Το πρώτο της έργο «Και εφύτευσεν ο Θεός Παράδεισο» – καυστικό σχόλιο στα γρανάζια του πατριαρχικού συστήματος – παρουσιάστηκε για δύο κύκλους παραστάσεων (ξεκινώντας από πέρυσι το Μάϊο) και στο ενδιάμεσο απέσπασε το βραβείο σύγχρονου ελληνικού έργου από την Ένωση Κριτικών Θεάτρου. Η ίδια το περιγράφει ως «ένα ρεαλιστικό έργο πολλών χαρακτήρων, με έντονο το στοιχείο της αφήγησης, που πραγματεύεται το πιο ειδεχθές οργανωμένο έγκλημα, το sex trafficking, με τρόπο άμεσο και θέλω να πιστεύω ειλικρινή». Την απασχολούσαν, όπως ομολογεί, πάντα ζητήματα κοινωνικής φύσης. «Στο Λύκειο ήθελα να γίνω ψυχολόγος, περνώντας στη Νομική με έλκυε ο ποινικός τομέας και τα ανθρώπινα δικαιώματα, τελικά έγινα ηθοποιός με όνειρό μου να υποδυθώ όσο το δυνατόν περισσότερες ηρωίδες για να βουτήξω σε άλλους εσωτερικούς κόσμους. Kαι τώρα πήρα το θάρρος να αρχίσω να γράφω γι’ αυτούς τους κόσμους», εξηγεί.
Γράφοντας εφηβικά ημερολόγιαΑνακάλυψε αυτή τη δημιουργική διέξοδο στη μεγάλη περίοδο ζύμωσης της εφηβείας, με τον παραδοσιακό τρόπο: Κρατώντας ημερολόγιο. Θυμάται χαρακτηριστικά: «Κάπως έτσι άρχισα να γράφω ποιήματα, ιστορίες σε μορφή διηγημάτων, παραμύθια. Στη συνέχεια, όταν ήμουν φοιτήτρια, μπήκα για πρώτη φορά στη διαδικασία συγγραφής θεατρικών κειμένων. Έκτοτε ήταν πάντα κάτι που με απασχολούσε, αλλά δεν τολμούσα ακριβώς να κάνω – ή για να ακριβολογώ – να ολοκληρώσω. Έχω κάνει διάφορες απόπειρες δηλαδή προ του ‘Παραδείσου’. Στον παρόντα χρόνο, η συγγραφή μού αποπνέει ακριβώς το ίδιο αίσθημα ασφάλειας, όπως τότε στα 11 μου. Νιώθω ότι εκεί μπορώ να ανασάνω, να είμαι ο εαυτός μου και να αποτυπώνω ελεύθερα τις πιο ενδόμυχες σκέψεις και φόβους μου».
Γι’ αυτό και ο «Παράδεισος» ήταν μόνο η αρχή. Η Βαλέρια Δημητριάδου έχει ήδη ολοκληρώσει το δεύτερο θεατρικό έργο της που αφηγείται την παράδοξη ιστορία ενός ηλικιωμένου άντρα ενενήντα χρόνων, εξ ου και ο τίτλος του «Ενενήντα».
Η βοήθεια της ομάδαςΠιστεύει ότι το έργο της θα είχε μείνει στην αφάνεια – όπως και πολλά έργα άλλων δημιουργών φωλιάζουν σιωπηλά σε άψυχους υπολογιστές. «Αν δεν ήμουν ηθοποιός και μέλος των C for Circus που στήριξαν το όραμά μου δε θα είχε γίνει τίποτα Δεν είναι καθόλου τυχαίο άλλωστε, ότι παίζονται έργα που είναι γραμμένα από ηθοποιούς ή άλλους καλλιτέχνες από τον χώρο του θεάτρου. Γι’ αυτούς είναι πιο “εύκολο”, καθώς ανήκουν ήδη στον χώρο και το τολμούν με δικούς τους ανθρώπους. Η έλλειψη ενδιαφέροντος από την Πολιτεία και τους θεσμούς για νέο συγγραφικό υλικό, υποχρεώνει τους συγγραφείς να παλεύουν μόνοι (χωρίς πόρους και μέσα) με τα τέρατα, ψάχνοντας τρόπους -τις περισσότερες φορές χωρίς επιτυχία- ώστε τα έργα τους να πάρουν σάρκα και οστά σε μία σκηνή».
Η Βαλέρια Δημητριάδου δεν είναι η μόνη που εντοπίζει τα προφανή ως αναγκαίες παρεμβάσεις για να στηριχτεί το νέο ελληνικό έργο: «Μέσα από κρατικές ατομικές επιχορηγήσεις σε συγγραφείς, περισσότερα βραβεία για συγγραφή (όχι της τάξης των 5 με 7 χιλιάδες κάθε δύο χρόνια όπως είναι το Κρατικό Βραβείο), μεγαλύτερη ένταξη εγχώριου υλικού στο ρεπερτόριο του Εθνικού και του ΚΘΒΕ και άλλων μεγάλων θεσμών/ιδρυμάτων με ανοιχτές προσκλήσεις κάθε χρόνο, διασυνδεσιμότητα και δικτύωση των συγγραφέων με θεσμούς και φεστιβάλ στο εξωτερικό».
Σε μετάβασηΓνωρίζει επίσης ότι, ειδικότερα οι γυναικείες φωνές στην ελληνική θεατρική γραφή, μόλις τώρα, πληθαίνουν. «Και προ εκατονταετίας, ας πούμε, δεν ήξερες καν αν υπάρχουν» σχολιάζει. «Μπορεί και να είναι αρκετά απλοϊκή η σκέψη μου, αλλά κάπως έχω την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η μονοδιάστατη και στείρα εντύπωση ότι η Γυναίκα είναι Γη κι ο Άντρας Αέρας. Ο χώρος της ποίησης ανήκε πάντα δικαιωματικά στους άντρες, σαν να απασχολούσε μόνο αυτούς ο κόσμος των Ιδεών. Η γυναίκα όφειλε να είναι πρακτική και γειωμένη, να είναι μητέρα. Ευτυχώς τώρα πια διανύουμε μια μεταβατική περίοδο και αρχίζει να υπερισχύει -τουλάχιστον στον δυτικό κόσμο- η άποψη ότι όλ@ μπορούμε να είμαστε τα πάντα. Δεν είναι ζήτημα φύλου, αλλά ιδιοσυγκρασίας και επιλογών».
Η διαφορετική οπτική της γυναίκαςΚατά τη γνώμη της, η ενδυνάμωση της γυναικείας παρουσίας στο συγγραφικό χώρο του θεάτρου δεν αφορά μόνο σε μια ευκαιρία να γραφτούν περισσότεροι γυναικείοι ρόλοι ή να αποτυπωθούν περισσότεροι γυναικείοι κόσμοι. Πιστεύει δηλαδή ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό. «Καλώς ή κακώς, είναι διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο μπορεί μια γυναίκα – ή καλύτερα μια θηλυκότητα – να εντρυφήσει στην ψυχοσύνθεση ενός γυναικείου ρόλου απ’ ότι ένας άντρας. Δε λέω καλύτερος ή χειρότερος, αλλά σίγουρα διαφορετικός. Και φυσικά, ναι, είναι πολύ καθαρό ότι θίγονται πολύ περισσότερο πια ζητήματα που αφορούν παγιωμένες καταστάσεις και θέσεις της πατριαρχίας».