Οι γυναίκες μετανάστριες στη Γερμανία τη δεκαετία του ’60 υπήρξαν και παραμένουν τριπλά αόρατες γιατί ήταν ξένες, χαμηλού κοινωνικού υπόβαθρου, δεν γνώριζαν τη γλώσσα της χώρας που πήγαιναν και ήταν γυναίκες που δεν κατέγραψε ποτέ η Ιστορία.
Αυτές τις γυναίκες «βλέπει» όμως επιτέλους το ντοκιμαντέρ της Κωστούλας Τωμαδάκη «Η Μητέρα του Σταθμού» που, μετά από μια πετυχημένη πορεία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και σε μεγάλα διεθνή φεστιβάλ, προβάλλεται από τις 22 Φεβρουαρίου 2024 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.
Γυναίκες πρώτης μεταναστευτικής γενιάς, κόρες γυναικών γκασταρμπάιτερ και η νεότερη γενιά μεταναστριών μέσα στην οικονομική κρίση της Ελλάδας, μιλάνε στην ταινία με αφοπλιστική ειλικρίνεια, μοιάζουν να εξομολογούνται κάποια πράγματα στον εαυτό τους και σε άλλους για πρώτη φορά, και σίγουρα αυτήν τη φορά όχι μόνο δεν περνούν απαρατήρητες, αλλά συγκινούν βαθιά.
Συναντήσαμε την Κωστούλα Τωμαδάκη, σκηνοθέτη και σεναριογράφο της ταινίας, η οποία μας εξήγησε τι ήταν εκείνο που την παρακίνησε να ασχοληθεί με το θέμα της γυναικείας μετανάστευσης στη Γερμανία. «Μερικές φορές η έμπνευση μπορεί να είναι ένα βιβλίο ή μια εικόνα. Υπήρχαν μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια, τα καλοκαίρια που παραθέριζα στο χωριό της μητέρας μου, έξω από τα Καλάβρυτα και έπαιζα με τα παιδιά των μεταναστών που τα φώναζαν ‘Γερμανάκια’. Δεν μπορούσε να χωρέσει το παιδικό μου μυαλό, γιατί οι άνθρωποι άφηναν τα παιδιά τους στις γιαγιάδες και πήγαιναν να δουλέψουν στη Γερμανία. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης έπεσα πάνω σε μια αγγελία, νοσοκομείο στο Μόναχο ζητούσε Έλληνες γιατρούς. Τότε άρχισα να ψάχνω σε αρχεία, να μάθω περισσότερα για την μετανάστευση των Ελλήνων στη Γερμανία τη δεκαετία του `60 και του `70. Μου έκανε εντύπωση, μάλλον με ταρακούνησε το γεγονός ότι πουθενά δεν υπήρχαν γυναίκες, λες και ήταν αόρατες. Έτσι, αποφάσισα να κάνω μια ταινία για τις γυναίκες που μετανάστευσαν στη Γερμανία, ήθελα να τις κινηματογραφήσω, να δει ο κόσμος την ιστορία τους».
Έφευγαν οι γυναίκες με το πλοίο Κολοκοτρώνης από τον Πειραιά ή με το τρένο «Ελλάς εξπρές» ή «Ακρόπολις εξπρές». Τα λεωφορεία γέμιζαν κάθε βδομάδα, «σαν πρόβατα έφευγε ο κόσμος». Κορίτσια νέα, υγιή, πολλά χωρίς καν να γνωρίζουν γράμματα, πόσο μάλλον τη γλώσσα της χώρας που θα πήγαιναν. Ξεκινούσε το τρένο από τη Θεσσαλονίκη με 30 βαθμούς κελσίου και έφτανε στο Μόναχο με 5 βαθμούς, όπως λέει χαρακτηριστικά η δημοσιογράφος Ελεωνόρα Ορφανίδου στο ντοκιμαντέρ, περιγράφοντάς μας τα ταξίδια ανάμεσα στους δύο κόσμους της. Η Γερμανία χρειαζόταν εργατικές δυνάμεις και η μετεμφυλιακή Ελλάδα μαστιζόταν από ανεργία και φτώχεια. Υπογράφηκε έτσι διμερής συμφωνία και την Ελλάδα επισκέπτονταν γερμανικές επιτροπές για να επιλέξουν και να οργανώσουν τη μετακίνηση των μεταναστών. Η αυτοματοποίηση της εργασίας συνέβαλε στο να προτιμώνται γυναίκες.
Η σκηνοθέτρια εστίασε, όπως μας λέει, στη γνησιότητα του συναισθήματος, γιατί ειδικά οι μετανάστριες της πρώτης γενιάς που έφυγαν την δεκαετία του `60, ήθελαν να διηγηθούν την ιστορία τους. «Η μνήμη λειτούργησε ως κάθαρση. Στα ατέλειωτα ταξίδια ως τα γυρίσματα, μου έκανε εντύπωση η ανάγκη των γυναικών, ειδικά της πρώτης γενιάς μεταναστριών, να πουν την ιστορία τους. Ήταν η πανδημία, αλλά όλες ανυπομονούσαν για τα γυρίσματα. Δεν υπήρχε φόβος, το μόνο που ήθελαν ήταν να μιλήσουν μπροστά στο φακό. Περίμεναν όλα αυτά τα χρόνια να μιλήσουν για εκείνη την εποχή που πήγαν ξένες στη Γερμανία, χωρίς να ξέρουν την γλώσσα και κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν, να στηρίξουν την οικογένεια στην Ελλάδα, αλλά και να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Εκείνο που νομίζω, ότι βγήκε είναι η τεράστια δύναμη αυτών των γυναικών και η, χωρίς, όρια αγάπη για τα παιδιά τους».
Οικογένειες σε κίνηση και τα παιδιά-βαλίτσαΟικογένειες ξεριζώθηκαν, χωρίστηκαν, κάποιες διαλύθηκαν. Τα σημάδια στα παιδιά είναι ανεξίτηλα. Κάποιες γυναίκες έφυγαν μαζί με τα παιδιά τους. Κάποιες ανέθεσαν την ανατροφή τους σε ξένες γυναίκες. Κάποιες πήραν μαζί και τις γιαγιάδες για να βοηθήσουν. Άλλες πήραν τα μικρότερα και άφησαν πίσω τα μεγαλύτερα παιδιά τους. Κάποια παιδιά δεν κατάφεραν ποτέ να προσαρμοστούν κι έπρεπε να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Κάποιες άφησαν όλα τους τα παιδιά πίσω. Όλες πλήρωσαν το τίμημα για την επόμενη γενιά, όπως λέει η Ελεωνόρα Ορφανίδου. Οι πατεράδες πάλι που δεν ακολούθησαν και απλά επισκέπτονταν τη Γερμανία, έμειναν ξένοι και στις δύο χώρες, ειδικά για τα παιδιά τους.
«Τα παιδιά- βαλίτσα, η δεύτερη γενιά μεταναστριών, είναι τα παιδιά που μεγάλωσαν με τις γιαγιάδες και τους θείους, έμειναν πίσω στα χωριά, κάποιες φορές πήγαιναν μερικά χρόνια στη Γερμανία και μετά πάλι πίσω, ανάμεσα σε δυο χώρες, σε δυο αλληλοσυγκρουόμενους πολιτιστικούς μοχλούς. Κοινό χαρακτηριστικό είναι ότι αυτά τα παιδιά προσπαθούσαν να εξισορροπήσουν το πολιτιστικό και κοινωνικό χάσμα. Η φιλόλογος Παναγιώτα Αϊνατζή, παιδί μεταναστών, πήγαινε στο Ελληνικό σχολείο στη Στουτγάρδη, γύρισε στην Ελλάδα για σπουδές και επέστρεψε στο ίδιο σχολείο για να διδάξει τα Ελληνόπουλα, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τα συναισθήματά τους. Νομίζω ότι τα παιδιά κατάλαβαν ότι η προηγούμενη γενιά, οι γονείς τους, θυσιάστηκαν για να ζήσουν αυτά καλύτερα».
Σε καιρούς δύσκολης επικοινωνίαςΣε εποχές χωρίς κινητό και διαδίκτυο, η επικοινωνία ήταν πολύ δύσκολη. Τα παιδιά πίσω στην Ελλάδα έβλεπαν το τηλέφωνο στο περίπτερο κι έκλαιγαν, αδημονώντας για λίγα λόγια των δικών τους. Κι όταν κατάφερναν να επικοινωνήσουν, η κουβέντα στα δημόσια τηλέφωνα με τον κερματοδέκτη δεν είχε φυσικά καμία ιδιωτικότητα.
«Οι Ελληνίδες μετανάστριες που άφησαν τα σπίτια τους, κάποιες και τα παιδιά τους και πήγαν στη Γερμανία για ένα καλύτερο μέλλον, εκτός από τις δύσκολες συνθήκες στη δουλειά αλλά και στην καθημερινότητα, είχαν να αντιμετωπίσουν και την έλλειψη, την απουσία των παιδιών. Για τις γυναίκες ήταν δυο φορές πιο δύσκολο και για τις μάνες που είχαν μήνες να δουν τα παιδιά τους, ήταν οδυνηρό. Η επικοινωνία, τις περισσότερες φορές, ήταν το τηλέφωνο στο καφενείο του χωριού και μοναδική ελπίδα το τρένο που θα τα έφερνε κοντά τους».
Ελληνικό vs Γερμανικό σχολείο 0-1Ελληνικές κοινότητες δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του ‘60 και οι κοινωνικές συναναστροφές των μεταναστών ήταν σχεδόν μόνο με Έλληνες. Τα παιδιά παρακολουθούσαν το γερμανικό σχολείο και παράλληλα το ελληνικό, βιώνοντας τις τεράστιες διαφορές στον τρόπο διαπαιδαγώγησης και τα εκπαιδευτικό σύστημα (το ελληνικό σχολείο ήταν μια κόλαση, λέει χαρακτηριστικά η Μαρία Κουκουβίνου, διευθύντρια δημοσίων σχέσεων εκδοτικού οίκου). Ακόμα πάντως κι όταν επέστρεφαν στην Ελλάδα τα κορίτσια ήταν πάντα «οι κόρες μεταναστών», κάποιες προσπαθούσαν και στη χώρα τους ακόμα, ή ειδικά σε αυτήν, να μείνουν αόρατες…
«Δεν ήταν πάντα εύκολη η επιστροφή των μεταναστών στην Ελλάδα, όπως για παράδειγμα η περίπτωση της Μαρίας Κουκουβίνου που δεν πέρασε καλά στο Ελληνικό σχολείο. Για την Έλενα Αρτζανίδου που έζησε ανάμεσα σε δυο χώρες, η επιστροφή στην Ελλάδα και η φοίτηση στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή την βοήθησε να πάψει να αισθάνεται ‘αόρατη’.
Ως κόρες μεταναστριών, κάποιες μετανιώνουν, κάποιες χαίρονται που επέστρεψαν στην Ελλάδα. Άλλες έμειναν εκεί και χάραξαν τη δική τους πορεία. Η φράση που τους ακολουθεί; «Κράτα τη ρίζα σου, όπου κι αν είσαι αυτή θα σε ακολουθεί». Οι σημερινές πάλι γυναίκες που μεταναστεύουν σε αντίθεση με την πρώτη γενιά μεταναστριών, είναι μορφωμένες και, όπως παρατηρεί η Κωστούλα Τωμαδάκη «Έχουν εξισωθεί με τις υπόλοιπες Ευρωπαίες και επιλέγουν οι ίδιες τον τόπο που θα ζήσουν και θα εργαστούν. Όλες, όμως, οι γυναίκες έχουν μια τεράστια δύναμη και την επιθυμία να ζήσουν τα παιδιά τους σε ένα καλύτερο κόσμο».
Η ταινία έχει ενδιαφέρον οπτικοακουστικό υλικό και παλιά, σπάνια βίντεο που προέρχονται τόσο από αρχεία οργανισμών όσο και από προσωπικά αρχεία. «Απευθύνθηκα σε συλλόγους Ελλήνων στη Γερμανία, στις Ελληνικές Κοινότητες, στα αρχεία ΑΣΚΙ βρήκα τις καταπληκτικές φωτογραφίες του Λευτέρη Ξάνθου, με τα παιδάκια των μεταναστών να παίζουν έξω από τις παράγκες. Στο ασπρόμαυρο, συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ που μας παραχώρησε το «Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» βλέπουμε σκηνές της υπαίθρου τη δεκαετία του `50 και του `60. Θησαυρός ήταν για μένα το φιλμάκι που τράβηξε ο πατέρας της Παναγιώτας Αϊνατζή και μπορεί να διαβαστεί ως χρονικό της μετανάστευσης του `60 με μουσική υπόκρουση το ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’».
Η πορεία και η υποδοχή της ταινίας στα φεστιβάλ του κόσμουΗ ταινία έχει ήδη διαγράψει πετυχημένη πορεία στα διεθνή φεστιβάλ, μερικά από τα οποία διεξάγονται σε χώρες κατεξοχήν μεταναστευτικών ροών. «Ήταν για μένα έκπληξη η υποδοχή της «Μητέρας του Σταθμού» στην Ινδία, έκανε πρεμιέρα στο Mumbai International Film Festival και μετά άρχισε ένα ταξίδι σε πενήντα διεθνή φεστιβάλ σε όλον τον κόσμο, σε Μόντρεαλ, Νέα Υόρκη, Χιούστον, Λονδίνο, Μπουένος Άιρες, Μπογκοτά, Γενεύη, Σικάγο, Καλιφόρνια, Θεσσαλονίκη, Ντουμπάι, Χόλιγουντ, Τζαϊπούρ, Βοστώνη, Τορόντο. Συγκινήθηκα όταν προβλήθηκε η ταινία στη Λέσχη Ελληνικού Κινηματογράφου στο Σίδνεϊ και με τη βοήθεια του προέδρου, Πέτρου Αλεξίου, μίλησα με τους Έλληνες μετανάστες. Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη την ανταπόκριση του κοινού στο Μόντρεαλ, στο Χιούστον, στη Βοστώνη, στην Καλιφόρνια, στην Μπογκοτά, στο Τορόντο, στην Τουρκία και βέβαια στη Θεσσαλονίκη, όπου πολλοί από τους θεατές ήταν παιδιά μεταναστών».
Πλάνα για το μέλλον; «Σίγουρα με ενδιαφέρει το ντοκιμαντέρ γιατί περιορίζεις τα πάντα στα απολύτως απαραίτητα. Δίνεις τη δυνατότητα σε απλούς ανθρώπους να πρωταγωνιστήσουν, να πουν την ιστορία τους κατευθείαν στο φακό».
«Η Μητέρα του σταθμού»: Από 22 Φεβρουαρίου 2023 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας: Ιερά Οδός 48 & Μεγ. Αλεξάνδρου 134-136, Γκάζι
Σενάριο – Σκηνοθεσία: Κωστούλα Τωμαδάκη
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ΕΡΤ, Τζίνα Πετροπούλου
Διεύθυνση φωτογραφίας: Κατερίνα Μαραγκουδάκη
Μουσική: Δημήτρης Μαραμής
Μοντάζ: Στέλιος Τατάκης
Ηχοληψία: Μάνος Ηρακλής- Σωτήρης Λάντας
Διεύθυνση παραγωγής: Θοδωρής Σταμπούλος
Post Production: AUTHORWAVE