Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Ο Διάβολος δεν υπάρχει: Η θριαμβική επιστροφή του Ριγιουσούκε ΧαμαγκούτσιΤο ανθρώπινο βλέμμα διατρέχει ένα δάσος από φύλλα που κινούνται στο απαλό αεράκι. Με αυτό το πλάνο ξεκινάει και κορυφώνεται η τελευταία ταινία του πολυβραβευμένου (έως και τα Όσκαρ έφτασε με το “Drive my car”) Ριγιουσούκε Χαμαγκούτσι που ενώ φαινομενικά παραδίδει ένα ρεαλιστικό φιλμ, τελικά το προικίζει με την ποιητική της τραγωδίας. Ο Ιάπωνας auter καταφέρνει να φορτίσει το ίδιο πλάνο με μια εντελώς άλλη διάσταση, έχοντας αριστουργηματικά οργανώσει την ενδιάμεση αφήγηση.
«Ο διάβολος δεν υπάρχει» είναι μια τραγωδία για το σύγχρονο άνθρωπο, την ισοπέδωση του από τον καπιταλισμό, τη ρήξη του με τη φύση και την κληρονομιά που (δεν) αφήνει στις επόμενες γενιές. Κατά τον ίδιο τρόπο, που ο διάβολος (δεν) υπάρχει. Ήρωας του είναι ο Τακούμι, κάτοικος μιας μικρής επαρχιακής πόλης, δύο ώρες μακριά από το Τόκιο· εκεί μεγαλώνει τη μικρή του κόρη, Χάνα. Ο Τακούμι έχει μάθει να ακούει και να σέβεται τη φύση, μια νοοτροπία που έχει μεταγγίσει στο παιδί του. Η ζωή του ωστόσο, όπως και των υπόλοιπων κατοίκων του χωριού ταράζεται όταν μια ιδιωτική εταιρεία αποφασίζει να κατασκευάσει ένα πολυτελές camping στη μέση του δάσους, απειλώντας το με καταστροφή.
Αργός αφηγηματικός ρυθμός, ασύλληπτης ομορφιάς πλάνα του φυσικού περιβάλλοντος, ερμηνείες με εσωτερική ένταση, άφθονοι συμβολισμοί με αρχετυπικό βάρος που απελευθερώνονται στα τελευταία αγωνιώδη πλάνα: Όλα αυτά καθιστούν τον Χαμαγκούτσι ένα άξιο συνεχιστή της μεγάλης παράδοσης του ιαπωνικού σινεμά και την τιμημένη, με το Μεγάλο Βραβείο του Φεστιβάλ Βενετίας, ταινία του μια στιγμή της φετινής κινηματογραφικής σοδειάς που δεν πρέπει να χάσετε. Παίζεται για τρίτη εβδομάδα στο ΄Αστυ της πλατείας Κοραή.
Στέλλα Χαραμή
Ο Saske είναι ένας από τους αγαπημένους μου Έλληνες καλλιτέχνες την τελευταία πενταετία και πάντα εκτιμώ την πρωτοπορία που φέρνει στη σκηνή με κάθε δουλειά του. Ακόμα περισσότερο εκτιμώ την επιμονή του να βγάζει δίσκους (sorry, δισκάρες), μια εποχή που ακόμα και τα πιο καθιερωμένα ονόματα του είδους βγάζουν μόνο singles. Και όχι μόνο επιμένει στους δίσκους, αλλά έχει πάντα και ένα ολοκληρωμένο όραμα για αυτούς, δεν είναι δηλαδή απλά μια σειρά από τυχαία “πιασάρικα” κομμάτια. Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, περιμένα με τεράστια ανυπομονησία το Deluxe – και όταν έγινε γνωστό ότι θα περιέχει 20 ολοκαίνουρια κομμάτια και όχι απλά bonus tracks του Saskepticism Vol II – ενθουσιάστηκα ακόμα περισσότερο. Παρά τις λίγες “ενστάσεις” μου (στις οποίες θα αναφερθώ παρακάτω), το Deluxe είναι από τους πιο συναρπαστικούς δίσκους του 2024 μέχρι τώρα – και αυτό το καταλαβαίνεις από το πρώτο κιόλας play. Φαντάζομαι πως ονομάστηκε Deluxe, γιατί πράγματι θυμίζει μια “deluxe” συνέχεια του S2, με παρόμοια θεματική και αισθητική. Όπως και ο προηγούμενος δίσκος (ο οποίος ήταν στους κορυφαίους της χρονιάς εκείνης), έτσι και το Deluxe εχει πιο ωμά, hip hop κομμάτια, έχει όμως και τις πιο R&B και “pop” στιγμές του – κομμάτια δηλαδή που εύκολα θα ακούσουμε στα club. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, το επίπεδο έχει εμφανώς ανέβει, ο Saske πειραματίζεται με διαφορετικά delivery, ανάλογα τη διάθεση και το ύφος του τραγουδιού, οι στίχοι είναι καλογραμμένοι (και στα περισσότερα κομμάτια θες 2-3 φορές repeat για να τα πιάσεις όλα), οι παραγωγές ακόμα πιο υψηλού επιπέδου (και το επίπεδο ήταν ήδη υψηλό για την Offbeat). Στο σύνολο του, είναι ένας ολοκληρωμένος δίσκος, ο Saske είναι και ακούγεται πιο σίγουρος από ποτέ και μόνο ενθουσιασμό νιώθω, που ξέρω τι θα παίζει on repeat την υπόλοιπη εβδομάδα στα ακουστικά μου.
Αλλά, ναι έχω μία ένσταση – η οποία περισσότερο αφορά την εμπειρία μου ως γυναίκα ακροάτρια του είδους. Χωρίς καμία διάθεση να “λογοκρίνω” τον Saske, θέλω να πω ότι κομμάτια όπως το Creepin’ με ξενερώνουν και δεν με αφήνουν να απολαύσω στο 100% άψογες δουλειές, όπως για παράδειγμα το Deluxe. Ναι “girls is players too” και σίγουρα υπάρχουν γυναίκες, όπως εκείνες που περιγράφονται στο κομμάτι, αλλά τα αφηγήματα για “gold diggers και βίζιτες” (μια λέξη που από μόνη της πλέον παραπέμπει σε incels), για γυναίκες που είναι είτε keepers είτε μόνο για σεξ και φυσικά για τις γυναίκες που “λυσάν για επιβεβαίωση”, είναι ξεπερασμένα. Νομίζω ότι ο Saske έχει δείξει ότι “μπορεί καλύτερα”, ότι δεν χρειάζεται να ανακυκλώνει τα έτσι κι αλλιώς χιλιοειπωμένα από άλλους συναδέλφους του. Και το δείχνει και σε αυτό τον δίσκο με το Hood και τον τόσο αληθινό στίχο για την ενδοοικογενειακή βία, αλλά και στο Bossin’ (στον αντίποδα του Creepin’), έναν feel-good ύμνο για όλες μας. Για να μην κλείσω αυτό το “hot” με αρνητικό τόνο, πέρα από το Hood και το Bossin’, αυτά είναι (προς το παρόν) τα προσωπικά μου αγαπημένα tracks του δίσκου: Mixed by Erry, Σαββατοκύριακα, Go!, Arc de Triomphe.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Τα social media κάποιες φορές σε μπορούν να σε τρελάνουν, είναι όμως και κάποιες φορές που από το πουθενά μπορούν να σε βοηθήσουν τόσο πολύ, που θα σε κάνουν παράλληλα να τα εκτιμήσεις. Ο Στέφανος Ξενακης είναι αυτή η περίπτωση ανθρώπου, που από το πουθενά έπεσα πάνω του στα social media και έκτοτε τον ακούω στις πιο δύσκολες στιγμές για να μου δώσει κουράγιο ή ακόμη και σε πιο εύκολες για να νιώσω ευλογημένη για όλα αυτά που έχω. Δεν θα μιλήσω για τα βιβλία του. Ξέρουμε όλοι λίγο πολύ για τον θησαυρό που κρύβουν. Θα μιλήσω για τις ομιλίες του και γι’ αυτό το σπάνιο συναίσθημα που νιώθω όταν τον ακούω να μιλάει. Ο Στέφανος Ξενάκης κάνει για εμένα κάτι σπάνιο και νομίζω αυτό είναι κυρίως που τον κάνει τόσο μοναδικό. Το ότι μεταλλάσσει κάθε φορά τις παρουσιάσεις του σε ομαδικές συνεδρίες ψυχοθεραπείας. Μιλάει τόσο άμεσα που είναι σαν να σου μιλάει στην ψυχή. Εκεί βρίσκεται και η ομορφιά της στιγμής. Επίσης, με τα λόγια του μάς εμπνέει να μην παρατάμε τους στόχους μας και ότι η θέληση είναι το σημαντικότερο πράγμα που έχουμε, όπως και ο ίδιος μας ο εαυτός. Ένα πράγμα που μας το υπενθυμίζει σε κάθε του ομιλία. «Δεν υπάρχει τίποτα σημαντικότερο από τον ίδιο μας τον εαυτό» το λέει και το ξανά λέει μέχρι να το εμπεδώσουμε. Με παραδείγματα βγαλμένα από την ίδια την ζωή ο Στέφανος Ξενάκης είναι εδώ για να μας λυτρώνει με λόγια που είναι βάλσαμο για την ψυχή όλων μας. Ακούστε τον και θα με θυμηθείτε…
Μαργαρίτα Ψυχή
View this post on Instagram
Ξεχάστε ο,τι ξέρατε για τις βιογραφίες των διασήμων που εισβάλλουν στις τάσεις ανά καιρούς. Εντάξει ίσως μπήκα λίγο επιθετικά, αλλά οι περισσότεροι έχουμε ταυτίσει το συγκεκριμένο είδος με μια προσπάθεια των προσώπων αυτών για προσοχή, επιβεβαίωση και λίγες παραπάνω στιγμές δόξας και επευφημίας. Στην περίπτωση της Jennette McCurdy, δεν ισχύει το ίδιο. Για όσους δεν την γνωρίζουν, η McCurdy, έγινε ευρέως γνωστή, μέσα από την συμμετοχή της στη σειρά της Nickelodeon, iCarly. Οι πιο σκληροπυρηνικοί, μπορεί να την θυμάστε κι από το spinoff της σειράς με το Victorious, Sam & Cat, με συμπρωταγωνίστρια την Ariana Grande.
Διαβάζοντας την ιστορία της Jennette έρχεσαι αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα των παιδιών στον περίπλοκο κόσμο της υποκριτικής και της τηλεόρασης, ενώ ταυτόχρονα παίρνεις μια ωμή γεύση από μια δυσλειτουργική παιδική ηλικία και μια μητέρα νάρκισσο που στον βωμό των προσωπικών της απωθημένων, θυσιάζει την ψυχική υγεία και την φυσιολογική ανάπτυξη της κόρης της.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Μέσα σε περίπου 300 σελίδες, η ηθοποιός μας διηγείται την τραγική παιδική της ηλικία, την επεισοδιακή εφηβεία, αλλά και την απότομη ενηλικίωση, ούσα πάντα υπό τα φώτα της δημοσιότητας. Εξαιρετικά αυστηρές δίαιτες από μικρή ηλικία, homeschooling, σχεδόν καθόλου ελεύθερος χρόνος, είναι μερικά από τα πράγματα που χαρακτηρίζουν την ζωή της από τότε που ήταν έξι ετών. Έπειτα, η στενή παρακολούθηση όλων των πτυχών της καθημερινότητας της από την χειριστική μητέρα της, αλλά και η προβληματική αντιμετώπιση από τους μεγάλους παράγοντες της τηλεόρασης και για ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου, της Nickelodeon. Όλα αυτά οδήγησαν την Jennette σε έναν αέναο λαβύρινθο με καταχρήσεις στο άνθος της ενηλικίωσης. Υπερβολικές ποσότητες αλκοόλ, binge-eating και συνακόλουθος εμετός με το ζόρι, που φυσικά εξελίχθηκε σε βουλιμία. Ανατριχιαστικές και θλιβερές λεπτομέρειες που κάποτε θεωρούσε ως κάτι το φυσιολογικό.
Περνώντας τις σελίδες, βλέπουμε την μικρή Jennette να πέφτει αφελώς στα δίχτυα της χειραγώγησης της μητέρας της, η οποία της στέρησε μια κανονική παιδική ηλικία και μια ομαλή ανάπτυξη της προσωπικότητας της. Χαρακτηριστικά η ίδια, μετά τον θάνατο της μητέρας της, και πολεμώντας με τους δαίμονες του αλκοόλ και της βουλιμίας, φτάνει στα 22 της για να συνειδητοποιήσει πως δεν ξέρει ποια πραγματικά είναι, χωρίς την μητέρα της. Η χρονιά χειραγώγηση, το παθητικό gaslighting που άργησε τραγικά να αντιληφθεί από το άτομο που υποτίθεται την αγαπούσε περισσότερο από όλους, της είχαν στερήσει την πραγματική της ταυτότητα. Μέσα από μια ανάλαφρη και χιουμοριστική αφήγηση, η Jennette περιγράφει την σκληρή πραγματικότητα του να εισαι ηθοποιός από τα έξι σου χωρίς να το θέλεις. Η ίδια αναφέρει χαρακτηριστικά πως ξόδεψε τα χρόνια που κατά τα οποία υποτίθεται πως κάποιος ανακαλύπτει τον εαυτό του, στο να υποδύεται συνεχώς άλλους χαρακτήρες. Εγκλωβίστηκε στην family friendly εικόνα της Sam, αλλά και στην τέλεια μορφή που είχε σχεδιάσει η μητέρα της για εκείνη.
Η αλήθεια είναι πως όταν είχε κυκλοφορήσει πρώτη φορά, μέχρι και σήμερα, ένα από τα πιο viral σημεία του, ήταν εκείνα τα κεφάλαια που περιέγραφε την σχέση της με την Ariana Grande. Η ίδια παραδέχεται πως την ζήλευε, καθώς επεδίωκε την μουσική της καριέρα, απουσιάζοντας πολύ συχνά από τα γυρίσματα, ενώ παρουσίαζε μια κάπως επιδεικτική συμπεριφορά. Σε συνδυασμό τον τωρινό ντόρο που επικρατεί γύρω από το όνομα της Ariana δεν μου κάνει και πολύ εντύπωση. Ωστόσο, παρά το προφανές ενδιαφέρον για το καλοδεχούμενο τσαγάκι, δεν αξίζει τόσο να εστιάσουμε στο συγκεκριμένο storyline.
Το I’m glad my mom died, είναι η αυτοβιογραφία που πρέπει να διαβάσεις τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σου. Αποτελεί μια δικαίωση για όλους εκείνους τους ηθοποιούς που καταναγκαστικά σιώπησαν, αλλά κυρίως για την ίδια την Jennette που κατάφερε να μοιραστεί μια τόσο δύσκολη ιστορία που την καθόρισε, όμως εν τέλει δεν την όρισε. Δεν το επέτρεψε η ίδια.
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Όταν το 2012 οι Alabama Shakes κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ «Boys & Girls» οι κριτικοί έκαναν λόγο για «αναγέννηση» του αμερικάνικου rock & roll. Η forntwoman του συγκροτήματος, Brittany Howard, που μέχρι τότε έβγαζε τα προς το ζην δουλεύοντας σε σούπερμαρκετ, αλυσίδες φαστ φουντ ή μοιράζοντας γράμματα στις απομακρυσμένες περιοχές της βόρειας Αλαμπάμα από όπου και κατάγεται, κατάφερε να ταξιδέψει για πρώτη φορά εκτός αμερικάνικου νότου, να δει τον ωκεανό, να περιοδεύσει στην Ευρώπη και να αποκτήσει μερικούς διάσημους θαυμαστές όπως ο Paul McCartney, o Barack Obama, η Adele και ο Prince. Ο τελευταίος τους κάλεσε, το 2015, να τραγουδήσουν στο Paisley Park ζητώντας τους, μάλιστα, να ανέβει μαζί τους στη σκηνή για ένα τραγούδι.
Εννέα χρόνια αργότερα, συγκεκριμένα στις αρχές αυτού του Φεβρουαρίου, η Brittany Howard, η οποία έχει αφήσει από το 2017 οριστικά πίσω της τους Alabama Shakes, κυκλοφόρησε το 2ο solo άλμπουμ της με τίτλο «What Now». Και επειδή τίποτα σε αυτή τη ζωή δεν είναι τυχαίο, ακούγοντας τη νέα δουλειά της Αμερικανίδας τραγουδίστριας και τραγουδοποιού την προηγούμενη εβδομάδα, αισθάνθηκα πως ο σπουδαίος Prince, που έφυγε από τη ζωή το 2016, άφησε πίσω του ακούσια μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και συναρπαστική «κληρονόμο». Μια καλλιτέχνιδα που με το ιδιαίτερο και μοναδικό στυλ της φέρει κάτι από τη μουσική σπιρτάδα και την ερμηνευτική ρευστότητα εκείνου. Τραγούδια όπως το «Power to Undo» -προσωπικά το αγαπημένο μου από το άλμπουμ- αποτελούν περίτρανη απόδειξη μιας τέτοιας εκλεκτικής «συγγένειας». Το «What Now» είναι ίσως η καλύτερη δουλειά της Birttany Howard μέχρι σήμερα και ανυπομονώ για τη συνέχεια.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Όσο κι αν ο Βασίλης Παπαβασιλείου καταφέρνει να νοηματοδοτεί ανάλαφρα έργα με το φωτεινό του βλέμμα και πνεύμα, η τελευταία του απόπειρα στο Θέατρο Τέχνης δεν ακολουθεί τα προηγούμενα παραδείγματα. Καταρχάς, παρακολουθώντας την φαρσοκωμωδία του Ευγένιου Λαμπίς «Οι δυο χέστηδες» δυσκολεύτηκα να κατανοήσω το κίνητρο γύρω από την επιλογή του έργου. Μια ωραία νεαρά βρίσκεται παγιδευμένη στην απόφαση του δειλού πατέρα της να την παντρέψει με τον πρώτο τυχόντα που ζητάει το χέρι της. Όμως η ίδια διεκδικεί να ευτυχήσει στο πλευρό εκείνου που αγαπά, ο οποίος είναι επίσης φριχτά δειλός. Αυτή είναι η πλοκή του κειμένου που εκτός από τη χαριτωμένη ελαφρότητα του, δεν μπορεί να διακριθεί για κάτι άλλο. Επιπλέον, τα συνήθη λιγοστά μέσα που διαθέτει το Θέατρο Τέχνης για τις παραγωγές του επιδεινώνουν την κατάσταση – παρά τη φιλότιμη προσπάθεια του σκηνογράφου Άγγελου Μέντη και της φωτίστριας Στέλλας Κάλτσου. Όσο για τη μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου θυσιάζεται από μια κακόηχη ηχογραφημένη παραγωγή.
Και καταλήγουμε, μοιραία, στη βασική αρετή της παράστασης, τους ηθοποιούς της, που προσπαθούν να σώσουν ό,τι σώζεται. Εξαιρετικός ο Γιώργος Γλάστρας – απορώ γιατί δεν τον βλέπουμε συχνότερα σε κωμικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους – αλλά απολαυστική και η υπόλοιπη πρωταγωνιστική ομάδα: Θέμης Πάνου, Κλέλια Ανδριολάτου, Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος, Σμαράγδα Κακκίνου.
Στέλλα Χαραμή
Εβδομάδες έρχονται, εβδομάδες φεύγουν και όλο και κάτι θα βρεθεί να ασχοληθούμε σε αυτή τη χώρα που ησυχία πια δεν βρίσκει. Διαβάσαμε, λοιπόν, μέσα στην εβδομάδα και λίγες ημέρες μετά την υπερψήφιση από τη βουλή του νομοσχεδίου που αναγνωρίζει πλέον το δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών στον πολιτικό γάμο και την τεκνοθεσία, την εξής είδηση: το Κίνημα Ενωμένων Κυπρίων Κυνηγών ζητά από το Υπουργείο Παιδείας την απόσυρση ενός παιδικού βιβλίου με τίτλο «Οικογένεια είναι…» των εκδόσεων Διόπτρα, από τη βιβλιοθήκη νηπιαγωγείου της Λευκωσίας. Ο λόγος; Σύμφωνα με τους ίδιους επειδή το εν λόγω παιδικό βιβλίο είναι «ανήθικο» και «ανάρμοστο». Και όλο αυτό ακούγεται σαν ένα κακόγουστο αστείο. Μια ομάδα ανθρώπων δηλαδή που έχει ως χόμπι το κυνήγι ζώων, να κρίνει τι είναι ανήθικο και τι όχι. Και είναι απλά δεδομένο για εκείνους πως ένα παιδικό βιβλίο που στόχο έχει να προάγει απλά την αγάπη, έχει τη δύναμη να εγείρει τον ηθικό πανικό αφού μπορεί να αποτελέσει «απειλή για τον παραδοσιακό θεσμό της οικογένειας», όπως έγραψαν μάλιστα οι ίδιοι οι άνθρωποι του κινήματος σε επιστολή τους. Και θα περίμενε κανείς, μετά και το τελευταίο τεράστιο βήμα της χώρας προς την αποδοχή, αυτοί οι άνθρωποι να έπαιρναν ως απάντηση πως οικογένεια σημαίνει να μεγαλώνεις παιδιά μαθαίνοντάς τους τι θα πει πραγματική αγάπη, κατανόηση, ασφάλεια και φυσικά αποδοχή. Μαθαίνοντάς τους πως κανένα παιδί δεν πρέπει να βιώσει την απόρριψη και τον εκφοβισμό επειδή κάποια οικογένειά μπορεί και να μη μοιάζει τόσο με τη δική του ή άλλες οικογένειες άλλων παιδιών.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Σε ανακοίνωση των εκδόσεων Διόπτρα διάβασα με μεγάλη απογοήτευση πως ο Διευθυντής της Δημοτικής Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας προχώρησε σε δήλωση αναφέροντας μεταξύ άλλων πως το βιβλίο «προκαλεί» κι έτσι τελικά αποσύρθηκε. Ελπίζω πραγματικά αυτό να μην ισχύει ή και αν ισχύει απλώς να επανεξεταστεί και να δοθεί ένα τέλος πια σε αυτή την προώθηση της ανισότητας. Ας βάλουμε όλοι πια στη ζωή μας την συμπερίληψη. Ας δώσουμε στα παιδιά όλους τους λόγους για να κάνουν εκείνα πια τον κόσμο αυτό καλύτερο από ό,τι οι προηγούμενες γενιές.
Ευδοκία Βαζούκη