Πολυγραφότατη για το διάστημα στο οποίο έχουν ξεκινήσει να δημοσιεύονται και να παίζονται τα κείμενα της, η Νεφέλη Μαϊστράλη έχει ήδη μια συλλογή πέντε πρωτότυπων θεατρικών έργων σε, περίπου, μια τετραετία. Μετά το ντεμπούτο της το 2021 με το έργο «Η εκπαίδευση εις τα του οίκου δια νεαράς κορασίδας» και το 2022 μεγάλο buzz των «Αριστερόχειρων» που παίζεται ακόμα στο θέατρο «Μπέλλος», διαχειρίζεται με ισοτιμία πια το δίπολο ερμηνείας-συγγραφής.
Δύο έργα back to backΦέτος, παρουσίασε την «Κακούργα πεθερά» στο θέατρο Πόρτα – που αφορούσε στη στυγερή δολοφονία ενός «καημένου συζύγου», στις αρχές του 20ου αι., από την «διαβολική» πεθερά και την «άτιμη» γυναίκα του. «Μέσω της έρευνας, άρχισα να δουλεύω πάνω στις ‘γκρίζες’ περιοχές αυτών των γυναικείων χαρακτήρων, προσπαθώντας να καταλάβω τα βαθύτερα κίνητρα της πράξης τους. Επρόκειτο για γυναίκες, θύματα χρόνιας κακοποίησης, που έκαναν ό,τι περνούσε απ’ το χέρι τους, για να υπάρξουν σε μια σκληρή φαλλοκρατική κοινωνία η οποία τους εξανάγκασε να πάρουν τον νόμο στα χέρια τους. Είναι αποκαλυπτικό το γεγονός ότι αν και καμιά εκ των δύο δεν υπήρξε φυσικός αυτουργός της δολοφονίας, ο ανιψιός που τράβηξε τη σκανδάλη καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης ενώ αυτές, εις θάνατον. Από εκεί ‘τράβηξα’ το θέμα του θεσμικού μισογυνισμού», εξηγεί ενώ ετοιμάζεται για την πρεμιέρα του πέμπτου της κειμένου με τίτλο «Πόθεν Έσχες». Πρόκειται για μια πολιτική κωμωδία που ακολουθεί την ιστορία ενός Νεοέλληνα ο οποίος κατάφερε να γίνει μεγιστάνας, αξιοποιώντας τα κακώς κείμενα της σύγχρονης, μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Το «Πόθεν έσχες» προέκυψε, ύστερα από μια πρόταση συνεργασίας εκ μέρους του σκηνοθέτη Κώστα Φιλίππογλου ο οποίος τώρα μπαίνει σε διαδικασία προβών μαζί με την ομάδα 4Frontal με την πρεμιέρα αν δρομολογείται το Μάϊο.
Μοιάζει, μάλλον, περιττό να επισημάνει κανείς το θεματικό πυρήνα των έργων της Μαϊστράλη αφού όλες εξετάζουν πτυχές του κοινωνικο-πολιτικού αποτυπώματος της Ιστορίας. «Με κινητοποιούν αληθινά γεγονότα του παρελθόντος, από τα οποία μπορώ να αντλήσω έμπνευση, για να επενδύσω στην προβληματική που με απασχολεί, κάθε φορά. Ωστόσο, δεν λειτουργεί δεσμευτικά η θεματική στο μυαλό μου. Είμαι σε μια διαδικασία που θέλω ν’ αρχίσω να δουλεύω κι άλλα είδη και να θέτω κι άλλα ερωτήματα» διευκρινίζει.
Η γραφή φαίνεται πως ήταν μια ‘ευκολία’ της, συναφής με την αγάπη της για το διάβασμα. «Γι’ αυτό και οι νομικές σπουδές. Πολύ διάβασμα και πολύ γράψιμο», σχολιάζει. «Αντιλαμβάνομαι τη γραφή, ως μια μοναδική ευκαιρία μεγέθυνσης της πραγματικότητας και αποσυμφόρησης από όσα με βαραίνουν. Επινοώ ένα πεδίο, όπου μπορώ να υπάρχω και να φαντάζομαι, χωρίς περιορισμούς, γράφοντας ιστορίες ανθρώπων που πιθανότατα, δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να ζήσω. Μάλλον, είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίζω το φόβο μου για το θάνατο και την ανάγκη μου να θέτω ερωτήματα και να αντιδρώ σε όσα μας συμβαίνουν».
Η τύχη της ομάδαςΦυσικά, ακόμα κι αν υπάρχει η, όποια, δημιουργική άνεση, οι δυσκολίες για μια γυναίκα θεατρική συγγραφέα καραδοκούν στο πρώτο της βήμα. Η ίδια στάθηκε τυχερή, ως μέλος της ομάδας 4Frontal να δει γρήγορα τα κείμενα της να ανεβαίνουν στη σκηνή και να έχει τη δυνατότητα να δουλέψει πρακτικά πάνω στη λειτουργία του λόγου. «Αυτό δεν είναι καθόλου αυτονόητο για τους ανθρώπους που γράφουν. Μπορεί να υπάρχουν θεατρικά αριστουργήματα που έχουν μείνει κλειδωμένα σε συρτάρια, γιατί δεν είχαν την ευκαιρία να ανέβουν και άρα, να τα μάθει το κοινό. Όμως, η θεατρική γραφή είναι μια ενεργητική διαδικασία. Γράφεις ένα κείμενο που προορίζεται να παρασταθεί και να μιληθεί από ζωντανούς ανθρώπους» υπογραμμίζει.
Χωρίς σχολή δραματουργίαςΌπως και όλες οι άλλες συνάδελφοι της εντοπίζει και επικρίνει την απουσία μιας συντονισμένης θεσμικής προσπάθειας, για να ενισχυθούν τα νέα έργα. «Ένας διαγωνισμός εκεί και ένα αναλόγιο παραπέρα, δεν μπορούν να θεωρηθούν οργανωμένες κινήσεις από τη μεριά των πολιτιστικών θεσμών, ώστε να δοθεί κίνητρο για να προκύψει νέα δραματουργία. Είμαστε μια χώρα που δεν έχει ούτε μια εγκεκριμένη σχολή δραματουργίας, η οποία να λειτουργεί σε σχέση με την αντίστοιχη σκηνοθεσίας και υποκριτικής, ώστε να παράγονται έργα και να δοκιμάζονται, επί τόπου. Αυτό θεωρείται αυτονόητο σε χώρες του εξωτερικού που έχουν μεγάλη παραγωγή νέων έργων. Αν δεν επενδύσεις σε έναν τομέα μακροπρόθεσμα, δεν θα μπορέσει να χτιστεί κάτι νέο, σε γερές βάσεις. Θα μιλάμε μόνο περιπτωσιολογικά».
Γυναικείες φωνέςΑν στην Ελλάδα, η δυσκολία στη θεατρική γραφή είναι δεδομένη, τότε αυτή η συνθήκη επιδεινώνεται για τις γυναίκες, όταν όπως παρατηρεί, η Νεφέλη Μαϊστράλη «θεωρείται ένας ανδροκρατούμενος τομέας, όπως συμβαίνει και με τη λογοτεχνία συνολικά. Το ίδιο ισχύει και για τη σκηνοθεσία. Νομίζω ότι αυτή η άνιση ποσόστωση έχει να κάνει τόσο με τις πρακτικές ευκαιρίες που παρέχονται στις δημιουργούς, όσο και με ριζωμένες απαρχαιωμένες αντιλήψεις που θεωρούν την πρωτογενή δημιουργία, ίδιον του άνδρα-καλλιτέχνη. Ευτυχώς, τον τελευταίο καιρό, γίνονται βήματα, ώστε να δοθεί χώρος και να ενδυναμωθούν οι γυναικείες φωνές. Ενδεικτικά, η πρωτοβουλία των WOM.A (Women in Arts), είναι μια τέτοια επιδραστική κίνηση, που ενισχύει την γυναικεία εκπροσώπηση στην τέχνη. Ευτυχώς, είμαστε περισσότερες από παλιά, αυτές που γράφουμε σήμερα και ειδικά, νεότερης γενιάς από τη δική μου».
Στον ίδιο άξονα, τοποθετεί και τη σκέψη της για τον εμπλουτισμό της γραφής κάτω από το πρίσμα της γυναικείας ιδιοσυγκρασίας: «Δεδομένου ότι έχουμε γαλουχηθεί σ’ έναν κόσμο δομημένο από αντρικά μυαλά, οι πολυετείς αγώνες των γυναικών έχουν αποδείξει ότι διακρινόμαστε για τη διεισδυτικότητα, τη μαχητικότητα, την ευαισθησία και την πολυπλοκότητα της σκέψης μας. Δεν το λέω ρατσιστικά ως προς το ανδρικό φύλο, αλλά έτσι λειτουργούν οι νόμοι της εξέλιξης. Όταν μεγαλώνεις σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον, αναγκάζεσαι να αναπτύξεις τα κατάλληλα αντανακλαστικά, για να υπάρξεις» υπογραμμίζει.
Παρότι η ίδια δεν εγκλωβίζει τα κείμενα της στο γυναικείο ζήτημα αισθάνεται πως δίνει χώρο στις γυναίκες ηρωίδες, προσπαθώντας να ανιχνεύσει την πολυπλοκότητά τους. «Γράφω για γυναίκες διότι τις καταλαβαίνω καλύτερα και θέλω με το έργο μου, ει δυνατόν, να συμβάλω τα μέγιστα στην ανατροπή ενός άνισου και στερεοτυπικού status quo που συνεχίζει να υπάρχει, περισσότερο ή λιγότερα φανερά».