Bella Ciao#7: Ταξιδεύοντας με τη Μπέλλα
Το Bella Ciao σε μια -φανταστική- περιπλάνηση γεμάτη ερωτισμό από το Λονδίνο στη Λισσαβώνα και την Αλεξάνδρεια παρέα με τη Μπέλλα Μπάξτερ…
Το βλέμμα μου μέσα από τη σταγόνα που γλίστραγε στο τζάμι άλλαζε τη μορφή της σε χίλιους δυο σχηματισμούς, απόκοσμους, ονειρικούς.
Καθισμένη στη fer forgé καρέκλα με τα μαλλιά σαν έβενος να θροΐζουν με κάθε κούνημα του κεφαλιού, βουτάει λαίμαργα τα δόντια της στη ξυδάτη ρέγγα με το άρωμα να νιώθεις ότι θα σπάσει την μπαλκονόπορτα, προφυλαγμένη στο γυάλινο αίθριο κλουβί, με θέα όλο το Λονδίνο στα πόδια της. Μια σκυλόκοτα και μια κατσικόπαπια κολωτρίβονται πάνω της.
Με το πλιτς πλιτς πλιτς στο κρανίο και τον βολβό του ματιού από το νεκρό να φτάνει στο τζάμι, άνοιξα την μπαλκονόπορτα και έκανα αισθητή την παρουσία μου.
-Goodmorning Bella
-Goodmorning Bella
Χωθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Από την χαρά μας που σμίξαμε, φάγαμε τόσο κέικ που βαρυστομαχιάσαμε, είμαστε τόσο χαρούμενοι που είμαστε και πάλι μαζί στο Λονδίνο. Το απόγευμα μαθαίνουμε γεωγραφία, Νότια Γαλλία, Άλπεις, Αυστραλία.
Η Μπέλα μου εκμυστηρεύεται ότι θέλει να δει τον κόσμο, δεν την φτάνει αυτό που βλέπει από το αίθριο. Εκφράζει την επιθυμία να βγει έξω και εγώ την σιγοντάρω, έχω την ίδια περιέργεια, ταυτίζομαι. Κάνουμε την πρώτη επανάσταση, κάνουμε το σπίτι λαμπόγυαλο.
Και όλοι μαζί καβαλάμε μια άμαξα με ξύλινα άλογα και ατμομηχανή, απομακρυνόμαστε από το κέντρο του Λονδίνου προς την εξοχή.
Ένας απόλυτα διασκεδαστικός κόσμος αποκαλύπτεται μπροστά μας, καμία αίσθηση κινδύνου, τίποτα που μπορεί να μας σκοτώσει. Συναντιόμαστε με τον πρίγκιπα βάτραχο και το παραμύθι έχει άδοξο τέλος, σκοτώνουμε τον πρίγκιπα βάτραχο.
Κοιτάμε κρυφά τους παραμορφωμένους αντίχειρες του Μπα Μπα και φτάνει στα αυτιά μας ο λόγος για τον οποίο πονάνε οι πατούσες στη μνήμη των γκεϊσών.
Μια ανέλπιστη μπόρα μας αναγκάζει να επιστρέψουμε άρον άρον στο σπίτι. Στην επιστροφή θέλουμε παγωτό. Δεν μας κάνουν το χατίρι. Αντιδρούμε, φωνάζουμε και γρυλίζουμε σαν σκυλιά, κλάματα μέχρι εξαντλήσεως. Με το χλωροφόρμιο επανερχόμαστε στην τάξη και μας παίρνει ο ύπνος.
Το βράδυ από την ταράτσα απολαμβάνουμε τα βεγγαλικά και είναι εκεί πρώτη φορά που ανακαλύπτουμε τα σώματά μας, στητά, εφηβικά στήθη, τόσο ερωτικά, καθόλου πρόστυχα. Πρόσωπο, στήθη, γυμνά πόδια που καταλήγουν σε εφηβικές πατούσες. Ανακαλύπτουμε άγαρμπα την σεξουαλικότητά μας, χαϊδεύομαστε, χαϊδεύομαστε, χαϊδευόμαστε μέχρι να έρθει η κορύφωση, απόλυτη φυσική κορύφωση.
Είναι μια χαρούμενη ιστορία χωρίς ενοχές. Είναι σπάνιο να ζωντανεύεις ένα σώμα νεκρό και να το φέρνεις τόσο κοντά σε μια απόλαυση της ζωής χωρίς τύψεις. Ένα υπέροχο γυμνό σώμα από τις πατούσες μέχρι και το πρόσωπο, γεμάτο ζώνες του έρωτα.
Η καθωσπρέπει κοινωνία, μας εκβιάζει με τιμωρία και ενοχές. Αυτό δε γίνεται, δεν πρέπει να γίνεται, μην το κάνεις. Μοιραζόμαστε το πρώτο σκίρτημα, απομακρύνομαι, γίνομαι παρατηρητής των όσων συμβαίνουν.
Η Μπέλλα νήπιο και όπως συμβαίνει σε αυτή την ηλικία γνωρίζει το πρώτο αγόρι, τον Μαξ. Δυο άνθρωποι κοιτούν ο ένας τον άλλον με αγάπη και υπόσχονται ότι θα παντρευτούν όταν μεγαλώσουν. Κρυφακούμε, τα πρώτα μυστικά αποκαλύπτονται.
Μήπως τη μεγαλώνεις για να κοιμηθείς μαζί της Μπα; Εκείνος απαντά ότι είναι ευνούχος και δεν μπορεί να τη γαμήσει, εξάλλου το πατρικό ένστικτό του κυριαρχεί της σεξουαλικότητας. Η Μπέλλα ζαλίζεται από ενθουσιασμό, θέλει να ταξιδέψει στις θάλασσες.
Εμφανίζεται ένα καινούργιο αρσενικό, σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι σαν άλλος Ρωμαίος.
Τη βλέπει ξαπλωμένη να χαϊδεύει το τριχωτό της πράγμα.
Τα χέρια του μεμιάς αντικαθιστούν τα δικά της ανάμεσα στα πόδια και χαρούμενοι σαν δυο περιστεράκια, βάζουν φωτιά στα σώματα.
Ο Μαξ θυμώνει, απειλεί να του κάνει τα μούτρα κρέας.
-Δε θα αφήσω κανέναν άνθρωπο αγάπη μου να σε πάρει από εμένα.
Στο τέλος υποχωρεί, την αποχαιρετά.
-Γεια σου περιστεράκι, θα σε δω μετά την μεγάλη σου περιπέτεια.
Πέφτω πάνω σε μια κότα με κεφάλι γουρουνιού.
Ο ήχος από τα λόγια του Μπα στο χειρουργείο φτάνει στα αυτιά μου.
-Η Μπέλλα είναι πλάσμα με ελεύθερη βούληση, πρέπει να της επιτρέψουμε να ζήσει.
Στους ανθρώπους της επιστήμης δεν αρμόζουν τέτοιοι συναισθηματισμοί.
Η Μπέλλα τους αποχαιρετά, ανακαλύπτει τα όστρακα του έρωτα μαζί με το αρσενικό.
Ανοίγει, πετά και πίνει. Δοκιμάζει με λύσσα της τάρτες των μοναχών, τις καταβροχθίζει όπως την ίδια την ζωή, όχι μπουκιά μπουκιά. Τα αποτελέσματα από τα αφροδισιακά γεύματα είναι εμφανή. Το θέαμα που μου προσφέρει απενοχοποιημένα, απροκάλυπτα, είναι απολαυστικό. Σαν έφηβο απολαμβάνω ένα σοφτ διεγερτικό πορνό.
Έχει ξεκινήσει το ξέφρενο χοροπηδητό, οι δικοί μου πόθοι άρχισαν να με γαργαλάνε χαμηλά.
Η ηδονή καθρεφτίζεται στο πρόσωπό της και η Μπέλλα Μπάξτερ αναρωτιέται δυνατά γιατί οι άνθρωποι δεν το κάνουν αυτό συνεχώς.
Η απάντηση που παίρνει από τον καβαλάρη την προσγειώνει.
-Είσαι αναίσχυντη! μόλις γαμήθηκες τρεις φορές!
Εκείνη με νάζι απαντάει:
–Τότε θα το κάνω μόνο με εσένα το ξέφρενο χοροπηδητό, μόνο για σένα. Υποσχέσεις.
Ως θεατής, εγώ το άλλο Μπέλλα, ακολουθώ τη Μπέλα στη Λισαβόνα, στα αυτιά μου ηχεί ένα παραδοσιακό πορτογαλέζικο φάντο, το τύμπανο και των δυo μας ερεθίζεται ερωτικά και όχι μόνο. Ένα είδος προσμονής, αλλά κι ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου, ευτυχίας και αγάπης μας πλημμυρίζει. Χάνεται μέσα στα στενά της Λισσαβόνας κι εγώ στο κατόπι της, δεν την χάνω από τα μάτια μου.
Ανακαλύπτει τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα στα στενά, άλλοτε μέσα από κρυφά φιλιά του έρωτα και άλλοτε μέσα από ομηρικούς καβγάδες. Ζάχαρη και βία μαζί. Ζει την περιπέτεια. Ακολουθεί το ουράνιο τραμ κι επιστρέφει στο ξενοδοχείο να συναντήσει το αρσενικό της. Εξακολουθώ να είμαι η σκιά της. Απολαμβάνουν το δείπνο με ένα φιλικό ζευγάρι.
Η κουβέντα όπως συνήθως σ’ αυτές τις περιπτώσεις αφήνει πάντα σεξουαλικά υπονοούμενα. Εκείνη αφήνει υπαινιγμούς για το ενίοτε αλμυρό πέος του αρσενικού της. Η συνέχεια με ανησυχεί. Η ένταση που έχει η Μπέλλα με διαπερνά, απειλεί ότι θα ρίξει μπουνιά σε ένα μωρό που κλαίει στο διπλανό τραπέζι. Γκρινιάζει και παραπονιέται ότι η συμπεριφορά του αρσενικού είναι ανεπίτρεπτη, ότι το φαγητό σκατούλιασε το λαιμό της, το μωρό είναι ενοχλητικό και η γυναίκα είναι βαρετή.
Εκείνος προσπαθεί να τη βάλει σε καλούπια συμπεριφοράς, την περιορίζει, οι απαντήσεις της να είναι τρεις λέξεις, «θαυμάσια! ενθουσιασμένη! και πώς έκανες τη ζύμη τόσο τραγανή που γλύφεις και τα δάχτυλά σου».
Τα πονηρά μυαλά κάνουν εικόνα αντί για τα δάχτυλα το γλείψιμο του πέους. Η Μπέλλα κοκκινίζει και δηλώνει απερίφραστα των ενθουσιασμό της για την πεολειχία. Ο αρσενικός εραστής γίνεται ακόμα πιο κτητικός και δαιμόνιος. Εκείνη ανησυχεί και χαλάει η διάθεση της, γαμώτο.
Μετά από καυγά πάντα το σεξ είναι πιο απολαυστικό. Ένας χορός ζευγαρώματος αρχίζει.
Ο ερωτικός χορός ζευγαρώματος των παγωνιών και των φλαμίνγκο και όλων τον εξωτικών πουλιών ωχριά μπροστά τους. Από το ομαδικό στο ατομικό. Η ολοκλήρωση, ο χορός, η χαρά, ο έρωτας.
-Όπως εσύ έτσι κι εγώ είμαστε πράγματα που ζουν τη στιγμή. Tης ψυθίρισε στ’αυτί. Τραβάει τα βλέμματα, ένας άντρας της κλείνει το μάτι, του το κλείνει κι εκείνη.
Μια καθωσπρέπει σκηνή ζηλοτυπίας ξεκινάει από τον εραστή που τη θέλει μόνο για πάρτη του.
Ξεκινάει ένας καινούργιος χορός πάλης και κατάκτησης, σε ποιον ανήκει, γίνεται όλο και πιο κτητικός. Γίνεται της πουτάνας στο εστιατόριο, της απαγορεύει να μιλήσει.
-Πάψε να μιλάς, επιθυμώ να πάψεις να μιλάς όταν δεν έχεις κάτι να πεις, της φωνάζει δυνατά.
Όπως συμβαίνει πάντα με τα δυο φύλα, μετά τον καβγά περνάνε σε αχαλίνωτα γαμήσια. Της σηκώνει το βικτωριανή φουστάνι και σκύβει να της κάνει γλωσο παίχνιδο.
Είναι εκεί που ανακαλύπτει τα σημάδια από τον προηγούμενο εραστή.
Γυρίζει το μάτι του. Η απόγνωση καθρέφτης στα μάτια του, ο θυμός του γιγαντώνεται, τη βομβαρδίζει με ερωτήσεις.
–Κάνατε έντονο χοροπηδητό; Με όλη την αθωότητα και ανοχή η Μπέλλα απαντάει όχι.
–Απλώς η φωτιά μου έπρεπε να σβήσει, έγλειψε την κλειτορίδα μου. Αναρωτιέμαι, αφού κι εσύ μπορείς να με γλωσοπαίξεις, δε δικαιολογείται αυτό το έντονο συναίσθημα. Ο αντρικός του εγωισμός κλονίζεται και μπήγει τα κλάματα.
Την απαγάγει με δόλο μέσα σε ένα μπαούλο, χάνω τα ίχνη της, πανικοβάλλομαι, ακολουθώ το γνώριμο άρωμά της, χάνω τις αισθήσεις μου. Οι απεγνωσμένες προσπάθειες από ένα γλάρο για την ελευθερία πριν τον θάνατο που φτάνουν στα αυτιά μου, κάνουν τα βλέφαρά μου να πεταρίζουν.
Βρίσκομαι μεσοπέλαγα πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο να με τυφλώνει ο ήλιος χωρίς τα Dior γυαλιά μου και αντηλιακό. Φρίκη!
Στα δεξιά μου η Μπέλλα με μια παρέα φίλων συζητούν. Στήνω αυτί. Ακούω τη Μπέλλα να λέει,
-οι άνθρωποι πρέπει να βελτιώνονται συνεχώς, είναι στόχος όλων μας η βελτίωση, η εξέλιξη, η πρόοδος, η ανάπτυξη κι εγώ το ξέρω καλύτερα από τον καθένα, άλλωστε αποτελώ χαρακτηριστικό δείγμα.
Το έγχρωμο αρσενικό που είναι στην παρέα εκφράζει την άποψή του σε σχέση με το ανθρώπινο είδος, οι άνθρωποι μέσω της φιλοσοφίας προσπαθούν να αρνηθούν ότι είμαστε όλοι βάναυσα κτήνη, γεννιόμαστε έτσι, πεθαίνουμε έτσι, εκείνη βρίσκει πολύ σκοτεινό τον τρόπο που σκέφτεται. Το πρόσωπο της Μπέλλα αποκτά ένα έντονο φως λες και όλες αυτές οι ιδέες σφυροκοπούν το κεφάλι και την καρδιά της σα λάμψη στην καταιγίδα.
Από μακριά πλησιάζει το αρσενικό,
-όλο διαβάζεις πια Μπέλλα, χάνεις όλο και περισσότερο τον αξιολάτρευτο τρόπο της ομιλίας σου, σχολιάζει.
-Έλα, έλα τον προσκαλεί.
–Είμαι στη φάση που απολαμβάνω τη μεταβαλλόμενη διαδικασία που μου συμβαίνει. Μου κρύβεις τον ήλιο.
Εκείνος βίαια της απομακρύνει το βιβλίο που διαβάζει και το πετάει στη θάλασσα. Θέλει να την εγκλωβίσει στα σκοτάδια της άγνοιας. Αποκαλεί πατσαβούρα τη γυναίκα της παρέας και απειλεί να την πετάξει στη θάλασσα, αυτή είναι το πρόβλημα διαμαρτύρεται, της επιτίθεται, εκείνη τον εξουδετερώνει με μια μπαστουνιά, τον απομακρύνουν βίαια.
Εγώ γυρίζω πλευρό με ντύνουν ζεστά οι ακτίνες του ήλιου και με παίρνει γλυκά ο Μορφέας.
Μεταξύ ύπνου και ξύπνιου αφουγκράζομαι την Μπέλλα,
-Υπάρχουν στιγμές που είμαι βάναυση, πρέπει να βελτιώσω αυτή την πληγή, πτυχή του εαυτού μου
-Δεν ξέρεις τον κόσμο και τον φοβάσαι
-Δεν το φοβάμαι
-Θες να δεις πώς είναι στ’ αλήθεια, έλα να σου δείξω…
Από τα μεγάφωνα ακούω ότι είμαστε στην Αλεξάνδρεια και μέσα από τα μάτια της Μπέλλα Μπάξτερ ερχόμαστε αντιμέτωποι με τον πραγματικό κόσμο. Πολλά νεκρά μωρά μέσα σε μια ανείπωτη ζέστη
Στα αυτιά μας φτάνει το βουητό των σαρκοφάγων μυγών, ανατριχιαστικό κονσέρτο της σήψης.
-Πρέπει να τους βοηθήσουμε, επιθυμώ να προσφέρω κάτι στον κόσμο, πώς θα το κάνω αυτό;
-Αν πάμε εκεί κάτω, δικαιολογημένα θα μας δέσουν, θα μας κλέψουν, θα μας βιάσουν, αναρωτιέται το έγχρωμο αρσενικό προβληματισμένο.
Σκέφτεται ότι δεν έχει τίποτα εκτός από τα χρήματα που βρήκε πάνω στο κρεβάτι, τα οποία και προσφέρει. Είναι σίγουρη πως τώρα που ξέρει τον κόσμο θα τον βελτιώσει.
–Δεν μπορείς, απαντάει το έγχρωμο αρσενικό. Η ουσία είναι να μην αποδέχεσαι το ψέμα της θρησκείας, του σοσιαλισμού, του καπιταλισμού, πίσω από όλα αυτά συντρίβεται ο ρεαλισμός.
Και γιατί το χρήμα είναι μια ιδιόμορφη ασθένεια όπως επίσης και η έλλειψή του.
Αντιμέτωποι με την ασθένεια της έλλειψης χρημάτων και τη σχέση της με το αρσενικό σε κρίση, αντιμετωπίζει τη νέα συνθήκη ως πείραμα επιβίωσης κι έρχεται αντιμέτωπη με καινούργιο κόσμο στο Παρίσι. Γνωρίζει την τσατσά που την ενημερώνει ότι
–Αν ξαπλώνεις με διάφορα αρσενικά και τα αφήνεις να σου ρίχνουν έναν πούτσο, θα γεμίσεις φραγκάκια. Είναι ο ευκολότερος τρόπος αν χρειάζεσαι χρήματα, δροσερό, γλυκό μωρό της Αγγλίας.
Αποφασίζει ότι είναι μια συνθήκη περιστάσεων. Είναι μια συρροή συνθηκών δοσμένη από τη μοίρα και δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
–Μέχρι τώρα δεν έχω αφήσει άλλον να με καβαλήσει. Είναι πεπεισμένη ότι ως πείραμα είναι καλό για τη σχέση τους και απορεί με το κλαψιάρικο, κακότροπο φέρσιμό του.
Το αρσενικό αντιδρά.
-Γαμήθηκες για τα λεφτά; Είσαι μια πόρνη, ένα τέρας, ένας δαίμονας της κόλασης που ξεσκίζει το πνεύμα μου και τιμωρεί τις μηδαμινές μου αμαρτίες, ένα τσουνάμι καταστροφών, παίζεις παιχνίδι με την καρδιά μου και καταστρέφεις την ψυχή μου.
Η Μπέλλα αντιδρά.
–Χρειάζομαι έναν σύντροφο να έχει συγκαταβατικό χαρακτήρα, να αποδέχεται τα ελαττώματα μου και να πειραματίζεται μαζί μου.
Σχεδιάζει την πορεία της προς την ελευθερία και αποφασίζει να εργαστεί στο δύσοσμο οίκο ανοχής.
-Μουνόπανο
Η εμπειρία με τα τοξικά αρσενικά διανθείται με άντρες όλων των ειδών, ψηλούς, κοντούς, αδύνατους, ευτραφείς, μαλλιαρούς, σπανούς, μοσχομυρωδάτους, ασχημομυρωδάτους, ιδρωμένους και απλοϊκούς, παρφουμαρισμένους και λουσάτους. Άνθρωποι που περπατούν σαν καβούρια και άλλοι σαν τραγιά, άλλοι ευγενικοί κι άλλοι κάφροι, κρωξίματα ερωδιών και γκαρίσματα γαϊδάρων συνοδεύουν τους οργασμούς. Όμορφοι παπάδες που τους έδωσε το χάρισμα ο θεός και χασάπηδες, πατεράδες με τους γιούς, με φετίχ, χωρίς φετίχ, άλλοι βίαιοι κι οργισμένοι, απολαμβάνουν το γεγονός ότι δεν σου αρέσει. Κι άλλοι αθώοι και ταπεινοί μες τις ενοχές που τους αρέσει, μα πληρώνουν. Όλων των ειδών το βασίλειο.
Ξαπλώνει, σκύβει, καβαλάει, ολόκληρες χορογραφίες για να τους φέρει στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Κι αν τα πράγματα δυσκολεύουν, ένα δάχτυλο στον κώλο ή ένας ελαφρώς πνιγμός βοηθάει για να έχουν τον πιο έντονο, αξέχαστο οργασμό.
Η τσατσά λαδώνει τη μηχανή παραγωγής χρήματος, με ζεστή σοκολάτα και κομπλιμέντα, ανάσα ξεκούρασης το γλυφοπαίχνιδο με μια συνάδελφο σεξεργάτρια, είμαι δίπλα της σε αυτή τη προσπάθεια, να βιώσουμε τα πάντα, όχι μόνο το καλά, αλλά και τα έκφυλα, τον τρόμο, τη θλίψη, γιατί αυτά θα μας ολοκληρώσουν.
Η Μπέλλα μεταβάλλεται, αλλάζει, μεγαλώνει γίνεται άνθρωπος με ουσία κι όχι ένα επιπόλαια ανέγγιχτο παιδί, μαθαίνει τον κόσμο και τώρα που τον μαθαίνει θα είναι δικός της, θα τον κατακτήσει.
Τα κακά νέα ταξιδεύουν γρήγορα. Ο Μπα έχει αρρωστήσει, ετοιμαζόμαστε γρήγορα να επιστρέψουμε στο Λονδίνο. Αφήνουμε πίσω μας το Παρίσι, εν τόπω χλοερό.
Λονδίνο. Επέστρεψε η πόρνη.Στο προσκεφάλι του πατέρα της ξεκινάει μια συζήτηση εκ βαθέων, τον ακούμε να απολογείται.
-Ως άνθρωπος της επιστήμης τα συναισθήματά μου πρέπει να παραμερίζονται, πρέπει να προχωρήσω στο επόμενο, να αφοσιωθώ.
Δικαιολογεί τον πατέρα του που σαν επιστήμονας, είχε το δικαίωμα και μπορούσε να τον σημαδέψει με καυτά σίδερα στα γεννητικά του όργανα και όλα αυτά γιατί έδειχνε προτεραιότητα στην επιστήμη και την πρόοδο.
Παγερή Σιωπή, υποψίες και σκληρές, επώδυνες ερωτήσεις, ανατριχιαστικές αλήθειες θα αποκαλυφθούν.
-Είχα ένα μωρό μέσα μου και πού είναι;
-Μάλιστα, είσαι το μωρό σου, υποθέτω ότι είσαι η μητέρα σου, ταυτοχρόνως είσαι μητέρα και κόρη.
Ένα ξεκούρδιστου βιολί μου κάνει τα νεύρα τσατάλια. Γίνομαι η αύρα της. Πάει να συναντήσει τον πρώην αρραβωνιαστικό στο εργαστήριο, πλημμυρίζει τα ρουθούνια της η γνώριμη μυρουδιά της φορμόλης, του εκμυστηρεύεται την ανάγκη της να σπουδάσει ιατρική
Του μιλάει για τον προηγούμενο βίο της με όλες της λεπτομέρειες.
-Ήμουνα πόρνη το καταλαβαίνεις, έτρωγα πούτσους, έπαιρνα λεφτά. Πώς μπορεί να είσαι ακόμα μαγεμένος μαζί μου, είσαι ακόμα μαγεμένος;
-Το σώμα είναι μπελάς, το διαθέτεις όπως θέλεις, απαντάει.
Ζηλεύω μόνο το χρόνο που πέρασαν οι άντρες μαζί σου. Δε σε κατακρίνω ηθικά.
-Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι επιδέχονται βελτίωση Μαξ;
-Το πιστεύω, όπως ένα ανθρώπινο σώμα μπορεί να θεραπευτεί από ασθένεια, έτσι μπορούν άντρες και γυναίκες να θεραπευτούν από πεποιθήσεις
-Θα με παντρευτείς Μαξ;
-Θα σε παντρευτώ.
Ζούμε όλοι στο παλμό της προετοιμασίας του γάμου, το happy end πλησιάζει όπως στα παραμύθια κι εγώ προβάρω τι θα φορέσω. Παράνυφο θα σταθώ δίπλα στην αγαπημένη μου Μπέλλα Μπάξτερ. Ο Μπα για να παρευρεθεί και να παραδώσει το χέρι της στον Μαξ, ξεπέρασε τον εαυτό του. Χτύπησε 5 mg ηρωίνης στα πόδια για τον πόνο, πήρε τις αμφιταμίνες του για ενέργεια και φυσικά έκανε και μερικές μυτιές κοκαΐνη λόγω της αδυναμίας που της είχε και της ευφορίας που θα του προκαλούσε. Και νάτος εκεί κορδωμένος, χαμογελάει από ευχαρίστηση όπως κάθε πατέρας στο γάμο της κόρης του.
Και λίγο πριν πέσουν στο τραπέζι οι όρκοι αιώνιας αγάπης, όλα ανατρέπονται από την εκφορά του ονόματος Βικτώρια.
-Γεια σου Βικτώρια.
Πόσο εύκολα ανατρέπονται όλα στο πρόσωπο του άντρα που την φωνάζει Βικτώρια, είναι όλο της το παρελθόν. Συστήνεται ως σύζυγος. Εκείνη χωρίς καμία ανάμνηση από το παρελθόν αισθάνεται σαν κούφιο παλλόμενο κουβάρι. Η νύφη το έσκασε. Αποφασίζει να πάει μαζί του και αναρωτιέται αν έχει άμαξα. Εκείνη μου ρίχνει μια κρυφή ματιά λέγοντας μου με τα μάτια μην με εγκαταλείψεις
Και εγώ με τρόπο μαγικό και ξόρκια αλαφροΐσκιωτα είμαι δίπλα της.
-Χαίρομαι που επέστρεψες Βικτώρια.
Το δείπνο σερβίρεται, όλα δείχνουν υπέροχα.
Τρώνε τις αγαπημένες καπνιστές ρέγγες, τη χήνα στο φούρνο γεμιστή με κάστανα, γλώσσα μοσχαρίσια λεμονάτη, σαμπάνια Moët. Αναζητεί τις αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής της μαζί του.
-Ποια ήταν η ρίζα της δυστυχίας μου; τι με ώθησε να πηδήξω από τη γέφυρα;
-Αγαπημένη μου γυναίκα, είχες παντελή έλλειψη μητρικού ενστίκτου, μισούσες το μωρό το αποκαλούσες το τέρας, δεν σου κρύβω ότι χαίρομαι που επέστρεψες, γιατί εμάς μας αρέσει να περνάμε καλά εις βάρος τον άλλων, μας αρέσει η βαναυσότητα, ταιριάζουμε. Η ιδέα να είμαστε καλοί άνθρωποι, είναι τόσο μα τόσο βαρετή.
Θα προσπαθήσω να σε συγχωρήσω για την πορνεία και την σεξουαλική υστερία σου, ακόμα και για το φόνο του ίδιου του παιδιού μας. Θα καθίσουμε ένα χρόνο στο σπίτι να αναρρώσεις
Κοιταζόμαστε, τα πράγματα εξελίσσονται περίεργα, η Μπέλλα αντιδρά.
-Θα φύγω όταν θελήσω δε με κολακεύει η επιθυμία σου να με παγιδεύσεις. Η αντίδραση είναι βίαιη.
–Θα σου ρίξω στο κεφάλι αν προσπαθήσεις να φύγεις αγάπη μου. Όχι στο μπροστινό, στο πίσω μέρος, στο πίσω μέρος. Για να είμαι βέβαιος ότι έφευγες. Επιδόρπιο αγάπη μου;
Καναρίνια στο κλουβί, με τη γάτα να παραμονεύει. Ο φόβος της φυλακής γεννάει ακόμα πιο έντονα την επιθυμία της ελευθερίας. Και πώς να το σκάσεις από έναν αυταρχικό σύζυγο που απειλεί να αφαιρέσει την κλειτορίδα, αυτό το σατανικό εργαλείο που βασιλεύει ανάμεσα στα πόδια σου κατά την γνώμη του.
Οι τεράστιες κλειδαμπαρωμένες πόρτες έτοιμες να πέσουν κατά πάνω μας, μας προκαλούσαν τρόμο, τα ψηλοτάβανα δωμάτια μας έκαναν να νιώθουμε ακόμα πιο μικρές και αδύναμες. Έπρεπε να αντισταθούμε να μην επιτρέψουμε στο φόβο να μας καταποντίσει.
–Είσαι δική μου, είσαι μέρος της συγκομιδής μου και όταν σε απαλλάξω από αυτό το σατανικό όργανο θα φυτέψω ένα σπόρο μέσα σου. Με την απειλή του όπλου προσπαθεί να την αφοπλίσει
Εγώ το Bella Chiao, κρυμμένο πίσω από την κουρτίνα κρατάω την αναπνοή μου. Η Μπέλλα χωρίς να χάνει ούτε μια στιγμή την αυτοκυριαρχία της προσπαθεί να του εξηγήσει τι συμβαίνει,
–Η Βικτώρια, η γυναίκα σου έπεσε από μία γέφυρα και πέθανε. Ο γιατρός Μπάξτερ τη βρήκε, αφαίρεσε το μωρό και μεταμόσχευσε τον εγκέφαλό του στον εγκέφαλό μου, έτσι με επανέφερε στη ζωή. Επιθυμώ να κρατήσω τη νέα μου ζωή αγαπημένε μου πρώην σύζυγε, θα μου καλέσεις μία άμαξα;
-Πιες το ποτό αγάπη μου, χλωροφόρμιο και τζιν και όλα θα βρουν το δρόμο τους.
Ο κρότος από το όπλο με επαναφέρει στην πραγματικότητα. Πετάγομαι. Εκείνος φαρδύς πλατύς στο πάτωμα αιμορραγεί. Η Μπέλλα έχει πάρει τα ηνία στα χέρια της. Διακτινιζόμαστε στο χειρουργείο. Πειραματίζεται όπως κάθε επιστήμονας. Τα πράγματα έχουν επανέλθει στο φυσικό τους ρυθμό.
Εγώ ετοιμάζω βαλίτσες για την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Στην αυλή ο στρατηγός βόσκει ανέμελα. Τα ρολόγια που λιώνουν και μετακινούνται μέσα στο δωμάτιο αρχίζουν να βελάζουν δυνατά. Αυτή η εμμονή την μνήμης. Με βλέπω παιδί να κάνω το προξενιό της κατσίκας με τον τράγο, να την μαρκαλίσει, να ξεδιψάσει η κατσίκα, να ποτίσει ο τράγος και να γεννηθούν κατσικάκια.
Ξύπνησα στα δικά μου πουπουλένια σκεπάσματα από την μεσημεριανή σιέστα, προς στιγμήν μπερδεύομαι, πού είμαι; ο καιρός είναι βαριά συννεφιασμένος με το ψιλόβροχο να γλύφει το τζάμι. Και όμως είμαι στην Αθήνα.
Προβληματίστηκα, ταυτίστηκα, πέρασα ωραία, με άγγιξε, χαμογέλασα, θύμωσα, εξαγνίστηκα, το είδα στον ύπνο μου.
Αβίαστα θα πω ότι η έμπνευση του Γιώργου Λάνθιμου “Poor things”, έχει την καλλιτεχνική υπόσταση ενός έργου τέχνης. Είμαι μάλλον τυχερό που το βίωσα και στον ξύπνιο μου και στον ύπνο μου. Θα επισφραγιστεί μέσα από καπιταλιστικά ιεραρχημένα βραβεία για να αποκτήσει τη θέση του. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι έχει διχάσει.
Σ’ αυτή την περίπτωση όπως και να έχει, βοηθάει στην εξέλιξη, στην πρόοδο του ανθρώπινου είδους πέρα από κάθε προκατάληψη και συναισθηματισμούς του κώλου. Γιατί αν αντιδράς σε μια ταινία, σοκάρεσαι, φοβάσαι για την επιρροή της και δεν σε πιάνει τρόμος για όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή σου, έχεις πρόβλημα κοίταξε το.
Αυτός ο έντονος δημόσιος διάλογος που γίνεται και δημιουργεί ακραία και αντιφατικά συναισθήματα, μόνο αδιάφορο δεν τον λες. Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο, ότι από την ασχήμια μπορεί να φτιαχτεί ομορφιά, παράλληλα με τη δύναμη της μαθητείας, της γνώσης, της σοφίας, της αγάπης χωρίς ηθικούς φραγμούς και κοινωνικές συμβάσεις.
Και σα γενναίος φυλακισμένος αναζητάς την ελευθερία μέσα στον κόσμο, εξελίσσεις την ψυχή σου, δεν ταυτίζεσαι με κανένα περίβλημα, αδυνατείς να φυλακίσεις τον πόθο για ζωή, ζεις ελεύθερη, όπως θα λέγανε και οι Μπέλλες.