Αλίφειρα: Ποια είναι η μυθική πολιτεία που ξαναζωντανεύει στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά;
Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ανδρέας Στάικος, ο σκηνογράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος και ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης “ντύνουν” με λέξεις, εικόνες και ήχο τη δική τους «Αλίφειρα», στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Τρεις συνεργάτες και φίλοι, τρεις σημαντικοί εκπρόσωποι της τέχνης τους, ο συγγραφέας και σκηνοθέτης Ανδρέας Στάικος, ο σκηνογράφος Αλέξης Κυριτσόπουλος και ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης ένωσαν τις δημιουργικές τους δυνάμεις για να μάς παρουσιάσουν την παράσταση «Αλίφειρα» στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά.
Η υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται στην Αλίφειρα, την αρχαία πόλη της νοτιοδυτικής Αρκαδίας, εκεί όπου, ανάμεσα στα αρχαία και τα σύγχρονα της ερείπια, μια μυστηριώδης «ανώτερη δύναμη» έχει καθηλώσει, στην ερημιά και τη μοναξιά μιας ατέρμονης προσμονής, τους ζωντανούς-νεκρούς παλιούς και νέους κατοίκους της. Μια κλοπή και η άφιξη ενός νεαρού αρχαιολόγου αναστατώνουν και ξυπνούν την «πόλη» από τον λήθαργο της και ανοίγουν τους κρουνούς της φαντασίας, της φαντασίωσης και του ονείρου, υλικά με τα οποία θα ανεγερθεί πάνω στην άμμο μια νέα «Αλίφειρα».
Ο Ανδρέας Στάικος, έκτισε, μαζί με τους ηθοποιούς του, πάνω σε αυτή τη νεκρή αρχαία πολιτεία, ένα νέο κτίσμα, την «δική του», όπως την περιγράφει, «Αλίφειρα». Έναν (μη) τόπο τον οποίο κατοίκησε και μοιράστηκε με τα πρόσωπα του έργου του, για να μάς μιλήσει για τους ανεκπλήρωτους πόθους, τη μικρή διάρκεια της ευτυχίας, την ουτοπία, τη σχέση μας με τους «ένδοξους ημών προγόνους», την αέναη συνέχεια και ταυτόχρονα τη σύγχυση της γλώσσας και της ελληνικότητας.
Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος δημιούργησε μικρές ζωγραφικές εικόνες, που εξελίχθηκαν σε μια αυθόρμητη αναφορά στο θέατρο σκιών, έρχονται να συνταιριάξουν με τις μικρές φράσεις και τα λογοπαίγνια του συγγραφέα και να συνομιλήσουν με το θέμα του έργου- ένα ζήτημα που όπως μάς εξομολογείται απασχολεί και τον ίδιο- αυτό του πολιτισμού, των αρχαίων και της εγκατάλειψης των χωριών.
Ο Νίκος Ξυδάκης «ντύνει» μουσικά την παράσταση πατώντας πάνω στην αμφισημία που γεννάει η «Αλίφειρα», αυτή τη μελαγχολική διάθεση που διατρέχει το εσωτερικό του έργου και έρχεται σε αντίστιξη με τα κωμικά του στοιχεία.
Οι τρεις συντελεστές, Ανδρέας Στάικος, Αλέξης Κυριτσόπουλος και Νίκος Ξυδάκης, μοιράζονται μαζί μας τον τρόπο με τον οποίο έδωσαν σκηνική υπόσταση στη δική τους «Αλίφειρα και μάς μιλούν για την παράσταση, που παρουσιάζεται στη Σκηνή Ω του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά έως τις 26 Μαρτίου 2024.
Ένας αυθεντικός θεατρικός συγγραφέας δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τον μέσο άνθρωπο, τον φυσικό άνθρωπο, ο οποίος έχει γεννηθεί για να κινηθεί αενάως προς τον θάνατο. Η διάρκεια της ζωής είναι ένα απέραντο κενό που αποζητά την πλήρωσή του. Το κενό πρέπει να πληρωθεί με ένα διαρκές παιχνίδι. Τα συστατικά του παιχνιδιού είναι η διαρκής αναζήτηση ταυτότητας. Το μέσον αυτής της αναζήτησης είναι η μεταμόρφωση. Η μεταμόρφωση εντός του χρόνου, του χώρου και της δράσης είναι ο ορισμός του θεάτρου.
Συμπερασματικά, οι άνθρωποι, όλοι οι άνθρωποι είναι εν δυνάμει θεατρικά όντα, εν αγνοία τους. Το θέατρο είναι η τέχνη όλων των ανθρώπων. Η αναζήτηση ταυτότητας, η ανανέωση αυτής της ταυτότητας, η αέναη, εκούσια ή ακούσια μεταμόρφωση είναι κανόνας ζωής. Μεταμορφώσεις διαρκείς, διαρκείας, στιγμιαίες ή περιστασιακές. Με λίγα λόγια, το θέατρο είναι η έκφραση και το κτήμα όλων των ανθρώπων.
Αντρέας Στάικος: Το νέο μου έργο «Αλίφειρα», γεννήθηκε από την ανάγκη μου να εξέλθω προσωρινά από το τέλμα της πληκτικής κανονικότητας, να μεταμορφωθώ σε κάποιον άλλο. Να βυθιστώ σε έναν άλλο κόσμο, σε μία άλλη πολιτεία, σε μία άλλη κοινωνία.
Τι κάνει ένας άνθρωπος όταν για οποιονδήποτε λόγο βγαίνει από το σπίτι του; Το κατώφλι είναι το σύνορο. Περνώντας αυτό το κατώφλι εξέρχεται από το σπίτι-παρασκήνιο για να βγει στην κοινωνία-πολιτεία-σκηνή. Γι’ αυτή την έμφυτη τάση μεταμόρφωσης δεν αλλάζουν οι μόδες ένδυσης, συμπεριφοράς, μακιγιάζ κ.λπ., κ.λπ.; Βέβαια -και εδώ βρίσκεται η ουσία αυτού του διαρκούς παιχνιδιού- ο άνθρωπος, ό,τι κι αν κάνει, σε όποια μέσα κι αν καταφύγει, διατηρεί την αρχική του υπόσταση. Αυτές οι σκέψεις, άλλοτε διαυγείς και συγκεκριμένες και άλλοτε θολές και ασαφείς, είναι το κίνητρο για να καταφύγω στη συγγραφή ενός νέου έργου.
Ολοκληρώνοντας τη συγγραφή διαπιστώνω ότι έχω καταδικαστεί να γράφω πάντα τα ίδια και τα ίδια, ότι τελικά τα είκοσι έργα που έχω γράψει είναι παραλλαγές του ίδιου πάντα έργου. Το νέο μου έργο «Αλίφειρα», όπως και τα προηγούμενα έργα μου, γεννήθηκε από την ανάγκη μου να εξέλθω προσωρινά από το τέλμα της πληκτικής κανονικότητας, να μεταμορφωθώ σε κάποιον, κάποιους άλλους, να βυθιστώ σε έναν άλλο κόσμο, σε μία άλλη πολιτεία, σε μία άλλη κοινωνία. Και όσο διαρκεί η συγγραφή του έργου, αλίμονο, μόνο για μερικούς μήνες, έχω το προνόμιο, ως συγγραφέας, να μεταμορφώνομαι σε περισσότερα πρόσωπα, σε όλα τα πρόσωπα του έργου.
Τι είναι αυτό που θέλετε να επικοινωνήσετε με το συγκεκριμένο έργο;Στην «Αλίφειρα», σ’ αυτή τη νεκρή αρχαία πολιτεία που περιέγραψε γύρω στα 170 μ.Χ. ο Παυσανίας, από τότε ερειπωμένη και εγκαταλελειμμένη, έζησα και μοιράστηκα και ταυτίστηκα με τα τέσσερα σύγχρονα πρόσωπα του έργου. Και με το τέλος της συγγραφής και του στησίματος του έργου (σκηνοθεσία) εξήλθα ως φάντασμα από την πολιτεία των φαντασμάτων, πληγωμένος αλλά και λυτρωμένος. Βασανίστηκα, μαζί με τους ηθοποιούς μου -διότι μαζί μ’ αυτούς χτίσαμε πάνω στην άμμο το νέο κτίσμα της Αλίφειρας. Βασανιστήκαμε, χαρήκαμε, λυπηθήκαμε και αποχαιρετίσαμε τη δική μας Αλίφειρα, που δεν θα ξαναδούμε. Μας βασάνισαν όσα βασανίζουν όλους τους ανθρώπους. Οι ανεκπλήρωτοι πόθοι, η δραματικά μικρή διάρκεια της ευτυχίας, η ουτοπία, η σχέση με τους ενδόξους (;) ημών προγόνους, η αέναη συνέχεια της ελληνικότητας και της γλώσσας ή η σύγχυση και τα «μαλλιά κουβάρια» της ελληνικότητας και της γλώσσας.
Η Αλίφειρα είναι η έρημη πόλη, η μη τόπος, ο οποίος πρέπει να κατοικηθεί, να ζωντανέψει, να προσφέρει ανάσες ζωής, ευκαιρίες ουτοπικής ευτυχίας. Για να παραμείνει τελικά η έρημη πόλη η οποία, αλίμονο, πρόσφερε για λίγο, όσο κρατά ένα όνειρο, τη ζωή και την ουτοπική ευτυχία.
Οι ηρωίδες στην “Αλίφειρα” είναι μία ηρωίδα, η μοναδική ηρωίδα όλων των έργων μου, σε άλλες εκδοχές και άλλες καταστάσεις. Είναι η μία και μοναδική γυναίκα, η αιώνια γυναίκα.
Συνηθίζετε να σκηνοθετείτε ο ίδιος τα έργα σας, τουλάχιστον στην πρώτη παρουσίαση τους. Ποια δημιουργική και καλλιτεχνική σας ανάγκη καλύπτει μια τέτοια απόφαση; Όταν γράφετε ένα έργο έχετε καθόλου τη σκηνοθεσία του στο μυαλό σας;Το έργο γράφεται κατά τη διάρκεια των δοκιμών. Μια διαρκής κοπτική-ραπτική που συνεχίζεται ακόμη και την παραμονή της πρεμιέρας.
Με ποιον τρόπο προσεγγίσατε σκηνοθετικά την «Αλίφειρα»;Θεωρώ εν γένει το έργο μου γλωσσοκεντρικό. Η πλοκή και η δράση είναι έρμαια των διαθέσεων της γλώσσας. Η γλώσσα με πηγαίνει όπου θέλει. Αυτή τη φορά με οδήγησε στην Αλίφειρα.
Πώς προέκυψε η γνωριμία σας με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο και τον Νίκο Ξυδάκη;Με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο γνωριστήκαμε στην εφηβική μας ηλικία. Από τότε δεν χωρίσαμε ποτέ. Μοιραστήκαμε τα πάντα, ακόμη και τις διαφορές μας. Μοιραστήκαμε και το Παρίσι. Μοιραστήκαμε και το Λούβρο. Τον Νίκο Ξυδάκη δεν τον γνώριζα προσωπικά. Έγινα φίλος της μουσικής του και έπειτα με τον συνθέτη αυτής της μουσικής. Άρα, είναι παντοτινός φίλος. Τώρα, πίνουμε κρασί μαζί. Τι το καλύτερο. Περιμένω νέα έργα, νέες συνεργασίες και πολλά, πολλά ποτήρια κρασί.
Τι θα πει ύλη και ιδέα… Είναι μια γενική αντίληψη για το έργο, για την υπόθεση του έργου, αυτό που λένε «τι θέλει να μας πει ο ποιητής». Η σκηνογραφία παίρνει υπ’ όψη το θέμα του έργου αλλά και πού γίνεται αυτό, δηλαδή σε ποιον χώρο παίζεται το έργο καθώς επίσης το ότι πρέπει να δημιουργηθούν σκηνικά που είναι μεταβλητά, καθώς την άλλη μέρα πρέπει να φύγουν. Όταν μου είπε ο Ανδρέας την πλοκή του έργου, η πρώτη μου ιδέα ήταν να βάλουμε στη σκηνή ένα λεωφορείο. Του είχε αρέσει πάρα πολύ, αλλά κυρίως πανικοβλήθηκε γιατί σκεφτόταν πού θα το βρούμε, πώς θα το βάλουμε, πώς θα το μετακινούμε, πώς θα πάει στην επαρχία. Του απάντησα ότι μ’ αρέσει να σκέφτομαι κάτι που έλεγε ο φίλος μου ο Νίκος Παναγιωτόπουλος ο σκηνοθέτης: Ήθελε να αφήνει τη φαντασία του ελεύθερη και γι’ αυτό ήθελε στο πλατό έναν γερανό που μπορεί και να μην τον χρειαζόταν ποτέ, αλλά ήθελε να τον έχει.
Λοιπόν, όταν κάνω μια τέτοια δουλειά, σκέφτομαι ότι μπορώ να βάλω μέσα ό,τι μου κατέβει. Ένα λεωφορείο, έναν ελέφαντα, δεν ξέρω κι εγώ τι και μετά να δούμε τι δεν μπορούμε. Αλλά να μην ξεκινήσω απ’ το τι δεν μπορώ, να μην λογοκρίνομαι με τεχνικά ή πρακτικά θέματα. Το λεωφορείο δεν έγινε αλλά θα είχε πλάκα να μπαινοβγαίνουν σε αυτό. (Το σκεφτόμουν αποδώ κι αποκεί γιατί είχαμε κάνει με τον Σαββόπουλο μια φορά στο Σαββόραμα κάτι αντίστοιχο οπτικά. Είχαμε βάλει τον Σαββόπουλο με animation μέσα σ’ ένα φορτηγό.)
Μετά σκεφτόμουν να κάνω ένα πανό το οποίο, όμως, επειδή το θέατρο είναι μικρό, θα πλάκωνε και τους ηθοποιούς και εμάς ως θεατές. Οπότε έκανα αυτές τις ζωγραφιές που είναι λίγο σαν σημαιάκια λίγο σαν τάματα. Το έκανα και τώρα στην έκθεσή μου και το έχω δει κι αλλού, π.χ. στην Tate Modern, ζωγραφικά έργα κρεμασμένα με μανταλάκια τα οποία δίνουν και μια ελαφράδα που έχει μια πολύ μεγάλη απόσταση από στοιχεία που θα μπορούσαν να ναι γραφικά όπως μια εκκλησία, ένα γαϊδούρι, ένα νεκροταφείο, ένα σπίτι παλιό και τα λοιπά.
Αυτά, όταν τα κάνεις τόσο μικρά και κρεμασμένα με μανταλάκια, σαν μπουγάδα, χάνουν τη βαρύτητα και τη σημασία τους αλλά παράλληλα αφαιρείται και το γραφικό στοιχείο – τα κάνει ανάλαφρα. Η απόσταση τα κάνει να έχουν ένα χαμογελάκι. Είναι όμως και δραματικές αυτές οι νύξεις γιατί τα σημεία αυτά έχουν ξεχαστεί αλλά υπάρχουν. Το ότι δεν λειτουργεί το καφενείο κι η εκκλησία σ’ ένα χωριό τα κάνει να υπάρχουν ως φαντάσματα. Οι εικόνες αυτές είναι και μικρές -δεν μ’ αρέσει να πω χαριτωμένες για κάτι που έχω κάνει εγώ- αλλά έχουν μια απλοϊκότητα, μια ελαφρότητα, γεγονός που σου επιτρέπει να τις βάλεις χωρίς να τις παίρνεις τοις μετρητοίς, χωρίς να γίνεται όλο αυτό γραφικό. Είναι πολύ σημαντικό, γιατί κι ο ίδιος ο Ανδρέας δεν είναι καθόλου γραφικός.
Τις ζωγραφιές που έκανα τις σκέφτηκα αφότου έκανα και τη μακέτα και το προσχέδιο για το πανό. Μου ήρθαν όταν είδα λίγη πρόβα, λίγο τον χώρο και λίγο τους ηθοποιούς να μιλάνε. Η αναφορά στο θέατρο σκιών προέκυψε τυχαία χάρη στον φωτιστή μας (Χάρη Δάλλα) γιατί ανεδείχθησαν οι σκιές από τις ζωγραφιές έτσι όπως τις είχα τοποθετήσει. Όταν είδαμε τις σκιές από τα φώτα είπαμε όλοι μαζί εν χορώ ότι θυμίζουν θέατρο σκιών και κάναμε στις ζωγραφιές τα σκαλίσματα. Αυτό μας το έδωσε το φως.
Ποιες εντυπώσεις και συναισθήματα ξύπνησε μέσα σας το νέο έργο του Ανδρέα Στάικου; Πώς αντικατοπτρίζονται στο αποτέλεσμα που θα δούμε επί σκηνής; Και με ποιον τρόπο συνομιλούν με τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ανδρέα Στάικου;Το θέμα του έργου μου άρεσε γιατί είναι ένα θέμα το οποίο γενικά μπορώ να πω ότι απασχολεί κι εμένα τον ίδιο: Η εγκατάλειψη των χωριών, ο πολιτισμός, τα αρχαία, χωρίς το θέμα της παράδοσης, που και αυτή δεν ακούγεται πουθενά παρά μόνο στα κλαρίνα του Νίκου -αλλά κι εκεί ιδιόρρυθμα γιατί δημιουργεί μια ατμόσφαιρα. Ως προς το πώς συνομιλούν τα σκηνικά μου με την προσέγγιση του Ανδρέα, νομίζω ότι στο έργο του Ανδρέα, με τις μικρές φράσεις και τα λογοπαίγνια, τού πάνε οι μικρές εικόνες.
Με ποιους τρόπους μια σκηνογραφική δουλειά μπορεί να αποκαλύψει τον εσωτερικό ψυχισμό των ηρώων ή να υποδηλώσει εκείνα τα άρρητα πράγματα που δεν λέγονται; Τι συμβαίνει με την περίπτωση της «Αλίφειρας»;Αλέξης Κυριτσόπουλος: Το θέμα του έργου μου άρεσε γιατί είναι ένα θέμα το οποίο γενικά μπορώ να πω ότι απασχολεί κι εμένα τον ίδιο: Η εγκατάλειψη των χωριών, ο πολιτισμός, τα αρχαία.
Το σκηνικό δεν έχει σχέση με τον ψυχισμό των ηρώων και των ηθοποιών. Έχει σχέση με τον χώρο που διαδραματίζεται το έργο. Δεν είναι ακριβώς πλαισίωση. Είναι ο χώρος, το έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται. Το έργο διαδραματίζεται σ’ ένα ορεινό χωριό της Αρκαδίας, η οποία, όπως ξέρουμε είναι γεμάτη βουνά που έχουν κάτι το υποβλητικό, κάτι το απειλητικό το οποίο δεν είναι άμεσο με την ψυχολογία των ανθρώπων. Η ίδια υπόθεση, αν διαδραματιζόταν σ’ ένα νησί θα είχε άλλο φόντο. Έχει όμως σημασία και για το έργο το γεγονός ότι τοποθετείται σ’ ένα εγκαταλελειμμένο χωριό σε ορεινό μέρος.
Πώς προέκυψε η γνωριμία σας με τον Ανδρέα Στάικο και τον Νίκο Ξυδάκη;Με τον Ανδρέα γνωριζόμαστε από φοιτητές. Δεν έχουμε ξανασυνεργαστεί ποτέ. Μια φορά κάποτε, πολύ κάποτε (!) είχα κάνει και το εξώφυλλο για το βιβλίο ενός θεατρικού του έργου. Με τον Ανδρέα είμαστε φίλοι, ξέρω τη δουλειά του, αυτός ξέρει πολύ καλά τη δική μου δουλειά, δηλαδή γνωριζόμαστε πάρα πολύ καλά. Ο Νίκος είναι μεταγενέστερος φίλος ο οποίος έχει μπει σ’ αυτήν την παρέα – ας το πούμε έτσι – με την προσωπικότητά του.
Νίκος Ξυδάκης Με ποιον τρόπο προσεγγίσατε μουσικά τη νέα παράσταση του Ανδρέα Στάικου «Αλίφειρα»; Πώς η ατμόσφαιρα, οι διαθέσεις, οι ιδέες του έργου και η σκηνοθετική προσέγγιση του Ανδρέα Στάικου «αποτυπώνονται στη σύνθεση»;Το έργο είναι, θα μπορούσε να πει κανείς, ένας κλαυσίγελος, μια παρωδία, μια κωμωδία, ένας κόσμος, ένας τόπος σαν να υπάρχει και να μην υπάρχει, που λίγο πολύ πνέει τα λοίσθια. Αλλά στον απόηχο αυτού του γέλιου έχουμε μια μελαγχολική γεύση, μια πικρία ας πούμε. Και η φωνή ενός κλαρίνου διατρέχει σχεδόν όλο το έργο, εκφράζει αυτήν τη διάθεση και είναι σαν μια ακόμη φωνή χωρίς λόγια, μια πρόσθετη φωνή εκτός από τις τέσσερις των ηθοποιών. Μάλιστα, αξίζει να αναφερθούμε και στην ερμηνεία στο κλαρίνο από τον Φώτη Μυλωνά, που δίνει έναν πολύ λεπτό και ευαίσθητο τόνο.
Ποια συναισθήματα και εντυπώσεις ξύπνησε μέσα σας το νέο έργο του Ανδρέα Στάικου και πώς αυτά επηρέασαν το μουσικό αποτέλεσμα;Νομίζω ότι η μελαγχολική αυτή διάθεση που διατρέχει το εσωτερικό του έργου συνοδεύει από την αρχή όλη την παράσταση, για να αποκαλυφθεί στο τέλος και το νόημά της, το νόημα αυτού του αισθήματος που έρχεται λίγο σαν σε μια αντίστιξη προς τα κωμικά στοιχεία του έργου. Είναι κι ένας ενδιαφέρων τρόπος εξάλλου της γραφής του Ανδρέα Στάικου και θα ’λεγα πως αυτός ο κλαυσίγελος, αυτή η αμφισημία που γεννάει το έργο, δημιουργεί και μια συγκίνηση που η μουσική βρίσκεται στα χωράφια της. Ο Ανδρέας επιτυχώς στιχουργεί επίσης κι έτσι δίνει τη δυνατότητα να γραφτούν και κάποια τραγούδια από τον χώρο των οποίων προέρχομαι εγώ.
Ποιες είναι οι διαφορές και οι προκλήσεις που συναντάει ένας συνθέτης όταν γράφει για το θέατρο σε σχέση με άλλες μορφές μουσικής δημιουργίας;Νίκος Ξυδάκης: Aυτός ο κλαυσίγελος, αυτή η αμφισημία που γεννάει το έργο, δημιουργεί και μια συγκίνηση που η μουσική βρίσκεται στα χωράφια της.
Το ενδιαφέρον, λοιπόν, στο θέατρο, εάν κάποιος γράφει και μια κάποια άλλη διαφορετική μουσική, πιο προσωπική, είναι ότι του δίνει την ευκαιρία να δημιουργήσει κάτι που δεν θα έκανε και μόνος του. Είναι δηλαδή προϊόν μιας συνεργασίας και αλληλεπίδρασης που γεννάει κάτι τρίτο. Το ευτύχημα σε αυτήν τη συνεργασία με τον Ανδρέα Στάικο είναι ότι έχει μια πολύ καλή αίσθηση της μουσικής, γνωρίζει τι θέλει κι αυτό αν μη τι άλλο κάνει τη συνεργασία πιο δημιουργική και θα έλεγα και πιο ευχάριστη.
Τον Ανδρέα τον γνωρίζω πολλά χρόνια, από παρέες, από παραστάσεις, αλλά κι από άλλα έργα που έχει γράψει κι έχω παρακολουθήσει, αλλά και πριν άκουγα από κοινούς φίλους, όπως ο Αλέξης Κυριτσόπουλος, τις κοινές τους περιπέτειες στο Παρίσι, τον Μάιο του ’68, τα δικτατορικά χρόνια. Αλλά δεν είχε συμβεί να συνεργαστούμε ποτέ. Όμως, ουδέν καλόν αμιγές κακού κι έτσι, λοιπόν, συναντιόμαστε στην ωριμότητα. Ήδη πέρυσι έγραψα τη μουσική για την «Ερμιόνη», τώρα συνεχίζουμε με την «Αλίφειρα» και εύχομαι μακροημέρευση.
Βοηθός Σκηνοθετη: Κωνσταντίνος Σαράντης