Ένα παράξενο τοπίο. Ένας πύργος ξεπροβάλλει ανάμεσα από λουλούδια και όσο περνά ο χρόνος γίνεται μεγαλύτερος. Μια γυναίκα πλέκει μια κουβέρτα από αστέρια. Ένα κεφάλι ξεπροβάλλει από έναν τοίχο. Αντικείμενα που αλλάζουν ιδιότητες. Πρόσωπα που χωρίζονται, διπλασιάζονται, πολλαπλασιάζονται, εξαφανίζονται, στερεοποιούνται, θολώνουν, ξεκαθαρίζουν… Εικόνες από παιδικό όνειρο ή από ένα παράδοξο ποιητικό παραμύθι γεμάτο απόκοσμες ιστορίες που αφηγείται κάποιος/α ηλικιωμένος/η… Ίσως, τελικά, να είναι μόνο ένα σκηνικό όνειρο, ένα Ονειρόδραμα (1901) σαν αυτό που συνέθεσε ο Άουγκουστ Στρίντμπεργκ και παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, από 20 Μαρτίου, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Μαυραγάνη.
«Ονειρόδραμα»: Λίγα λόγια για το έργοΟ Σουηδός θεατρικός συγγραφέας αφηγείται την ιστορία της κόρης του θεού Αγνής, από τη στιγμή που κατεβαίνει από τον ουρανό για να επισκεφθεί τη γη, προκειμένου να γνωρίσει την ανθρώπινη φύση και όσα βιώνει το άγνωστο για εκείνη είδος. Τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα που γνωρίζει μοιράζονται μαζί της το καθένα το δικό του σύμπαν, όπου η Αγνή εισχωρεί άλλοτε ως θεατής και άλλοτε ως συμμέτοχη. Όσο πορεύεται μαζί τους, από πλάσμα του ουρανού, αρχίζει να γίνεται ολοένα και περισσότερο άνθρωπος, γνωρίζοντας από κοντά τις δυσκολίες της ζωής, τις ελπίδες και τις διαψεύσεις της.
Το «Ονειρόδραμα», το πιο προσωπικό και πιο αγαπημένο, κατά δήλωση του ίδιου του συγγραφέα, έργο του είναι την ίδια στιγμή και το πιο αινιγματικό. Ο Στρίντμπεργκ, έχοντας συμβάλλει καίρια στη διαμόρφωση του ρεαλιστικού κινήματος, καταδύεται τώρα στον χώρο των συμβόλων και του αρχέγονου μύθου, προβάλλοντας ένα ανορθολογικό όραμα του κόσμου, μια ερμηνεία της ανθρώπινης εμπειρίας, πέρα από τους νόμους της φυσικής επιστήμης. Σε αυτό το υψηλής ποιητικής πνοής δράμα ο συγγραφέας δημιουργεί μικρές νησίδες απτής πραγματικότητας οι οποίες καταποντίζονται καθώς ο χώρος σταδιακά καταργείται, ο χρόνος διαστέλλεται και τα πρόσωπα δεν είναι παρά διαφορετικές όψεις του ίδιου ατόμου, του ατόμου που ονειρεύεται, του ατόμου που αέναα αναρωτιέται: Γιατί υποφέρουν οι άνθρωποι; Γιατί είναι έτσι φτιαγμένος ο κόσμος; Πώς να ζει κανείς;
Η Γεωργία Μαυραγάνη έχοντας δίπλα της έναν δυναμικό θίασο συντελεστών και ηθοποιών της μεγαλύτερης αλλά και νεότερης γενιάς προσεγγίσει το έργο σαν μια χορική αφήγηση, ένα χειροποίητο θέατρο μεγάλης κλίμακας. Αφουγκράζεται τους άρρητους νόμους αυτού του παράδοξου σύμπαντος, όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται, προσεγγίζοντάς το με ευαισθησία και λυρισμό. Μέσω των σωμάτων και των φωνών των ηθοποιών, του λόγου και της μουσικής η σκηνοθέτρια αποπειράται να μιμηθεί την ασύνδετη αλληλουχία του