Συν & Πλην: «Η καρδιά του σκύλου» στο θέατρο Κιβωτός
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Η καρδιά του σκύλου» σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα που ανεβαίνει στο θέατρο Κιβωτός.
Μόσχα, μετα- επαναστατικό τοπίο. Εκεί τοποθετεί ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ τη νουβέλα της «Καρδιάς του σκύλου» που γράφτηκε το 1925, αλλά η κυκλοφορία της απαγορεύτηκε. Το έργο διαδιδόταν μόνο παράνομα και παρέμεινε αδημοσίευτο έως το 1987 – δύο χρόνια πριν την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και τέσσερα πριν την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Ακολούθησε, δηλαδή, τη μοίρα όλων των συγγραμμάτων που ασκούσαν καυστική σάτιρα στον μπολσεβικισμό και τις σταλινικές πρακτικές προς τη βάναυση αστικοποίηση – εν ονόματι, φυσικά, της Ρωσικής Επανάστασης.
Κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο φημισμένος καθηγητής Φιλίπ Φιλίπποβιτς Πρεομπραζένσκι που σε συνεργασία με το δόκτορα Ιβάν Αρνόλντοβιτς Μπορμεντάλ αναλαμβάνουν ένα παράτολμο πείραμα: Να μεταμοσχεύσουν ανθρώπινα μέλη που ανήκαν σε ένα νεαρό, αλκοολικό προλετάριο στο σώμα ενός πεινασμένου σκύλου που ζητιανεύει φαγητό στα στενά της Μόσχας. Το πείραμα πετυχαίνει: Ο σκύλος, ονόματι Σάρικ, πράγματι εξανθρωπίζεται αλλά, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των επιστημόνων-δημιουργών του, μετατρέπεται σε ένα αγενές, με ζωώδη ένστικτα, ανθρωποειδές· σε έναν ανυπόφορο αγροίκο που καταστρέφει κάθε κανόνα ευπρέπειας στη ζωή του καθηγητή.
Στο μεταξύ, και εν μέσω της εξέλιξης του πειράματος, ο Πρεομπραζένσκι δέχεται πιεστικές παραινέσεις από τους προλετάριους που συγκροτούν τη γενική συνέλευση της πολυκατοικίας όπου διαμένει και οι οποίοι διεκδικούν επίμονα την απαλλοτρίωση του σπιτιού του «στο πλαίσιο της εργατικής πειθαρχίας». Ο γιατρός, γνήσιος αστός, που δεν συμπορεύεται διόλου με τα ιδεώδη της επανάστασης, προσπαθεί να διατηρήσει τα προνόμια του, επικαλούμενος το επιστημονικό του αξίωμα. Αλλά, το ανθρωπόμορφο πλάσμα που έχει δημιουργήσει δρα σαν ένα μικρόβιο της επανάστασης εντός της οικίας του.
Αν και γράφει στα χνάρια της Μαίρη Σέλεϊ και του «Φρανκεστάιν», ο Μπουλγκάλκοφ δεν παραδίδει απλώς μια ιστορία επιστημονικής φαντασίας αλλά ένα πολύ-επίπεδο αφήγημα: Μια ζύμωση ρεαλισμού, παραλόγου, φανταστικού, φιλοσοφικού προβληματισμού και κοινωνικο-πολιτικής σάτιρας, επιτυγχάνοντας μια εκπληκτικά δομημένη αντίφαση ανάμεσα στη μορφή ενός έργου και στο περιεχόμενο του.
Στο στόχαστρο του κορυφαίου Ρώσου δραματουργού μπαίνει κάθε επίδοξος ριζοσπαστικός αναμορφωτής της κοινωνίας ‘φωτογραφίζοντας’ το σταλινικό καθεστώς, – συνεχίζοντας την σατιρική προβληματική του Νικολάι Γκόγκολ στην τσαρική Ρωσία. Παρά τη λογοκρισία την οποία υπέστη, το μυθιστόρημα «Η Καρδιά ενός Σκύλου», μεταφράστηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές γλώσσες και διασκευάστηκε κατ’ επανάληψη για το θέατρο.
Πολιτικό δοκίμιο; Κοινωνική – συστημική σάτιρα; Υπαρξιακή εξίσωση; Δυστοπία της εξέλιξης; Αυτοεκπληρούμενη προφητεία για το μέλλον του ανθρώπινου είδους; Πολλά τα ερωτήματα στα οποία μπορεί να απαντήσει καταφατικά η πολυεπίπεδη ιστορία της «Καρδιάς του σκύλου» του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ.
Και παρότι ως μυθιστόρημα έχει, αρκετές φορές, τροφοδοτήσει θεατρικά ανεβάσματα στην παγκόσμια σκηνή, σπάνια συναντάμε ένα τόσο πυκνό υφολογικά και νοηματικά υλικό στο ελεύθερο ελληνικό θέατρο. Αξίζει, συνεπώς, το ρίσκο και, εν πολλοίς, δικαιώνεται: Ερμηνευτικά, σκηνοθετικά, αισθητικά σε ένα άρτιο και άκρως γοητευτικό σκηνικό οικοδόμημα.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΟι υψηλές αισθητικές ποιότητες είθισται, από τα πρώτα δείγματα της δουλειάς της, να επιβάλλονται στις σκηνοθεσίες της Έφης Μπίρμπα. Με το πέρασμα του χρόνου ωστόσο, το σκηνοθετικό κριτήριο, ισχυροποιείται και αυτή είναι μια διαπίστωση που αναγνωρίζεται και στην «Καρδιά του σκύλου» – μετά δε, το σκηνοθετικό της ντεμπούτο στην Επίδαυρο. Η Μπίρμπα δημιουργεί ολοένα και πιο πλήρεις, στιβαρούς θεατρικούς κόσμους, θεμελιωμένους πάντα στο δίπτυχο του υπερεαλιστικού και του ονειρικού στοιχείου. Η πληθωρική εικονοκλαστική ταυτότητα συνομιλεί σε ισοτιμία με την ανάπτυξη των χαρακτήρων, την εμβάθυνση στις ερμηνείες, την έρευνα στην κινησιολογία, το σωστό ρυθμό αφήγησης. Και όλα αυτά χωνεύονται σε ένα ώριμο σκηνοθετικό αποτύπωμα.
Σε συνέχεια του ανεβάσματος των «Βατραχιών», διακρίνεται, εν μέρει, ένα ανσάμπλ γύρω από τον Άρη Σερβετάλη. Η νέα συνάντηση με τους Ηλέκτρα Νικολούζου, Μιχάλη Θεοφάνους, Αλεξάνδρα Καζάζου και η προσθήκη στη διανομή ηθοποιών που έχουν μακρά θητεία στο σωματικό θέατρο – όπως είναι ο Αντώνης Μυριαγκός – μοιάζει να ασκεί ένα ερμηνευτικό λεξιλόγιο με κοινές αξίες και βάσεις. Είναι ορατά αυτά οφέλη στη νέα τους συνύπαρξη, όπου οι ηθοποιοί δεν δοκιμάζονται απλώς σε μια λογοκρατούμενη, με πολιτικό και υπαρξιακό υπόβαθρο, παρτιτούρα αλλά και σε μια χορογραφημένη σύνθεση.
Άξιος ερμηνευτής αυτής της διπλής πρόκλησης ο Άρης Σερβετάλης καθώς πλάθει τον ήρωα του, τον ανθρωπόμορφο σκύλο – «έναν υπό διαμόρφωση, εφιάλτη» όπως τον κατηγορεί ο καθηγητής και δημιουργός του, Πρεομπραζένσκι: Η σωματική του ευελιξία του επιτρέπει να εμφανίζεται ως ένα πονηρό τετράποδο που σταδιακά μεταμορφώνεται σε αχόρταγο, τυραννικό δίποδο εμποτίζοντας την ερμηνεία του με διαβολική ειρωνεία και σαρκασμό.
Ο Αντώνης Μυριαγκός, λιγότερο εξωστρεφής και πιο εγκεφαλικός καθώς καθρεφτίζει με έπαρση την αστική τάξη, κάνει επίσης μια αξιοσημείωτη εμφάνιση. Οι δυο τους δημιουργούν ένα απολαυστικό κι εναλλασσόμενο δίπολο ανάμεσα στο θύτη και στο θύμα, στον εξουσιαστή και τον εξουσιαζόμενο, στον «πατερούλη» και στο «σύντροφο», δηλαδή στις κραυγαλέες παθογένειες της βίαιης αναμόρφωσης και μετάβασης στο σοβιετικό καθεστώς. Σε αυτήν την σατιρική πάλη, και παρά το σύντομο ρόλο τους ως μέλη της γενικής συνέλευσης της πολυκατοικίας, προστίθενται εύστοχα ως άκαμπτοι εκφραστές των μαρξιστικών ιδεωδών οι ερμηνείες των Σπύρου Δέτσικα, Αλεξάνδρας Καζάζου και Χαράς Μάτας Γιαννάτου. Οι τρεις τους, μαζί με την Ηλέκτρα Νικολούζου και τον Μιχάλη Θεοφάνους, στερεώνουν με χάρη το, χορογραφημένα, υπερεαλιστικό τόνο που διατρέχει αδιάκοπα την παράσταση.
Ως έργο του 1925, «Η καρδιά του σκύλου» παρέχει ένα επιχείρημα εποχής στο ανέβασμα κι αυτό τονώνει, με πρόσθετη γοητεία, το πληθωρικό εικαστικό περιβάλλον. Αποτυπωμένη, καταρχάς, στα θαυμάσια κοστούμια (Έφη Μπίρμπα και Βασιλεία Ροζάνα) η εποχή απαντάται σε πολλά σκηνικά αντικείμενα. Ωστόσο, το κυρίαρχο αποτύπωμα διαμορφώνεται από τη διχοτομημένη σκηνογραφία (Έφη Μπίρμπα): Το έντονο μπλε electric που εκφράζει το χειρουργικό, επιστημονικό σύμπαν από τη μια και το ζεστό καφέ του αστικού σαλονιού από την άλλη. Η σκηνή μεταβάλλεται σε ένα ρευστό, μεταβατικό χώρο. Εδώ, παρεμβαίνει και η προσεγμένη live κινηματογράφιση του Γρηγόρη Πανόπουλου για να εστιάσει ως φακός στις σκέψεις που κυκλοφορούν στο μυαλό του σκύλου.
Η κινησιολογίαΈχοντας, αμφότεροι, υπάρξει (και συνυπάρξει) στις εμπειρίες των εικαστικών περφόρμανς του Δημήτρη Παπαϊωάννου, ο Μιχάλης Θεοφάνους και ο Άρης Σερβετάλης αντλούν από μια μεγάλη, ενίοτε κοινή, δεξαμενή σωματικού λεξιλογίου. Καθώς, ο πρώτος επιμελείται τη σωματικότητα της παράστασης, αναπτύσσει ένα δεύτερο επίπεδο αφήγησης, σχεδόν ισότιμο με το λεκτικό. Το υπηρετεί με μεγάλη ευχέρεια όχι μόνο ο Σερβετάλης (αν και, ομολογουμένως, σε κάποια σημεία της παράστασης η κινησιολογία του γίνεται υπερκινητικότητα, κατά συνέπεια φλυαρία) αλλά και το σύνολο του οκταμελούς θιάσου ως μέλη του ίδιου ερμηνευτικού σώματος.
Για τους θεατές που προσέρχονται στην παράσταση χωρίς προηγουμένως να έχουν διαβάσει το πυκνό μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, πιθανότατα να μην κατανοήσουν πτυχές της πλοκής χάρη σε κάποια άλματα της θεατρικής διασκευής (Έφη Μπίρμπα – Άρης Σερβετάλης) που γίνονται, μάλλον, χάριν δραματουργικής οικονομίας.
Η ιδέα των προηχογραφημένων αφηγήσεων (η οποία ανταποκρίνεται στο ημερολόγιο που κρατά ο δρ. Ιβάν Αρνόλντοβιτς Μπορμεντάλ), ως επί τω πλείστον, θυσιάζεται: Επικαλύπτεται άλλοτε από την ωραία μουσική σύνθεση (Vangelino Currentzis) κι άλλοτε από τους ήχους της σκηνικής δράσης.
Ο φωτιστικός σχεδιασμόςΟι θαμποί φωτισμοί (Σάκης Μπιρμπίλης) στοχεύουν μάλλον στην ανάγκη να υπογραμμιστεί το ονειρικό στοιχείο της σκηνοθεσίας. Ωστόσο, υποφωτίζουν άδικα την εντυπωσιακή σκηνογραφική κατασκευή.
Το άθροισμα (=)Υψηλή η πρόκληση θεατροποίησης του ριζοσπαστικού πολυεπίπεδου κειμένου του Μπουλγκάκοφ που ευτυχεί στις βασικές πτυχές υλοποίησης της.