Σε μερικές εβδομάδες εγκαινιάζεται ο νέος παραστατικός κύκλος της «Pietà» στο Σύγχρονο Θέατρο. Ο πρώτος, το φθινόπωρο, στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, μας σύστηνε ένα έργο για την πιο ακραία εκδοχή της έμφυλης βίας· και συνάμα μια μαρτυρία για το υπέρτατο τραύμα στη ζωή μιας γυναίκας: Την απώλεια του παιδιού της, μέσα από μια πράξη δολοφονίας.
Έργο για τις γυναικοκτονίεςΘιασώτρια του είδους του θεάτρου ντοκιμαντέρ κατά την τελευταία δεκαετία, η Μάρθα Μπουζιούρη είχε αποφασίσει να αγγίξει ένα από τα πιο τραυματικά κεφάλαια της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, τις γυναικοκτονίες. Και να το κάνει από το δύσκολο δρόμο: Να μιλήσει μέσα από τις φωνές των δολοφονημένων, στην προκειμένη περίπτωση των μητέρων τους. «Η μητέρα είναι το σύμβολο και η γέφυρα για να πλησιάσουμε τις γυναίκες που δεν βρίσκονται πια ανάμεσα μας» παρατηρεί. Κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη πέντε μητέρων – των Κούλας Αρμουτίδου (μητέρα Ελένης Τοπαλούδη), Ελένης Κρεμαστιώτη (μητέρα Ερατούς Μανωλακέλλη), Κατερίνας Κώτη (μητέρα Ντόρας Ζαχαριά) Αλεξάνδρας Μάκου (μητέρα Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) και Ρόζας Φωτιάδου (μητέρα Σοφίας Σαββίδου) – και να εισχωρήσει σε αυτό τον κύκλο αλληλο-υποστήριξης και φροντίδας που, αυθόρμητα, δημιουργούσαν οι ίδιες μεταξύ τους.
Η Μπουζιούρη άντλησε πληροφορίες και ντοκουμέντα αλλά επιδίωξε να δώσει «μια βαθιά βιωματική διάσταση. Ποτέ στο δημόσιο λόγο τους, δεν είχαμε ακούσει αυτές τις γυναίκες να μιλούν με τρόπο τόσο προσωπικό». Κι έτσι από την οδό του συναισθήματος, μετατοπίζοντας τα αντανακλαστικά του documentary theater, γεννήθηκε ένα έργο όπου το βίωμα παράγει πολιτική γλώσσα. «Όταν το πένθος γίνεται συλλογικό και σπάει τον βωβό, ιδιωτικό πόνο, τότε αυτό το υλικό μετασχηματίζεται σε διεκδίκηση, σε αντίσταση και επούλωση. Εξάλλου, αυτή ήταν και η πρόθεση μας, να δημιουργήσουμε μια παράσταση που θα συμβάλλει στο πεδίο ορατότητας της έμφυλης βίας», εξηγεί η Μάρθα Μπουζιούρη.
Ιστορίες προσωπικέςΗ συγγραφή ενός έργου ντοκιμαντέρ ακολουθεί μια δική του, ξεχωριστή τελετουργία. Η έρευνα ξεκινά πάντα με άγνωστη έκβαση – αν, δηλαδή, θα κορυφωθεί σε παραστάσιμο υλικό. Το ίδιο συνέβη και στην «Pietà», με το ίδιο ερωτηματικό να εκκρεμεί επί 11 μήνες δουλειάς. Η Μάρθα Μπουζιούρη ομολογεί πως, κάθε φορά, η διαδικασία αυτή την φέρνει αντιμέτωπη με περισσότερους, από ένα, δημιουργικούς ρόλους· με την έρευνα, τη συγγραφή, τη δραματουργία να έχουν δεσμούς πρώτου βαθμού. Στη συνέχεια, επιλέγει κάποια σημεία αναφοράς από τη φάση των συνεντεύξεων, τα γεφυρώνει και αρχίζει, μοναχικά πια, να σκέφτεται πιο δομημένα. Αυτή τη φορά, η «Pietà» άλλαξε τους όρους δουλειάς, αφού πολύ σύντομα η δημιουργός ένιωσε την ανάγκη να μοιραστεί το εν εξελίξει υλικό με την ομάδα της, όπως χαρακτηριστικά, λέει «στη διαπασών. Η δουλειά μου έγκειται στη σύνθεση και στη σύνδεση, κι εδώ το υλικό ήταν τόσο δυνατό και παλλόμενο που, μοιραία, οδήγησε κι εμένα και τις ηθοποιούς της παράστασης να ανατρέξουμε σε προσωπικές μας εμπειρίες και να τις επεξεργαστούμε με νέο φως, συνειδητοποιώντας πως στο παρελθόν δεν είχαμε τα ανάλογα με τα σημερινά εργαλεία διαχείρισης και ερμηνείας. Αρχίσαμε να μοιραζόμαστε ιστορίες προσωπικές, καταλήγοντας η καθεμιά στο συμπέρασμα πως ‘θα μπορούσα να ήμουν εγώ στη θέση της δολοφονημένης’. Είχαμε, πλέον, στα χέρια μας έναν πολύ ισχυρό πολιτικό λόγο, με ποιητική χροιά. Είχαμε ένα κείμενο συναισθηματικής υφής με κοινωνικο-πολιτικά διακυβεύματα» τονίζει.
Μοιάζει απόλυτα φυσικό μια παράσταση φτιαγμένη «από, με και για άλλες γυναίκες» να έχει ιδρυτικό νου μιαν άλλη γυναίκα. Όμως, εδώ, η Μάρθα Μπουζιούρη κάνει μια εύστοχη παρατήρηση. Λέει πως οι γυναίκες που περνούν από το μονοπάτι της συγγραφής είθισται να είναι ολιστικές καλλιτέχνιδες, να εμπλέκονται από την αρχή μέχρι το τέλος στο εγχείρημα σε πολλά στάδια της δημιουργίας του. «Για μένα τουλάχιστον αυτό είναι κανόνας: Η συγγραφική ιδιότητα προκύπτει ως οργανικό στοιχείο της δημιουργικής διαδικασίας. Δεν είναι ένας ακόμα στόχος, εν ολίγοις». Και συνεχίζει: «Αισθάνομαι ότι ο χώρος έχει ανοίξει· ναι, έχουν μπει και περισσότερες γυναίκες συγγραφείς στο πλάνο, δυναμικά, ολιστικά και συμπεριληπτικά αλλά – όπως είπαμε – συνήθως συναρθρώνοντας πολλούς ρόλους».
Αναζήτηση νέας γλώσσαςΣυνιστά, ωστόσο, ένα μαζικό φαινόμενο, ένα φαινόμενο υπό καταγραφή; Η Μάρθα Μπουζιούρη ξεκαθαρίζει πως δεν είναι ποσοτικό το διακύβευμα, αλλά η αναζήτηση νέας γλώσσας που αρχίζει να διαφαίνεται: «Από τη στιγμή, που μια ακόμα γυναίκα μπαίνει σε ένα χώρο, σημαίνει ότι μετατοπίζονται στοιχεία της ταυτότητας των χαρακτήρων, επιλέγεται ένα άλλο πρίσμα οπτικής σε μια δραματουργία. Η λειτουργία μιας γυναίκας δημιουργού είναι αδύνατον να μην απενοχοποιήσει την τρυφερότητα, την ευαισθησία και την ευαλωτότητα στο χώρο της τέχνης».
Φυσικά, το πως αυτό γίνεται κατορθωτό είναι μια άλλη, μεγάλη ιστορία. «Δεν υπάρχουν οι κατάλληλες συνθήκες στήριξης, αυτό είναι κοινώς αποδεκτό. Σε όποιο τομέα προσπαθήσει να εισχωρήσει μια γυναίκα θα συναντήσει περισσότερα εμπόδια από έναν άνδρα. Ωστόσο, από τη στιγμή που θα το πετύχει δεν μπορεί παρά να πει μέσα της ‘είμαι γυναίκα και έφτασα έως εδώ. Αυτό θα μπολιάσει ό,τι ακουμπήσει, υφολογικά, θεματικά».
Τα “λάθη” των δημιουργώνΩστόσο, ερωτώμενη για τα εμπόδια να αναπτυχθεί συνολικά ο χώρος της συγγραφής στην Ελλάδα, η Μάρθα Μπουζιούρη δεν θα δώσει μια προφανή απάντηση. «Η σύγχρονη δραματουργία δίνει μοιραία έμφαση σε κοινωνικά φαινόμενα, είναι μια πολιτικά ευαισθητοποιημένη δραματουργία. Κι αυτό είναι σημαντικό, ωστόσο ενέχει δύο κινδύνους: Από τη μια την προσέγγιση της συνθηματολογίας, μιας παράστασης διαδήλωσης. Κι από την άλλη την επίκληση στο συναίσθημα και την επαναθυματοποίηση των υποκειμένων τα οποία καλείται, εξαρχής, να εκπροσωπήσει. Παρασυρόμαστε, λοιπόν, οι δημιουργοί ανάμεσα στο μανιφέστο και την εκβιαστική συγκίνηση, δίχως να προλαβαίνουμε να δημιουργήσουμε μια καινούργια γλώσσα. Γιατί μόνο η νέα γλώσσα θα φέρει στο θέατρο και … αντιφρονούντες. Θα αναπτύξει δηλαδή, τόσο το πλαίσιο της συγγραφής όσο και την ιδεολογική ετερογένεια του κοινού στο οποίο απευθύνεται».