβάνοντας και θέσεις ευθύνης. Από την μια, την καλλιτεχνική επιμέλεια του ανακαινισμένου «Αλάμπρα» – όπου και πρωταγωνιστεί στο έργο του Φλοριάν Ζελλέρ «Εγώ, εγώ κι… εγώ» – και από την άλλη τη διεύθυνση του τμήματος Screen Acting του ΑΝΤ1 Μedia Lab.
Κι όλα αυτά, ακουμπούν στην ακράδαντη προσωπική του πίστη να ζήσει τις ευκαιρίες της ζωής όσο πιο βαθιά, όσο πιο δυνατά μπορεί. Γιατί «θεωρώ αμαρτία να προδώσω τον εαυτό μου και να γυρίσω την πλάτη μου στη χαρά της ζωής».
Τελευταία αναλαμβάνεις θέσεις ευθύνης: Καλλιτεχνικός υπεύθυνος στο ανακαινισμένο «Αλάμπρα», διευθυντής στο τμήμα Screen Acting του ΑΝΤ1 Μedia Lab. Τι συνέβη;Μέσα στα χρόνια, μέσα από τις εμπειρίες, σχηματίστηκε μέσα μου μια επιθυμία για το πώς θα ήθελα να κάνω κάποια πράγματα στο θέατρο και στη δουλειά μου γενικότερα. Σε αυτό το πλαίσιο, μου δόθηκε το βήμα να δοκιμάσω τις επιθυμίες μου στο «Αλάμπρα» και προηγουμένως στο ΑΝΤ1 media Lab – όπου έφτιαξα μια σχολή μέσα στη σχολή και ταυτόχρονα έχω μια εποπτεία στο τμήμα Σκηνοθεσίας. Σκοπός μας είναι, μέσα στα επόμενα χρόνια, να δημιουργηθεί ένας χώρος ανταλλαγής, ανάπτυξης ιδεών, ένας παραγωγικός χώρος μυθοπλασίας για μίνι και μεγάλες σειρές, ταινίες, εκπομπές. Θέλουμε να δημιουργούμε περιεχόμενο που θα το χρησιμοποιεί ο ΑΝΤ1 αλλά θα μπορεί να προωθηθεί και στο εξωτερικό. Τυχαία ξεκίνησαν όλα: Βρέθηκα στη σχολή για να διδάξω στη σχολή σεναρίου, καλεσμένος της Δήμητρας Κωστοπούλου και της Κατερίνας Γιαννάτου. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία, μπαίνοντας στα όνειρα των παιδιών, άρχισα να σκέφτομαι τι δυνατότητες υπάρχουν. Και καθώς το ΑΝΤ1 Media Lab έχει μεγάλες δυνατότητες, αισθάνομαι πως τα τελευταία τρία χρόνια έχει γίνει μια τρομακτική διαφορά. Φυσικά, έχουμε μπροστά μας δρόμο και ρίσκο.
Είναι στη φύση σου το ρίσκο;Παλιότερα, υποτιμούσα τον θεατή – πίστευα ότι η αξία είναι μόνο στην τέχνη. Τελικά, κατάλαβα πως η ηδονή βρίσκεται στη συνενοχή με τον θεατή
Κάνοντας τη δουλειά του ηθοποιού είναι αδύνατον να μη ρισκάρεις. Ο ηθοποιός πρέπει να ρισκάρει τόσο ερμηνευτικά – με τον κίνδυνο να αρέσει ή να μην αρέσει γιατί αυτό δεν έχει ένα μετρήσιμο αποτέλεσμα, υπάγεται στην αισθητική του καθενός – και να είναι ζωντανός, να επικοινωνεί.
Συνήθως, στην περίπτωση σου, δικαιώνεται το ρίσκο;Μα δεν εξαρτάται μόνο από μένα. Η παράσταση είμαι μια συλλογική προσπάθεια, χρειάζεται καλός συντονισμός με τους συνεργάτες. Κι επίσης, ανήκω στους ανθρώπους που πιστεύουν πολύ στη δυναμική του κοινού· πιστεύω ότι η παράσταση χτίζεται και διαμορφώνεται στις πρόβες, αλλά από εκεί και πέρα η σκηνοθεσία είναι του κοινού. Το κοινό μάς μαθαίνει τη δουλειά μας, ασκεί τα εκφραστικά μας μέσα. Παλιότερα, υποτιμούσα τον θεατή – πίστευα ότι η αξία είναι μόνο στην τέχνη. Τελικά, κατάλαβα πως η ηδονή βρίσκεται στη συνενοχή με τον θεατή.
Αυτό σημαίνει πως έχεις κάνει και πράγματα απλώς για να αρέσεις;Όσα συνειδητά έκανα για να αρέσω, έγιναν σε νεανική ηλικία γιατί υπήρχε η ναρκισσιστική διάθεση ενός νέου ανθρώπου να γίνει αποδεκτός. Πιστεύω ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των συναδέλφων μου έχει ένα τέτοιο έλλειμμα αποδοχής· διαφορετικά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί κάποιος θέλει να ανεβαίνει κάθε βράδυ στη σκηνή, να σκοτώνει (για παράδειγμα) κάποιον, να προσπαθεί το επόμενο βράδυ να τον σκοτώσει… καλύτερα και να περιμένει να πάρει και καλές κριτικές γι’ αυτό. Η συνθήκη έχει από μόνη της κάτι το λοξό. Οπότε είναι φυσιολογικό, ξεκινώντας να θέλεις να αρέσεις ή να κάνεις πράγματα που επιβεβαιώνουν πως είσαι καλό παιδί.
Έχεις ‘υποδυθεί’ το καλό παιδί;Έκανα μη αναμενόμενες επιλογές και στα επαγγελματικά και στα προσωπικά μου
Όχι πια· πάνε πολλά χρόνια κι από αυτό. Αλλά παλιότερα, ναι.
Καμιά 20αριά χρόνια.
Πέραν από το χρόνο, έχεις διανύσει μεγάλη απόσταση σε αξιακό επίπεδο;Παλιότερα είχα μια αγωνία με τους ανθρώπους, θεωρούσα ότι όλοι είναι φίλοι μου. Είχα μια αθώα ματιά στα πράγματα και, πολλές φορές, υποχωρούσα στα θέλω, στις επιθυμίες, στην αισθητική μου προκειμένου ν’ ανήκω κάπου. Συνειδητοποίησα αργότερα – όπου μάλλον άκουσα καλύτερα τον εαυτό μου – πως αυτό δεν το είχα ανάγκη. Γι’ αυτό και πήρα αποφάσεις που έμοιαζαν ανόητες ή ακραίες εκείνη την εποχή.
Τι είδους αποφάσεις;Δεν είχα κατά νου την προσωπική μου προβολή, ούτε να προβάλω το βιογραφικό μου. Αυτό που είμαι, αυτό συναντάς.
Έκανα μη αναμενόμενες επιλογές και στα επαγγελματικά και στα προσωπικά μου. Είχα μια ανάγκη να αναπνεύσω, αισθανόμουν ότι θα πεθάνω μέσα σε μια μανιέρα του εαυτού μου και των προσδοκιών των άλλων. Αισθανόμουν ότι θα ακυρωθώ, πριν ακόμα ανθίσω. Είχα την ιδέα να φύγω, αλλά χωρίς να ξέρω που θα πάω. Θυμάμαι, ήμουν στο ΚΘΒΕ, αριστούχος απόφοιτος της δραματικής σχολής με συμβόλαιο στο θέατρο (άρα μόνιμος υπάλληλος) και αποχωρεί από τη διεύθυνση του ο Βασίλης Παπαβασιλείου. Κι εκεί τελειώνει για μένα το νόημα να μείνω στο θέατρο. Όταν το ανακοίνωσα στον Κώστα Τσιάνο – ο οποίος τον διαδεχόταν – προσπάθησε να με αποτρέψει, ειδικά μόλις έμαθε ότι δεν είχα κανένα σχέδιο εργασίας. Και χωρίς να με ξέρει, με απέλυσε και μετά μου έκανε ανανέωση συμβολαίου σε περίπτωση που μείνω άνεργος. Το αστείο είναι ότι πολύ σύντομα, παραιτήθηκε και ο ίδιος από το ΚΘΒΕ και, ως ευεργέτης μου πια, μου έδωσε δουλειά. Τότε είχα την τύχη να γνωρίσω ένα σπουδαίο παραγωγό και θεατράνθρωπο, το Γιώργο Λεμπέση. Αγαπούσε το θέατρο με την έννοια της καψούρας. Και αυτή την ποιότητα ξανασυναντώ στην οικογένεια Τάγαρη: Είναι κι αυτοί καψουράκια του θεάτρου, γουστάρουν τον ηθοποιό, το μελαγχολικό και τυχοδιωκτικό στοιχείο της τέχνης.
Ήμουν πάντα. Αγαπάω πολύ αυτή τη δουλειά. Δοκιμάστηκα σε πολλά πράγματα κι ίσως μόνο ένα πράγμα λείπει από το βιογραφικό μου ως ηθοποιού: Η παρουσίαση. Έχω κάνει σινεμά, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαφημίσεις, διδασκαλία, σκηνοθεσία, παραγωγή.
Και σε όλα αυτά, προστίθεται τώρα ο σχεδιασμός του ρεπερτορίου στο «Αλάμπρα».Μια σκηνή που θα κινηθεί στα όρια του αστικού θεάτρου με σύγχρονα κείμενα. Θα αποφύγει τα brands συγγραφέων – εκτός αν έχουν ένα κίνητρο. Κι επίσης, δεν θα συνδυαστεί με μένα. Απλώς, αρχικά θα το πάρω πάνω μου και στη συνέχεια, θα λειτουργήσει ως ανοιχτό σχήμα, θα δοκιμάσει διαφορετικά είδη. Φέτος, κάνουμε το «Εγώ, εγώ κι… εγώ», μια πολύ ιδιαίτερη μαύρη κωμωδία με στοιχεία κομεντί και μπουλβάρ του Φλοριάν Ζελλέρ σε σκηνοθεσία της Σοφίας Σπυράτου. Του χρόνου θα ανεβάσουμε ένα μεταφυσικό έργο.
Σκέφτεσαι να αναλάβεις και ρόλο σκηνοθέτη με αυτή την αφορμή;Ναι, του χρόνου θα σκηνοθετήσω.
Η σκηνοθεσία είναι μια δραστηριότητα που έχεις αφήσει κοιμισμένη;Θέλω – κι αυτή είναι η μοναδική αλαζονεία μου – να είμαι το εργαλείο μιας θεατρικής μηχανής.
Δεν εκβιάζω τα πράγματα. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που αναλαμβάνω κάτι αντίστοιχο. Κάποτε στη Θεσσαλονίκη, ένας συνάδελφος μου, με κατηγόρησε ότι στο ΚΘΒΕ ήμουν πολύ βολεμένος, είχα το μισθό μου δύο φορές το μήνα, «οπότε καλά θα κάνω να μη μιλάω».
Και πώς αντέδρασες;Έκανα τη δική μου ομάδα με ερασιτέχνες ηθοποιούς όπου σκηνοθέτησα τότε την παράσταση «Παίζοντας με το Μότσαρτ», αναζητώντας να φτιάξουμε μια καινούργια θεατρική πραγματικότητα. Μετά ήρθαμε στην Αθήνα, παίξαμε στην Τεχνόπολη, αλλά ναυαγήσαμε οικονομικά. Τότε τελείωσε η πορεία της ομάδας, αλλά το όνειρο δεν έσβησε μέσα μου. Πάντα, σκεφτόμουν πως μπορεί να δουλέψει ένα ρεπερτόριο σε μια σκηνή. Δεν είχα κατά νου την προσωπική μου προβολή, ούτε να προβάλω το βιογραφικό μου. Αυτό που είμαι, αυτό συναντάς.
Λες, δηλαδή, ότι παραμένεις αληθινός.Ναι. Είμαι αυτός που συναντάω τους συμμαθητές μου από το σχολείο με τρέλα, που έχω επαφές με τους συμφοιτητές μου από τη δραματική σχολή, που ακόμα αντιμετωπίζω το ΚΘΒΕ ως «πατρικό» μου κι επιθυμώ να το δω να εξελίσσεται σε ένα μεγάλο θέατρο για τα Βαλκάνια.
Λίγος κόσμος ξέρει ότι έχεις περάσει και από το Αμόρε.Το θέατρο ήταν το σχολείο μου. Και σε αυτό το σχολείο ο Βασίλης Παπαβασιλείου ήταν καταλύτης για μένα
Βρέθηκα κι εγώ σ’ αυτό το βαγόνι των κοινών θεατρικών φαντασιώσεων. Ιδεολογικά ήταν ένας χώρος που με κάλυπτε πολύ τότε, με ανθρώπους που θαύμαζα, θαυμάζω και θα αγαπώ πάντα – όπως είναι ο Ακύλλας (Καραζήσης), ο Αργύρης (Ξάφης), η Άννα (Μάσχα), ο Θωμάς (Μοσχόπουλος), η Δέσποινα (Κούρτη), ο Γιώργος (Συμεωνίδης) – με τον οποίο είμαστε ακόμα μαζί. Ωστόσο, δεν είναι το μόνο που δεν ξέρουν για μένα. Στοιχηματίζω πως δεν ξέρουν πως έχω παίξει στην Επίδαυρο – για πρώτη φορά δε, το 1989 στις «Τρωάδες» σε σκηνοθεσία Ανδρέα Βουτσινά.
Και αυτό συμβαίνει επειδή είσαι αθόρυβος;Μάλλον επειδή δεν με ενδιέφερε να διακινώ το βιογραφικό μου. Αυτό που με αφορά πλέον πολύ, είναι η σχέση μου με τον κόσμο. Ο κόσμος που τον προσκαλώ να έρθει κάθε βράδυ στις εννιά γιατί «κάτι θα συμβεί». Σε αυτήν την υπόσχεση θέλω να είμαι συνεπής. Συνεπής – όχι για να δείξω αν είμαι καλός ηθοποιός ή όχι – αλλά για να συμβεί κάτι μεταξύ μας. Να δει κάτι με άλλα μάτια και διάθεση. Θέλω – κι αυτή είναι η μοναδική αλαζονεία μου – να είμαι το εργαλείο μιας θεατρικής μηχανής.
Δηλαδή, δεν έχεις ανάγκη να σε σκέφτονται ως ένα καλό ηθοποιό;Η κωμωδία δεν είναι ο φυσικός μου χώρος. Μέχρι τα 35 μου δεν είχα κάνει ούτε μια σύγχρονη κωμωδία
Ακούγεται παράδοξο αλλά όχι – και λέω την αλήθεια. Αυτό τελείωσε μέσα μου οριστικά χάρη στις κριτικές. Όταν συμμετείχα στους «Πέρσες» με το Λευτέρη Βογιατζή δεν υπήρξε ούτε ένας κριτικός θεάτρου που να γράψει για μένα μια καλή κουβέντα. Υπήρξε μόνο ένας που έγραψε μια μέτρια κουβέντα. Όλοι οι υπόλοιποι με έθαψαν με ευρηματικό τρόπο. Εκεί έκλεισε το κεφάλαιο της διάκρισης και ήταν, ομολογώ, εξαιρετικά απελευθερωτικό.
Άρα το κριτήριο για την απόδοση σου, είναι το κοινό;Αυτή είναι η δουλειά μου, να κρατώ το ενδιαφέρον του κοινού.
Κι όμως σε επέλεξαν σημαντικοί δημιουργοί: Βογιατζής, Παπαβασιλείου, Λάνχοφ. Αυτό δεν το λαμβάνεις υπόψη ως αναγνώριση;Το λαμβάνω υπόψιν ως ευλογία.
Το θέατρο πως επενέβη στη διαμόρφωση της προσωπικότητας σου;Είναι σπουδαία και ιστορική αυτή η στιγμή του «Maestro», ωστόσο δεν χαίρομαι για τον εαυτό μου, χαίρομαι για το κατόρθωμα της ελληνικής μυθοπλασίας
Συναντήθηκα με τα έργα, με έβαλαν σε κόσμους, οι κόσμοι δημιούργησαν μέσα μου τοπία, διαμορφώθηκα μέσα από τις σκέψεις των συγγραφέων και τις συναντήσεις μου με τους ανθρώπους. Το θέατρο ήταν το σχολείο μου. Και σε αυτό το σχολείο ο Βασίλης Παπαβασιλείου – μια και τον ανέφερες – ήταν καταλύτης για μένα· δυστυχώς ή ευτυχώς μου έφτιαξε μια προοπτική για τα πράγματα και ζορίστηκα να την επαληθεύσω στην καθημερινότητα του θεάτρου. Κυρίως, γιατί κανείς δεν είχε τη γενναιότητα να πάει εκεί που πρότεινε ο Βασίλης. Στην αρχή, δεν καταλάβαινα τίποτα από όσα έλεγε και έτρεμα την ώρα που θα συνεργαστούμε. Αλλά ξαφνικά έγινε ο άνθρωπος με τον οποίο μπορούσα να λειτουργήσω καλύτερα από τον καθένα. Δεν μπορούσα να του αρνηθώ τίποτα. Θυμάμαι, το 1996, δουλεύαμε πάνω στον «Αίαντα» μαζί με τον Ακύλλα και είχε έρθει μια Κορεάτισσα χορογράφος, η Μίνα Γιο, η οποία μας είχε εξαντλήσει στη διάρκεια των προβών. Κάποια στιγμή, όντας κουρέλι, έρχεται ο Βασίλης, και μου λέει «Φάνη, νομίζω ότι με την ενέργεια που δαπανήσαμε σήμερα θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει τέσσερις παραστάσεις, τρεις ταινίες, πέντε σειρές, αλλά πες μου αγόρι μου: Αν θέλεις να συγκριθείς με αυτό που θαυμάζεις, πιστεύεις ότι έκανες αυτό που μπορούσες;». Είπα διάφορα από μέσα μου, σηκώθηκα όρθιος κι έκανα κανονικότατη πρόβα. Αυτό το «πάμε» δεν έχει σταματήσει να δουλεύει μέσα μου. Και το χρωστώ στον Παπαβασιλείου.
Λες εύκολα «πάμε»;Αν και με κατηγορούν πολλοί γι’ αυτό, όχι. Δεν έχω ευκολίες.
Ούτε μανιέρα;Φόρμα έχω ως αποτέλεσμα της διαδικασίας της δουλειάς μου· ευκολίες, όμως, μέσα στη φόρμα δεν έχω.
Η κωμωδία πώς προέκυψε;Η νεότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την ηλικία, αλλά και με το νέο κίνητρο
Η κωμωδία δεν είναι ο φυσικός μου χώρος. Μέχρι τα 35 μου δεν είχα κάνει ούτε μια σύγχρονη κωμωδία. Δυσκολεύτηκα μέχρι να γνωρίσω τους κώδικες της, άρα μιλάμε για ένα αποτέλεσμα τριβής.
Και πως εξηγείς ότι παίζεις συχνότερα κωμικούς, από δραματικούς ρόλους;Δεν έχω είδος. Δεν είμαι κωμικός ηθοποιός. Αλλά και η κωμωδία έχει διαβαθμίσεις και αποχρώσεις.
Aυτό σημαίνει ότι κανείς μπορεί να περιμένει το οτιδήποτε από εσένα;Έτσι φαντάζομαι. Θέλω να πιστεύω ότι ανήκω στην κατηγορία του μάστορα. Σαν να χάλασε η βρύση και φωνάζεις έναν υδραυλικό. Αν αύριο με καλέσουν για το καλοριφέρ ή την αποχέτευση θα τα επισκευάσω κι αυτά!
Περίμενες ότι θα είσαι ένας ηθοποιός που παίζει σε prime σειρά του Netflix, όπως είναι το «Maestro»;Κι αυτό ευλογία είναι. Είναι ευλογία να έχω για συνεργάτη το πλάσμα που λέγεται Χριστόφορος Παπακαλιάτης και να ζω αυτό το επίπεδο παραγωγής – που, μεταξύ μας, δεν ξέρω αν θα ξαναζήσω. Είναι σπουδαία και ιστορική αυτή η στιγμή του «Maestro», ωστόσο δεν χαίρομαι για τον εαυτό μου, χαίρομαι για το κατόρθωμα της ελληνικής μυθοπλασίας. Γιατί, να λοιπόν, γίνεται. Το έκανε ο Παπακαλιάτης για το Netflix, το κάνει ο Λάνθιμος για το Χόλυγουντ. Αυτοί οι άνθρωποι με τροφοδοτούν με την πίστη ότι, αν δουλέψουν, μπορούν κι άλλοι να τα καταφέρουν. Έχουμε καταπληκτικούς σκηνοθέτες, τον Βασίλη Κεκάτο, τον Θανάση Νεοφώτιστο, τη Ζακλίν Λέντζου, τον Τζορτζ Γρηγοράκη, τον Γιώργο Ζώη, την Ασημίνα Προέδρου. Έτσι φτιάχνεται μια νέα εποχή δημιουργίας: Από αλληλεπιδράσεις ταλαντούχων ανθρώπων.
Μα δεν σε αφορά και προσωπικά η διεθνής αγορά;Έχω βαρεθεί να βλέπω στάσεις, τάσεις και παραστάσεις που με βρίσκουν πολύ μακριά από αυτό που εγώ ονειρεύομαι: Το πως μέσα από την αγάπη και τη χαρά, κάνω θέατρο. Κι όχι «ας πάω για να τους δείξω τι ηθοποιάρα είμαι»
Φυσικά. Αλλά με αφορά σε όλες τις αποχρώσεις της. Δεν είμαι του άσπρου-μαύρου, του ποιοτικού vs του εμπορικού. Στο δικό μου μυαλό, υπάρχει αυτό που επικοινωνεί με το διεθνές κοινό και αυτό που δεν επικοινωνεί. Επικοινωνεί και είναι ποιοτικό, σούπερ. Επικοινωνεί και είναι εμπορικό, σούπερ. Είναι υπερποιοτικό αλλά δεν επικοινωνεί; Με αφήνει αδιάφορο.
Μα, πως αλλιώς; Διαφορετικά, να παίξουμε θέατρο στο σπίτι μας.
Πιστεύεις ότι θα εκπλήξεις τον εαυτό σου ανακαλύπτοντας κι άλλα πράγματα για να κάνεις;Πάντα. Γοητεύομαι, ζηλεύω και θαυμάζω πολλά και πολλούς.
Φοβάσαι μήπως η εποχή σε ξεπεράσει;Για όλους μας ισχύει αυτό. Η αισθητική αλλάζει. Έχεις την ευελιξία να συναντήσεις την επόμενη φάση της αισθητικής; Και, υπό αυτήν την έννοια, που βρίσκεται το ταλέντο: Στην ευελιξία ή στην ικανότητα; Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, δεν το σκέφτομαι γιατί έχω μεγάλη λαχτάρα γι’ αυτό το επάγγελμα. Από την άλλη, είμαι ένας παραμυθάς και αυτό δεν εκπίπτει σε καμία εποχή. Πιστεύω, φυσικά, σε ένα πιο ολοκληρωμένο μοντέλο καλλιτέχνη – σ’ αυτούς που παίζουν, σκηνοθετούν, γράφουν, κάνουν μουσική επιμέλεια, σκηνικά και μετά κοιτάζουν πως θα το πουλήσουν. Αυτή είναι η επιδίωξη μου: Χωρίς όρια και χωρίς ταυτότητες κι όπου με βγάλει.
Φαίνεται πως δεν λαμβάνεις υπόψιν και την ηλικιακή συνθήκη.Δεν διεκπεραιώνω τίποτα και θέλω να είμαι όσο πιο επιδραστικός γίνεται. Θέλω ό,τι κάνω να σημαίνει κάτι
Καταρχάς, γιατί πιστεύω ότι στα 55 του ένας άνδρας ηθοποιός είναι στην prime εποχή του. Αλλά κυρίως γιατί η νεότητα δεν έχει να κάνει μόνο με την ηλικία, αλλά και με το νέο κίνητρο. Όπως είπε πρόσφατα και ο Κλιντ Ίστγουντ που σκηνοθετεί νέο φιλμ στα 93: «Αφήνω τον γέρο έξω».
Τι θα ήθελες να αλλάξει στο ελληνικό θέατρο το οποίο, ενώ η εποχή το έχει ξεπεράσει, εξακολουθεί να συμβαίνει;Θα ήθελα ακομπλεξάριστα να συνεργαζόμαστε με άξονα την αγάπη μας για τη δουλειά που κάνουμε. Ούτε μέσα από εγωϊσμούς και «ποιος είμαι εγώ», «ποιος είσαι εσύ». Μάλλον, λέω το αυτονόητο, αλλά έχω βαρεθεί να βλέπω στάσεις, τάσεις και παραστάσεις που με βρίσκουν πολύ μακριά από αυτό που εγώ ονειρεύομαι: Το πως μέσα από την αγάπη και τη χαρά, κάνω θέατρο. Κι όχι «ας πάω για να τους δείξω τι ηθοποιάρα είμαι». Όπως και στον έρωτα έτσι και στο θέατρο πρέπει να αφεθείς – παίρνοντας το ρίσκο να γελοιοποιηθείς. Το μόνο που μας υπερβαίνει είναι, κάθε φορά, η παράσταση.
Νομίζω ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο, κυρίως έχοντας περάσει και την εποχή του metoo.Ας επαναλάβουμε, λοιπόν, πως το θέατρο δεν είναι ένας χώρος για άσκηση εξουσίας.
Ήσουν πάντα καλός συνάδερφος;Δεν είναι εύκολο να μιλάς για μια κατάσταση στην οποία υπήρξες θύμα ενώ στο δικαστήριο σε αντιμετωπίζουν με την ίδια καχυποψία που αντιμετωπίζουν το θύτη. Δεν είναι εύκολο να δέχεσαι μια πολεμική με την ερώτηση «γιατί τώρα;». «Ποτέ;» είναι η απάντηση;
Δεν το ξέρω.
Ρωτώ αν στέρησες τη χαρά της εργασίας από κάποιον όπως ανέφερες νωρίτερα;Όχι. Τη χαρά με επαγγελματικά κριτήρια – που σημαίνει να έχεις δουλέψει, μελετήσει, να έρχεσαι στην πρόβα με σεβασμό για το συνάδελφο, να μην παραβαίνεις τον κώδικα επαγγελματικής δεοντολογίας, να είσαι ευσυνείδητος, να έχεις όραμα – δεν την έχω στερήσει από κανέναν. Από εκεί και πέρα, υπήρξαν και θα υπάρξουν συγκρούσεις πάνω στη δημιουργική διαδικασία.
Πώς νιώθεις για όσους λέρωσαν τη διαδικασία και για όσους/όσες μίλησαν για τα βιώματα τους; Ένα φορτίο που έζησες και προσωπικά…Είμαι περήφανος για όλους τους συναδέρφους που βρήκαν τη γενναιότητα να αρθρώσουν τα τραύματα τους – ανάμεσα τους και η Άννα – Μαρία (Παπαχαραλάμπους) – και να δεχθούν τις συνέπειες αυτής της επιλογής. Δεν είναι εύκολο να μιλάς για μια κατάσταση στην οποία υπήρξες θύμα ενώ στο δικαστήριο σε αντιμετωπίζουν με την ίδια καχυποψία που αντιμετωπίζουν το θύτη. Δεν είναι εύκολο να δέχεσαι μια πολεμική με την ερώτηση «γιατί τώρα;». «Ποτέ;» είναι η απάντηση; Οι αντιλήψεις που κυριαρχούσαν σε αυτό το επάγγελμα ήταν, για δεκαετίες, τρομερά παγιώμενες – όπως και σειρά άλλων κοινωνικών αντιλήψεων. Σήμερα, ας πούμε, μιλάμε για το γάμο των ομόφυλων και την υιοθεσία παιδιών. Σκεφτείτε, αν θα μπορούσαμε να συζητήσουμε το ίδιο θέμα στην Ελλάδα του 2004. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά της Θεσσαλονίκης όπου, όταν οι γείτονες έμαθαν ότι ένας κάτοικος ήταν γκέι, μάζεψαν υπογραφές και τον πέταξαν από το σπίτι. Μερικές δεκαετίες μετά μιλάμε για το δικαίωμα κάποιων συνανθρώπων μας στην οικογένεια, και είναι μεγάλη υπόθεση· αλλά έχει περάσει και πάρα πολύς ο χρόνος.
Τελικά, ποιες αρχές σε κινούν στη δουλειά;Η ζωή δεν με πρόδωσε, εγώ την πρόδωσα θέλοντας να κάνω του κεφαλιού μου, συνεχώς και για πολλά χρόνια. Εκεί γύρω στα 40 μου, τυραννήθηκα από επιθυμίες που δεν ήταν δικές μου
Συνοπτικά, δύο πράγματα: Δεν διεκπεραιώνω τίποτα και θέλω να είμαι όσο πιο επιδραστικός γίνεται. Θέλω ό,τι κάνω να σημαίνει κάτι. Θέλω να φύγω από αυτή τη ζωή και να έχω κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσα. Μάλλον, αγαπώ πολύ τη ζωή. Της έχω τεράστια εμπιστοσύνη και της έχω παραδοθεί τελείως.
Αυτό το έκανες και στην προσωπική σου ζωή, στη σχέση με την Άννα Μαρία.Ναι! Δεν σχεδίαζα να κάνω οικογένεια, αλλά μετά από 1.5 μήνα γνωριμίας περιμέναμε το πρώτο μας παιδί. Αυτό έχει ένα «ναι» στη ζωή. Είμαι ανοιχτός σε αυτήν και δεν θέλω να μου στερήσω τίποτα.
Σε πρόδωσε αυτή η στάση στα πράγματα;Η ζωή δεν με πρόδωσε, εγώ την πρόδωσα θέλοντας να κάνω του κεφαλιού μου, συνεχώς και για πολλά χρόνια. Εκεί γύρω στα 40 μου, τυραννήθηκα από επιθυμίες που δεν ήταν δικές μου. Υπάρχει μια ιεραρχία στην κοινωνία που σου υποδεικνύει πρακτικές βάσει των οποίων σημαίνει πως «τα έχεις καταφέρει». Σε αυτό το πλαίσιο, προσπαθούσα να κάνω πράγματα που αποδείχθηκε πως δεν ήθελα. Από το 2013, άλλαξα τελείως κατεύθυνση.
Τι σε συγκροτεί σε αυτήν την πορεία;Όταν πεθάνω, θέλω να έχω μια τεράστια περιουσία από σχέσεις και στιγμές. Πολλές φορές, μάλιστα, λέω πως έζησα μια ζωή πριν από αυτήν, πως ήμουν πολύ καλός και αποφάσισαν να μου δώσουν bonus track την τωρινή μου ζωή
Τα οράματα μου. Είμαι άνθρωπος που ονειρεύομαι συνεχώς γι’ αυτό και είμαι πάρα πολύ αφηρημένος. Προσπαθώ να συλλέγω όσες περισσότερες στιγμές μπορώ. Όταν πεθάνω, θέλω να έχω μια τεράστια περιουσία από σχέσεις και στιγμές. Πολλές φορές, μάλιστα, λέω πως έζησα μια ζωή πριν από αυτήν, πως ήμουν πολύ καλός και αποφάσισαν να μου δώσουν bonus track την τωρινή μου ζωή.
Φοβάσαι το θάνατο;Όχι. Είναι μια εμπειρία που δεν έχω.
Ο Φάνης Μουρατίδης πρωταγωνιστεί στη σειρά “Μaestro” του MEGA που προβάλλεται στο Netflix και στο έργο του Φλοριάν Ζελέρ “Εγώ, εγώ κι… εγώ” που ανεβαίνει στο θέατρο Αλάμπρα (Στουρνάρη 53, Αθήνα, 210-5220120).
Μετάφραση – διασκευή: Λουίζα Μητσάκου. Σκηνοθεσία – χορογραφία: Σοφία Σπυράτου. Σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης. Κοστούμια: Γιώργος Σεγρεδάκης. Μουσική: Μιλτιάδης Παπαστάμου. Στίχοι: Γιώργος Μυζάλης. Φωτισμός: Περικλής Μαθιέλλης
Παίζουν επίσης: Εβελίνα Παπούλια, Γιώργος Συμεωνίδης, Χρήστος Σπανός, Ευγενία Παναγοπούλου, Γιάννης Ζαράγκαλης, Δημήτρης Ψύλλος
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Τετάρτη 19.00, Πέμπτη 20.00, Παρασκευή 21.00, Σάββατο 18.00 & 21.00, Κυριακή 19.00. Διάρκεια: 120’
Εισιτήρια: Α ζώνη 22€ κανονικό & 17€ φοιτητικό, ανέργων, παιδικό, ΑΜΕΑ, πολυτέκνων
Προπώληση: more
Ευχαριστούμε θερμά την ΑΣΚΤ για τη φιλοξενία της φωτογράφισης