Σε ό,τι την αφορά, αμφισβητεί, ευθέως το κατά πόσο η έννοια της συγγραφής περιγράφει την εμπλοκή της σε κείμενα παραστάσεων. Απλούστατα, γιατί η Μαρία Φιλίνη δεν έχει γράψει, σχεδόν ποτέ, ένα κείμενο καθισμένη σε γραφείο. Περιγράφει γλαφυρά τον δικό της τρόπο εργασίας: «Τα κείμενα που μου προκύπτουν βγαίνουν μέσα από τη διαδικασία της πρόβας, στην οποία μετέχω ως ηθοποιός. Καταγράφονται και κατόπιν απομαγνητοφωνούνται. Μετά ακολουθεί μια επεξεργασία του κειμένου, το οποίο ξαναγυρνά και ξαναδοκιμάζεται στην πρόβα. Οπότε, ουσιαστικά, είμαι μια ηθοποιός που παράγει κείμενο μέσα σε μια ομαδική συνθήκη μαζί με άλλους συνδημιουργούς. Όσες φορές έχω παράξει κείμενο μόνη μου, εκτός πρόβας, είναι πάντα ηχογραφημένο. Κάθε φορά περνάει καιρός για να καταλάβω τι προσπάθησα να αποτυπώσω σε κάθε παράσταση. Επειδή τα κείμενα έχουν παραχθεί εν θερμώ, δεν νιώθω ότι μου ανήκουν ακριβώς. Κάπως, δηλαδή, γίνεται μια απελευθέρωση και μετά καταλαβαίνω σε τι αφορούσε».
Συγγραφέας με συνεργάτεςΑκολουθώντας την ίδια ‘μέθοδο’ φέτος συνυπέγραψε το «Nostalgia Generation» που ανέβηκε στο Θέατρο 104 σε σκηνοθεσία Βάσιας Αταριάν και το «Μπατόν Σαλέ» για την Πειραματική του Εθνικού Θεάτρου. Το πρώτο αποτελεί ένα συλλογικό έργο (γράφτηκε από τους Ρωμανό Καλοκυρή, Προμηθέα Νερατίνιι Δοκιμάκη, Σεραφείμ Ράδη, Δημήτρη Τάσαινα, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ιωάννα Ραμπαούνη, Μυρτώ Μακρίδη, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Βάσια Ατταριάν κατά τη διάρκεια των προβών), ένα μεγάλο μέρος του οποίου παρέμεινε αυτοσχεδιαστικό στις παραστάσεις. Το δεύτερο σε συν-συγγραφή με την Ευδοξία Ανδρουλιδάκη αποτελείται επίσης από ένα μεγάλο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι κειμένου, αφού ουσιαστικά πρόκειται για μια ζωντανή πρίμα βίστα συνέντευξη. Ο τρόπος που γεννήθηκαν τα ενώνει καθώς και το γεγονός «ότι γίνονται μαζί με ανθρώπους συνδημιουργούς που εκτιμώ, θαυμάζω και αγαπώ. Δουλεύω χρονιά μαζί τους. Έχουμε κοινό κώδικα. Μας αφορούν τα ίδια πράγματα, τόσο σε επίπεδο φόρμας, όσο και σε επίπεδο περιεχομένου και οι ζωές μας κινούνται παράλληλα. Έχουν και οι δυο αυτές απόπειρες μια τρομερή επαφή με το τώρα και το αναπάντεχο. Είναι αυτό που σε ένα εστιατόριο ονομάζουμε “της ώρας”. Αυτό, όσο περνάνε τα χρόνια, μου φαίνεται όλο και πιο συναρπαστικό όταν συμβαίνει και αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο θα ήθελα να εμπλέκομαι στο θέατρο. Μου θυμίζει τις πρώτες παραστάσεις που έπαιζα στη γειτονιά μου στο Ναύπλιο με άλλα 20 κορίτσια. Είχαμε απλώς ένα θέμα, τη «Σταχτοπούτα», ας πούμε, δυο-τρεις διαλόγους, κάναμε και δυο πρόβες και το παίζαμε πρίμα βίστα σε μια μεγάλη αυλή στη γειτονιά. Μετά, ό,τι βγάζαμε το τρώγαμε σε παγωτά και γαριδάκια», σχολιάζει με χιούμορ.
[relart 1]
Αν την ρωτήσεις για κάποιο… ολόδικο της έργο, θα απαντήσει πως, εδώ και κάποιους μήνες, ηχογραφεί διάφορες λέξεις, σκηνές, ιδέες, στίχους και μουσικές που σχετίζονται με τα «Πάθη του νεαρού Βέρθερου» του Γκαίτε. Το ονομάζει «Βέρθερος: Η τελευταία φορά που προσευχήθηκες για ένα θαύμα». Και μάλλον θα είναι κάτι σαν συναυλία, η οποία – αν όλα πάνε καλά – θα ανοίξει την επόμενη ‘Ανοιξη στον κόσμο, σε ένα νεοκλασικό σπίτι στην Αλεξάνδρας.
Εμπίπτει δε και στη θεματική που φαίνεται να την αφορά τα τελευταία χρόνια: «Στο πένθος και στο ακριβώς αντίθετο του, μια ορμή για ζωή και παροντικότητα. Νομίζω ότι με συγκινεί η περιπέτεια του ανθρώπου, αυτού του μικρού ζώου ανάμεσα σε αυτά τα δυο όρια των οποίων, δυστυχώς, έχει την επίγνωση».
Πίστη στη γυναικεία φωνήΗ Μαρία Φιλίνη δεν μοιάζει να υποκύπτει στο στερεοτυπικό διαχωρισμό της γυναικείας φωνής στην ελληνική θεατρική συγγραφή. Πιστεύει «στη γυναίκεια φωνή, όπως αυτή εκφράζεται από την καθεμιά μας ξεχωριστά. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό και ούτε θέλω να το ορίσω. Όπως δεν χρειάστηκε ποτέ κάποιος άντρας να ορίσει τι προσθέτει η ανδρική ματιά στον κόσμο της συγγραφής. Για την ακρίβεια δεν ξέρω, ούτε καν αν πιστεύω, ότι υπάρχει γυναικεία και ανδρική ματιά ή ότι υπάρχει μόνο ανδρική και γυναικεία ματιά. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ανθρώπων που καταγράφουν ό,τι έχουν αντιληφθεί από αυτόν τον κόσμο. Όσες, όσα, όσοι περισσότερα είμαστε, τόσο πιο μεγάλος ο κόσμος μέσα στον οποίο μπορούμε να ζήσουμε». Κατά συνέπεια, θεωρεί πως όσο περισσότερες φωνές, τόσο περισσότερα θέματα, καινούργια πρότυπα, άλλες ιστορίες και νέες περιπέτειες. «Οι ιστορίες έχουν κρατήσει την ανθρωπότητα ζωντανή από τις σπηλιές μέχρι τώρα» ξεκαθαρίζει.
Η απουσία του ΥΠΠΟΒέβαια, στην Ελλάδα των σπουδαιότερων συγγραφέων της παγκόσμιας δραματουργίας, η συγκομιδή νέων κειμένων είναι εξαιρετικά περιορισμένη. «Θεωρώ ότι αυτή η χώρα δεν προσφέρει τίποτα στο πεδίο παραγωγής τέχνης και στη στήριξή της. Τα τελευταία χρόνια πια, το Υπουργείο Πολιτισμού καταχράται έναν τίτλο, του οποίου το νόημα και την ζωογόνο δύναμη δεν μπορεί και δεν θέλει καν να αντιληφθεί. Δηλαδή, δεν νομίζω ότι είναι απλά θέμα δημιουργίας πλαισίου. Η αλλαγή αυτής της κυβέρνησης θα ήταν για μένα μια αρχή» λέει με έμφαση.
Αν και, προηγουμένως, εντοπίζει τη μεγαλύτερη δυσκολία σε κάθε συγγραφική απόπειρα σε αυτό που η Βιρτζίνια Γουλφ περιέγραφε στο «Ένα δικό της δωμάτιο», το βιβλίο ορόσημο για τη γυναικεία χειραφέτηση. «Να βρει μια φωνή που είναι δική της», υπενθυμίζει η Μαρία Φιλίνη.