Συν & Πλην: «Η προξενήτρα» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για την «Προξενήτρα» σε σκηνοθεσία Θωμά Μοσχόπουλου που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο REX – Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη»
Μέχρι να φτάσει στο θρίαμβο της «Προξενήτρας» ο Θόρντον Γουάϊλντερ, χρειάστηκε περί τα 16 χρόνια: Το 1938 παρουσιάζει τον «Έμπορο του Γιόνκερς», προπομπό της «Προξενήτρας», συγκεντρώνοντας κακές κριτικές και κυρίως ψυχρή ανταπόκριση από τον κόσμο. Το έργο κατέβηκε κακήν κακώς μετά από 39 παραστάσεις. Κι όμως, χωρίς να αλλάξει πολλά από την πλοκή, την υπόθεση, το ύφος αλλά και τις σατιρικές νύξεις της αμερικανικής κοινωνίας, το επαναλανσάρει υπό τον τίτλο «The matchmaker» («Η προξενήτρα»)· και πλέον το βλέπει να θριαμβεύει στο Royal Lyseum Theater στο Εδιμβούργο – στο πλαίσιο του ιστορικού Φεστιβάλ της πόλης. Είναι 1954 και η αποδοχή είναι ανέλπιστη. Σύντομα, «Η προξενήτρα» κάνει καριέρα στο Λονδίνο και το 1955 ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ όπου παίζεται για σχεδόν 500 παραστάσεις!
Η ιστορική συγκυρία και τα διαφορετικά κοινωνικοπολιτικά γεγονότα της κάθε περιόδου φαίνεται πως διαδραμάτισαν κρίσιμο ρόλο στις, δύο εντελώς διαφορετικές προσλήψεις του κειμένου από το κοινό. Η πρώτη στον απόηχο του Μεγάλου Κραχ και πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με ήρωα ένα γνήσιο καπιταλιστή όπως είναι ο κεντρικός ήρωας Οράτιος Βάντεργκέλντερ (δηλαδή ένα πρόσωπο – σύμβολο της οικονομικής κατάρρευσης) δεν φαίνεται να έλκει το αμερικανικό κοινό. Όμως, 16 χρόνια αργότερα, με τους Αμερικανικούς όχι μόνο να έχουν απομακρυνθεί από τα ‘πέτρινα’ χρόνια αλλά να έχουν ήδη περάσει στο χορό του καταναλωτισμού και της ανάπτυξης, μοιάζουν έτοιμοι να απολαύσουν τις χαριτωμένες παρεξηγήσεις γύρω από ένα προξενιό με κύριο ενδιαφερόμενο τον πλούσιο και πάντα «σφιχτό» Οράτιο Βάντεργκέλντερ.
Ο «σκληρόκαρδος» έμπορος τροφίμων με την «μαγκούφα και γκρινιάρα ψυχή» που κάνει μαρτυρική τη ζωή όλων γύρω του – των φτωχών υπαλλήλων του, του μπαρμπέρη του, της ανιψιάς του Ερμενεγάρδης που θέλει να παντρευτεί τον αγαπημένο της – αποφασίζει να παντρευτεί μετά από πολλά χρόνια χηρείας, να ρισκάρει, όπως λέει, «λίγη ασφάλεια (οικονομική) χάριν λίγης περιπέτειας». Η μόνη που μοιάζει να χειρίζεται επιδέξια τον δύστροπο χαρακτήρα του είναι η κυρία Ντόλυ Λιβάϊ που, ενώ υπόσχεται να του βρει την ιδανική νύφη, προωθεί τεχνηέντως τον εαυτό της για τη θέση αυτή, προκειμένου να χαρεί μια ζωή ευκατάστατη και ξέγνοιαστη.
Όπως και στην πρώτη εκδοχή του έργου, έτσι και στη δεύτερη, ο Θόρντον Ουάϊλντερ σχολιάζει με απολαυστική λεπτότητα την αμερικανική κοινωνία που έχει επαναπαυτεί στις δάφνες της και επιδιώκει μόνο την ενίσχυση της οικονομικής της ευρωστίας. Αυτή η στάση διαβρώνει τις ανθρώπινες αξίες μέχρι το κόκκαλο, επηρεάζοντας πρώτες και καλύτερες τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, που στα μάτια των περισσοτέρων – του Οράτιου καλή ώρα – δεν είναι παρά ένα ακόμα αποδοτικό επιχειρηματικό deal. «Ο γάμος είναι ο τρόπος που δωροδοκείς μια οικιακή βοηθό ώστε να την κάνεις να πιστεύει ότι είναι μια νοικοκυρά» ισχυρίζεται ο έμπορος του Γιόνκερς.
Αυτό το στέρεο σατιρικό επίπεδο στο έργο του Ουάϊλντερ διανθίζεται με, εύστοχα και πάντα κομψά διατυπωμένα, σχόλια για την ταξική ανισότητα, το δικαίωμα της γυναίκας στην εργασία και γενικότερα τη θέση της γυναίκας στην αμερικανική κοινωνία και πάνω από όλα την ανάγκη μιας ζωής με καθαρό βλέμμα: Ώστε κανείς να βιώνει κανείς σε βάθος με τις ματαιώσεις, τα πάθη αλλά και τις περιπέτειες της, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν τους κοινωνικούς περιορισμούς, τα στερεότυπα και τον αυτοσκοπό του «κέρδους».
Διορατικός ανατόμος της αμερικανικής νοοτροπίας – οι επόμενες δεκαετίες τον δικαίωσαν πανηγυρικά – ο Θόρντον Ουάϊλντερ οικοδομεί αυτή την κατασκευή με όρους φάρσας: Κωμικά τεχνάσματα, παρεξηγήσεις, ανατροπές, μεταμφιέσεις.
Η τρίτη καριέρα του έργου ήρθε το 1964 ως μιούζικαλ με τον τίτλο «Hello, Dolly!» γνωρίζοντας επίσης τεράστια επιτυχία και 10 βραβεία Τόνι. Αν συνυπολογίσουμε και την κινηματογραφική καριέρα της – η πρώτη μεταφορά το 1958 και η δεύτερη με χαρακτήρα μιούζικαλ, η διασημότερη με την Μπάρμπρα Στρέιζαντ και τον Γουόλτερ Ματάου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
H παράστασηΟ καλός τεχνίτης του θεάτρου επικυρώνει την ικανότητα του διπλά όταν αναμετράται με την φαρσική, σατιρική κατάσταση. Κι επειδή ο Θωμάς Μοσχόπουλος μοιάζει να εκτιμά ολοένα και περισσότερο αυτόν τον κόσμο, επιστρέφει εντός του με αξιώσεις, έχοντας ως όχημα το διάσημο έργο του Θόρντον Ουάϊλντερ. Σύμμαχοι του οι ηθοποιοί, με έμφαση στο δίδυμο Γαλήνης Χατζηπασχάλη – Σίμου Κακάλα σε μια παράσταση όπου λειτουργούν όλα, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε αισθητικό επίπεδο. Με εξαίρεση τον, προς κατάκτηση, στόχο απογείωσης του ρυθμού.
Τα Συν (+) Οι ερμηνείεςΟ ορθός τρόπος για να δουλέψει κανείς πάνω σε μια κωμωδία – και δη στο είδος της φάρσας – είναι να αναρωτηθεί καταρχάς για τη σύνθεση του θιάσου του. Φαίνεται πως αυτή τη διαδρομή ακολούθησε και ο Θωμάς Μοσχόπουλος στην παράσταση του Εθνικού Θεάτρου, ‘φωτογραφίζοντας’ καταρχάς την προξενήτρα στο πρόσωπο της Γαλήνης Χατζηπασχάλη. Για πολλοστή φορά, η Χατζηπασχάλη ακτινοβολεί, επιβεβαιώνοντας και πάλι την κωμική της ευφυΐα και πληθωρικότητα, ως ένα από τα σπουδαιότερα κωμικά ταλέντα της ελληνικής σκηνής.
Περιβάλλεται, βεβαίως, από άξιους συναδέλφους: Την έκπληξη του Σίμου Κακάλα (κυρίως όσον αφορά στη φύση του κειμένου) που εντελώς ανεπιτήδευτα και φυσικά δίνει απολαυστικά ζωή στον κακότροπο Οράτιο. Ο Θανάσης Δήμου, άλλη μια περίπτωση στενά και οργανικά συνδεδεμένη με την κωμωδία, αντιστρέφει ωραία τους όρους μέσα από μια μελαγχολική σατιρική απόδοση του ξεπεσμένου Μαλαχία Στακ.
Η Ευδοκία Ρουμελιώτη (που ολοένα και αποδεικνύει ότι μπορεί να σταθεί επάξια σε ότι κι αν της δοθεί) επιστρέφει στη φαρσική ελαφρότητα που της πάει πολύ μέσα από το ρόλο της ‘σουφραζέτας’ Αϊρίν Μολόϊ.
Ο Πάνος Παπαδόπουλος καταφέρνει, χωρίς περιττές εξάρσεις, να σχηματίσει θαυμάσια το ρόλο του διψασμένου για περιπέτεια φτωχού και καταπιεσμένου υπαλλήλου Κορνήλιου Χακλ, καθώς επωμίζεται το μεγαλύτερο βάρος της «παρεξήγησης» του έργου. Δίπλα του και ο Φώτης Στρατηγός, με ωραία παρουσία και στις απαιτήσεις της κωμωδίας. Όσο για τη Ράνια Οικονομίδου, παρά το σύντομο ρόλο ως γεροντοκόρη Φλώρα Βαν Χόϋζεν, δεν παραλείπει να φέρει τη ερμηνευτική της φινέτσα και να κάνει απλά λόγια να μοιάζουν σημαίνοντα. Ωραία συμπληρώνουν την ομάδα ο Θανάσης Ραφτόπουλος, ο Άλκης Μπακογιάννης, ο Ιωάννης Μυστακίδης, ο Γιάννης Σαμψαλάκης και η Βιβή Φωτοπούλου.
Οι προθέσεις του Θωμά Μοσχόπουλου είναι ορατές από την πρώτη στιγμή: Τον απασχολεί το παιχνίδι της αναπαράστασης, η αποκάλυψη της υπόδησης (οι ηθοποιοί αναγγέλλουν τα «μπαίνω – βγαίνω»), η ανάδειξη της θεατρικής συνθήκης ενώ δοκιμάζει και την απεύθυνση στο κοινό που σε συνδυασμό με άλλες επιλογές του (λόγου χάρη, την ερμηνευτική αποστασιοποίηση) συνομιλεί ευθέως με τη διαλεκτική του Μπέρτολντ Μπρεχτ. Εμβαθύνει, λοιπόν, στους μηχανισμούς του θεάτρου, αναγνωρίζει στη φάρσα μια κατασκευή που πρέπει να αποσυναρμολογηθεί (πριν επαναδομηθεί) χωρίς, ωστόσο, να αφήνει ανέγγιχτα τα θέματα του έργου. Απεναντίας, αποκαθιστά, θα έλεγε κανείς, την προβληματική του Ουάϊλντερ που είχε κατηγορηθεί για επιφανειακή προσέγγιση με το πρόσημο μιας, σατιρικά σκεπτόμενης, δραματουργίας.
Η όψη της παράστασηςΣταθερές συνεργάτιδες του Μοσχόπουλου, τόσο η Ευαγγελία Θεριανού στα σκηνικά όσο και η Κλαιρ Μπρέϊσγουελ στα κοστούμια μπολιάζουν με γούστο αλλά και δεύτερες αναγνώσεις τις καλαίσθητες δημιουργίες τους. Η μεν Θεριανού (αφού αφήνει ατελές το σκηνικό σχολιάζοντας το φανέρωμα της θεατρικής συνθήκης) φτιάχνει ένα σκηνικό με διαρκείς παραπομπές: Το «Μεγάλο Μήλο», aka η Νέα Υόρκη, χωράει σε έναν μπορντό πολυμορφικό κύβο, βαμμένο στα χρώματα των τούβλινων κτηρίων δηλαδή, εντός του οποίου προβάλλει σαν εγκατάσταση το αμερικανικό δολάριο. Στην ίδια προβληματική, η Κλαιρ Μπρέϊσγουελ φτιάχνει κοστούμια εποχής (με μοντερνικά στοιχεία, όπως λόγου χάρη τα παπούτσια των ηθοποιών) σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ντύνει, δηλαδή, τους ηθοποιούς στο χρώμα του χρήματος. Όλα χάρμα οφθαλμών.
Τα τελευταία χρόνια, οι σκηνοθεσίες του Θωμά Μοσχόπουλου υπολογίζουν σημαντικά στο σχεδιασμό κίνησης της Σοφίας Πάσχου η οποία και εδώ, έχει καταθέσει μια δουλειά αξιοσημείωτη στα γκαγκ και στην ευρηματική οργάνωση των σκηνών. Αν και υπολείπεται στο σωστό timing.
Μια καλοκουρδισμένη κωμωδία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς το ανάλογο soundtrack, εδώ live στο πιάνο από τον Γιάννη Μαραμαθά που συλλειτουργεί άψογα με την πρωταγωνιστική ομάδα.
Τα Πλην (-) Ο ρυθμόςΠιθανότατα, είναι ζήτημα τριβής και εξάσκησης, αφού η παράσταση μόλις ανέβηκε: Παρόλα αυτά, χρειάζεται να τελειοποιηθεί σε επίπεδο συγχρονισμού, ρευστότητας και ρυθμού που είτε γεννά το αστείο είτε το αναβαθμίζει σε ξεκαρδιστικό.
Το άθροισμα (=)Ευφρόσυνη, ανάλαφρη, υψηλής θεατρικότητας αλλά και γόνιμα αναθεωρημένη ανάγνωση στην κλασική φάρσα της «Προξενήτρας». Στον επώνυμο ρόλο η Γαλήνη Χατζηπασχάλη σε ένα ακόμα ρεσιτάλ.