Θεατής: «Τούνδρα» στο Rabbithole
Εντυπώσεις από την παράσταση «Τούνδρα» της ομάδας Νοσταλγία, η οποία παρουσιάζεται, στο Rabbithole, σε κείμενο Γιώργου Σίμωνα και σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβάρα.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση «Τούνδρα» της ομάδας Νοσταλγία, η οποία παρουσιάζεται, στο Rabbithole, σε κείμενο Γιώργου Σίμωνα και σκηνοθεσία Γιώργου Τζαβάρα και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
H ιστορίαΗ Ρίτα, ο Ρήγας, η Ρόζα. Τρεις υπάλληλοι μιας μεγάλης κτηματομεσιτικής εταιρείας – ή όπως οι ίδιοι το περιγράφουν «Ο Τρόπος να βλέπεις τη ζωή» – περνούν μια τελευταία νύχτα στο γραφείο του εργοδότη τους. Του Μπομπ. Εκείνος είναι νεκρός. Εκείνοι συνεχίζουν. Η εταιρεία βρίσκεται σε διαδικασία μετεγκατάστασης σε άλλη πόλη. Μια πολλά υποσχόμενη νέα «Γη της Επαγγελίας». Oι τρεις τους, αντιμέτωποι με ένα «τέλος εποχής», πρέπει να επιλέξουν πως θα προχωρήσουν από εδώ και μπρος. Αυτήν την τελευταία νύχτα των αποχαιρετισμών, των αναμετρήσεων, των υπενθυμίσεων και των τελικών απολογισμών.
Το έργοΟ Γιώργος Σίμωνας γράφει ένα έργο για την κρίση της ανθρωπινότητας, με «όρους» ύστερου καπιταλισμού, σε μια εποχή κατά την οποία -χωρίς να το συνειδητοποιούμε- ο άνθρωπος βρίσκεται σε ένα διαρκές στάδιο πένθους.
Τι ακριβώς πενθούν οι ήρωες της «Τούνδρας»; Τους άλλους, τον εαυτό τους, την ίδια τη ζωή. Απρόσωπες υπάρξεις, «αλυσοδεμένες» με «συμβόλαια» και «ρήτρες», «πνιγμένες» σε κανόνες που τους στερούν την ίδια τους την ταυτότητα και την όποια απόλαυση του «να ζεις» και που σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζουν μια κάποια «τάξη». Εκεί όπου η αξία του καθενός καθορίζεται από τη χρησιμότητα του, όλα περιστρέφονται γύρω από το χρήμα, όλα διατίθενται προς πώληση. Δεν υπάρχει καμία σταθερά, κανένα «γεωγραφικό σημείο» που να επικυρώνει τη θέση τους στον κόσμο, κανένα καταφύγιο που να αποκαλούν «σπίτι». Περιφέρονται σαν ναυαγοί, ιδεολογικά αποπροσανατολισμένοι, χωρίς να ξέρουν καλά καλά πως έφτασαν ως εδώ και προς τα που να πάνε τώρα. Η «Γη της Επαγγελίας» θυμίζει ένα ρημαγμένο, αγνώριστο τοπίο, οι διαπροσωπικές σχέσεις βρίσκονται σε ρήξη, με το άτομο να επιλέγει την άγρια «ερημιά» της μοναξιάς, την «Τούνδρα», από το «μαζί», διαρκώς ανικανοποίητος από επίπλαστες ανάγκες.
Δεν έχουν μάθει πως να ζουν, πως να πενθούν, πως να πεθαίνουν. Στο αβέβαιο σύμπαν του έργου όλα είναι υποκειμενικά και η μοίρα του ανθρώπου κρέμεται από μια κλωστή. Ακόμα και ο θάνατος – αυτός ο νομοτελειακός προορισμός- παρουσιάζεται σαν μια «σκιά», μια προδοτική σκέψη την οποία οι ήρωες προσπαθούν να καταπνίξουν. Αδυνατούν να τον αποδεχθούν. Τι και αν τον βλέπουν μπροστά τους, να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια τους, προσπαθούν να τον ξορκίσουν. Γι’ αυτό πενθούν. Ο Θάνατος γι’ αυτούς παραμένει το μεγάλο ερωτηματικό. Παρακολουθούν τη διαδικασία της σήψης σε ένα νεκρό σώμα, εκείνο του εργοδότη τους Μπομπ -ή μήπως τελικά είναι το δικό τους νεκρό σώμα;- το παρατηρούν να μετατρέπεται σε μια απροσδιόριστη, μετέωρη «φύση», έχουν άγνοια, ωστόσο, για το «μετά». Μόνο εκείνοι που μένουν πίσω γνωρίζουν με βεβαιότητα τη δική τους διαδικασία μετάβασης από μια κατάσταση σε μια άλλη. Από το «πριν» στο «μετά». Και η ζωή συνεχίζεται. Αλλά πως; Ο φόβος για το κάθε τι «άγνωστο» σχεδόν τους «παραλύει».
Και με τους ζωντανούς τι γίνεται; Ο θάνατος του (όποιου) «άλλου» φέρνει τους ήρωες αντιμέτωπους με τη δική τους θνητότητα. Με την επίγνωση πως είμαστε «περαστικοί» σε αυτή τη ζωή, πως ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας -άγνωστο το πόσος ακριβώς- δεν είναι δικός μας, είναι «δανεικός» ή καλύτερα προς «ενοικίαση». Κάποια στιγμή το «συμβόλαιο» θα λήξει και δεν θα υπάρχει δυνατότητα ανανέωσης. Και όλοι τρέχουν να τον προλάβουν καθώς προχωράει αμείλικτα προς τα μπρος, γιατί αρνούνται να πιστέψουν πως, μετά από τόσες προσπάθειες να ζήσουν, να αφήσουν κάποιο «ίχνος» πίσω τους, η παρουσία τους σε αυτή τη Γη ενδέχεται να μην είχε κάποιο νόημα, να ήταν χαμένος κόπος. Τρέμουν στην ιδέα ότι άλλοι θα είναι εκείνοι που θα κάνουν αυτόν τον απολογισμό για λογαριασμό τους.
Στην «Τούνδρα» ο Γιώργος Σίμωνας καταφέρνει εύστοχα να συμπυκνώσει όλη τη βία της εποχής μας, απλά και μόνο υπονοώντας τη. Ούτε κόλαση, ούτε παράδεισος. Μόνο ευάλωτες ατομικότητες, αθωράκιστες μέσα σε έναν κόσμο βάναυσης πατριαρχικής και καπιταλιστικής εξουσίας και της διεστραμμένης «ηδονής» της, που αλλοιώνει τοπία, ζωές, συνειδήσεις και διαστρεβλώνει αξίες. Έμφυλη βία, κακοποίηση, εργασιακή εκμετάλλευση, φτωχοποίηση, μοναξιά, οικολογική καταστροφή, στεγαστική κρίση, η αναγνώριση και η επιβράβευση που δεν έρχεται ποτέ, ο καταναλωτισμός, ο θάνατος, συνθέτουν τις μνήμες και τις «πληγές» εκείνων που καλούνται να αποφασίσουν αν θα ανήκουν στους εισβολείς/ανθρωποκυνηγούς ή στα θηράματα. Ή, εν τέλει, και στα δύο μαζί.
Η παράστασηΑυτό το σύμπαν πολυεπίπεδων νοημάτων του Γιώργου Σίμωνα φέρνει ο Γιώργος Τζαβάρας στη σκηνή. Ο σκηνοθέτης στήνει έναν κόσμο τόσο «κοντά» μας -σαν καθρέφτης της κοινωνίας μας- και τόσο «μακριά» μας ταυτόχρονα. Εκεί που η φαινομενική τάξη κρύβει κάτω από το χαλί το χάος και το έρεβος, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης καθίστανται ασαφή, η δυστοπία και το παράδοξο μεταμφιέζονται στο συνηθισμένο και το καθημερινό, ζωή και θάνατος γίνονται αξεδιάλυτα μεταξύ τους. Μια «Τούνδρα» των πόλεων, των «πολιτισμένων» σύγχρονων κοινωνικών, των «διερρηγμένων» υπάρξεων, της ζωής απογυμνωμένης από τα πνευματικά και υλικά «φτασίδια» της ανθρωπότητας.
Τα σκηνικά της Τώνιας Ράλλη, ακολουθώντας τη σκηνοθετική γραμμή, επιδίδονται σε ένα παιχνίδι ανάμεσα στο οικείο-ασφαλές και το ανοίκειο-δυσοίωνο, τη ζωή και τον θάνατο. Γίνονται, παράλληλα, αυτός ο χώρος προσωρινότητας και μετάβασης, στο οποίο τοποθετούνται οι «μετέωροι» ήρωες, κάπου ενδιάμεσα, ξεγελασμένοι πως μπορούν να βάλουν μια κάποια τάξη στην αταξία. Ένας «ζωτικός» χώρος, που δίνει την αίσθηση πως αυξομειώνεται από τον τρόπο που συνδιαλέγονται οι ηθοποιοί μαζί του, και μοιάζει στις μικρές λεπτομέρειες να ακολουθεί τον κύκλο της ζωής, από το πέρασμα μας σε αυτή τη γη έως την τελευταία μας κατοικία.
Στο ίδιο μοτίβο, μεταξύ οικείου και ανοίκειου, και τα κοστούμια της Χριστίνας Σωτηροπούλου, μαρτυρούν πως τα πράγματα δεν είναι ποτέ όπως φαίνονται. Η πρωτότυπη μουσική της παράστασης του Έκτορα Τσολάκη θυμίζει την «τραγική» πορεία του ανθρώπου από την έμφυτη αθωότητα με την οποία γεννιέται έως τη «διαφθορά» του από την κοινωνία, θύτες και συνάμα θύματα, και το αναπόδραστο τέλος. Επιπλέον, η επιλογή του τραγουδιού «The End of the World» της Σκίτερ Ντέιβις -σαν μουσικό μοτίβο της παράστασης- προσδίδει μια ειρωνική χροιά στα τεκταινόμενα. Ένα τραγούδι χωρισμού του 1962, με τον γλυκό -σχεδόν ονειρικό- ρυθμό που χαρακτήριζε τη μουσική της εποχής, έρχεται να υπογραμμίσει όχι το τέλος μιας σχέσης αλλά την επισφάλεια και την ευθραυστότητα της ύπαρξης και του κόσμου που ο ίδιος ο άνθρωπος δημιούργησε.
ΕρμηνείεςΜατίνα Περγιουδάκη, Γιώργος Σίμωνας και Αναστασία Στυλιανίδη ενσαρκώνουν ήρωες με ρευστή ταυτότητα που στέκονται απέναντι στα ιδιόμορφα αδιέξοδα της εποχής μας άλλοτε με δέος, σιγουριά και αυτοπεποίθηση ότι έχουν βρει τον προορισμό τους, άλλοτε μουδιασμένοι και ανίκανοι να προσδιορίσουν τα σύγχρονα φαινόμενα. Το προσωπείο της ρουτίνας, της μηχανικής επανάληψης καθηκόντων, της ουδετερότητας, δίνει τη θέση του σε εξάρσεις συναισθημάτων που αποκαλύπτουν την πραγματική φρίκη του «τραύματος» που τόσο απεγνωσμένα οι ήρωες τους προσπαθούν να κρύψουν βαθιά μέσα τους.
Η Ρίτα, ο Ρήγας και η Ρόζα «περπατάνε» σε τεντωμένο σκοινί και αυτό γίνεται ξεκάθαρο μέσα από τις εκφράσεις, τις κινήσεις, τις χειρονομίες και τη φωνή τους. Κάποιες φορές δίνουν την αίσθηση πως βρίσκονται σε εγρήγορση υπό τη σκιά μιας σαρωτικής αλλαγής ή μιας αόρατης απειλής, ενώ, άλλες φορές -παρά την μονίμως ασταθή σχέση τους με τον χώρο- παρουσιάζονται ριζωμένοι στο εδώ και το τώρα, σαν σε μια κατάσταση συνειδησιακής αδράνειας, διστακτικοί να φύγουν παρ’ ότι κάνουν συνεχώς λόγο για αποχώρηση.
Ο Μπομπ, το αφεντικό τους, συμβολίζει για τους ίδιους τον «θάνατο» του θεού, ενός σαδιστικού μεν, αδιάφορου στην καλύτερη, κακόβουλου στη χειρότερη, που τους καθιστά κατά κάποιον τρόπο «ορφανούς», χωρίς κατευθυντήριες γραμμές για το πως να ζήσουν ή σε ποια πράγματα να προσδώσουν αξία. Έως ότου εμφανιστεί η επόμενος «κατασκευασμένη» θεότητα. Η διαδικασία αυτού του ιδιότυπου «πένθους» αποκαλύπτει το ποιοι πραγματικά είναι και σκιαγραφεί τους δεσμούς τους με τους άλλους. Την αμηχανία τους να συνδεθούν πραγματικά, να τα βγάλουν πέρα ακόμη και στις πιο απλές συναναστροφές, σαν να μην είναι συνηθισμένοι η να μην επιθυμούν να συγχρωτιστούν με κανέναν.
Η «Τούνδρα», μια παράσταση που θυμίζει κάτι μεταξύ μαύρης κωμωδίας, υπαρξιακού δράματος, θρίλερ και θεάτρου του παραλόγου, θα γεμίσει το κεφάλι σου με σκέψεις που θα αντηχήσουν μέσα σου με την ορμητική δύναμη της λογικής και του συναισθήματος.
Παραστάσεις: Δευτέρα και Τρίτη στις 21:15