Η περασμένη Άνοιξη έβρισκε ήδη το νέο έργο της Δανάης Λιοδάκη να κυκλοφορεί ως word of mouth στις θεατρικές συνάξεις. Κυρίως νεανικό κοινό, γέμιζε τις κερκίδες του ΠΛΥΦΑ στον Βοτανικό, όπου ανέβηκε στα μισά της σεζόν το «Αυτές που δεν προλάβατε», ένα λοξό μανιφέστο φεμινισμού εστιασμένο στην έμφυλη βία. «Ήταν από τις ιστορίες που από το πρώτο λεπτό που ξεκλειδώνουν μέσα σου, βγαίνουν με έναν χειμαρρώδη τρόπο και δεν μπορείς παρά να τις ακολουθήσεις και να δεις πού θα σε πάνε. Όταν ξεκίνησα να το γράφω, δεν μπορούσα να αφήσω το laptop και τρεις, τέσσερις μέρες μετά είχα ένα πρώτο σχεδίασμα. Φυσικά, το δούλεψα στη συνέχεια και ήταν έτοιμο περίπου τρεις μήνες μετά» εξηγεί η συγγραφέας του, καθώς η παράσταση συνεχίζει με την ίδια φόρα σε άλλη στέγη – στο θέατρο Χώρα – για μια ολόκληρη δεύτερη σεζόν.
Αγάπη για τη γραφήΑπόφοιτη της δραματικής σχολής του Θεάτρου Τέχνης (όπως και η υπόλοιπη θεατρική ομάδα b.p.m. που το ανεβάζει) και με πτυχίο από το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, η Λιοδάκη καταφεύγει σε ένα «αληθινό κλισέ» για να εξηγήσει τη σχέση της με τη γραφή: «Γράφω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Δεν είμαι μεθοδική συγγραφέας, δεν έχω ωράριο και πρόγραμμα, αλλά γράφω πάντα όταν έχω την ανάγκη να εκφράσω κάτι για το οποίο δεν μπορώ να μιλήσω. Ως παιδί αγαπούσα τη λογοτεχνία, αλλά το γράψιμο ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Ήταν μια πολύ φυσική διαδικασία. Πολλές φορές νιώθω ότι σκέφτομαι διαφορετικά όταν γράφω. Σκέφτομαι καλύτερα». Γι’ αυτό, ίσως, είναι ακόμα πιο συνειδητή η συμπερίληψη βιογραφικών στοιχείων στα κείμενα της, όπως εξάλλου συνέβη και στο «Αυτές που δεν προλάβατε»: Τέσσερις φίλες που βιώνουν διαφορετικές αλλά καθημερινές όψεις γυναικείας καταπίεσης ή και παρενόχλησης και εξεγείρονται – κυριολεκτικά. Και οι τέσσερις ηρωίδες είναι εμπνευσμένες από τις παιδικές της φίλες και πραγματικά βιώματα τους. Αλλά και η ελπίδα για αντίσταση και συλλογικότητα, όπως λέει, είναι ταυτοτικό της στοιχείο.
Πριν από το «Αυτές που δεν προλάβατε» η Δανάη Λιοδάκη είχε ασχοληθεί με θεματικές για τη μετανάστευση των νέων, το φεμινισμό και τη γυναικεία φιλία, την άνοδο του νεοναζισμού. Εν ολίγοις, τοποθετεί τον εαυτό της κάτω από την ομπρέλα του πολιτικού θεάτρου. Διευκρινίζει: «Δεν το κάνω με μια διάθεση να προβληματίσω, ούτε να εκπαιδεύσω το κοινό, το κάνω γιατί πραγματικά αυτά τα ζητήματα με ενδιαφέρουν προσωπικά. Με συγκινεί βαθιά η εικόνα του ανθρώπου που αγωνίζεται για δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια».
Υπό αυτό το φακό, δεν θα σταματήσει να γράφει. Ήδη, ετοιμάζει το επόμενο έργο της με τίτλο «Match» (με σκοπό να παρασταθεί την επόμενη σεζόν), ένα σχόλιο για τις δυσκολίες των ερωτικών σχέσεων στη σημερινή εποχή, ιδωμένες μέσα από το φαινόμενο των dating apps.
Η Δανάη δεν πιστεύει ότι το είδος της θεατρικής συγγραφέα σπανίζει στη χώρα· εντούτοις προβληματίζεται για το πόσες γυναίκες τελικά καταφέρνουν να δουν τα έργα τους στη σκηνή και, κατά συνέπεια, τις ακόμα λιγότερες που αναγνωρίζονται και ενθαρρύνονται να συνεχίσουν. «Καταλαβαίνουμε το πρόβλημα αν πάμε σε ένα οποιοδήποτε σεμινάριο θεατρικής γραφής. Σίγουρα οι γυναίκες θα είναι περισσότερες. Αν μετά ανοίξουμε το πρόγραμμα μιας μεγάλης σκηνής και δούμε τους συγγραφείς των έργων, οι περισσότεροι θα είναι νεκροί ή συγγραφείς από άλλες χώρες, αλλά σίγουρα, κατά βάση, θα είναι άντρες. Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει επειδή οι γυναίκες δεν είναι καλές συγγραφείς· άλλα είναι τα προβλήματα που μας καλεί να αντικρίσουμε το φαινόμενο αυτό» υπογραμμίζει.
Για τη δημιουργό και σκηνοθέτρια του «Αυτές που δεν προλάβατε» οι δυσκολίες είναι ποικίλες. Καταρχάς, πιστεύει πως στην Ελλάδα δεν υφίσταται το επάγγελμα του θεατρικού συγγραφέα, «θεωρείται χόμπι ή πάρεργο». «Είναι δύσκολο να βρίσκεις τη δύναμη να συνεχίζεις να κάνεις κάτι που δεν αναγνωρίζεται ως δουλειά, ενώ απαιτεί άπειρες εργατοώρες, φοβερή συγκέντρωση και προσωπική κατάθεση. Ωστόσο, έχει και πολλή χαρά όταν το έργο σου καταφέρνει να επικοινωνήσει με το κοινό» παρατηρεί.
Τα προβλήματα στην εγχώρια παραγωγήΦυσικά, η συγκομιδή νέας εργογραφίας στην Ελλάδα είναι κατά βάση προβληματική – ξεκινώντας από τις ελάχιστες πηγές κρατικής οικονομικής στήριξης της αλλά και τα μεγάλα κενά στην οργανωμένη εκπαίδευση πάνω στη θεατρική γραφή. Πέραν τούτου, η Δανάη Λιοδάκη πιστεύει ότι τίθεται και ζήτημα εκτίμησης των νεόκοπων κειμένων από το ίδιο το κοινό: «Πιστεύω ότι ακόμα και τα αξιόλογα κείμενα στη χώρα μας δεν τα εκτιμάμε. Πολλές φορές στην πρόσληψη ενός έργου παίζει ρόλο και η μετα-αφήγηση γι’ αυτό. Έχει συμβεί μετά από παραστάσεις έργων μου, θεατές να με ρωτάνε έκπληκτοι αν το έργο το έγραψα εγώ και να μου λένε ότι ήταν βέβαιοι ότι το φέραμε από το εξωτερικό. Πολλές φορές και εμείς οι ίδιοι σνομπάρουμε την εγχώρια παραγωγή».
Ο κόσμος ανάποδαΚρίνοντας και από τη δική της παραγωγή, η Λιοδάκη είναι πεπεισμένη πως η γυναικεία ματιά στη θεατρική γραφή προσθέτει «το άλλο μισό του βιώματος του κόσμου, που ως τώρα έμενε στη σκιά. Όλον τον κόσμο τον έχουμε αντιληφθεί με έναν τρόπο, τον αντρικό, τον αρρενωπό και πρέπει τώρα να τον δούμε ανάποδα. Και παράλληλα να αρχίσουμε να βλέπουμε με τα μάτια όλων όσων οι ιστορίες αποκρύπτονταν ως τώρα. Και των γυναικών και όλων όσων καταπιέζονται σε αυτό το αυταρχικό, εκμεταλλευτικό, άδικο, πατριαρχικό σύστημα που ζούμε – δυστυχώς – ακόμα». Παρόλα αυτά, ξεκαθαρίζει πως δεν είναι διατεθειμένη ως γυναίκα συγγραφέας να ασχολείται μόνο με γυναικεία θέματα. «Έχει αξία να δούμε μια γυναικεία οπτική σε όλα τα θέματα που απασχολούν τον κόσμο μας σήμερα» λέει.