«Πόλεμος πατήρ πάντων»… Βγαίνοντας από την ανθρωποσφαγή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η ανθρωπότητα πίστεψε ότι η ρήση του σκοτεινού Εφέσιου θα έμπαινε, επιτέλους, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας. Η ανάδυση του Ψυχρού Πολέμου, με τα θερμά του μέτωπα σε Ελλάδα – Κορέα και, κυρίως, την απειλή μετατροπής του σε θερμοπυρηνική σύγκρουση, έκανε την «ελπίδα πως ο πόλεμος που λίγα χρόνια πριν είχε τελειώσει ήταν ο τελευταίος» να μοιάζει «με παιδαριώδη αφέλεια», όπως σημείωνε ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. «Οι σύμμαχοι σαν να είχαν μολυνθεί από το κακό που πολέμησαν και γίνηκαν και νικητές και διάδοχοί του».
Αυτό ήταν το πνευματικό κλίμα μέσα από το οποίο ξεπήδησε, στα 1951-1952, «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος», ένα από τα πρώιμα έργα του Ιάκωβου Καμπανέλη. Όμως η μοίρα του, όπως και άλλων έργων του εκείνης της εποχής, ήταν να δει το φως της σκηνής πολύ αργότερα, μόλις το 1980, όταν παρουσιάστηκε από το Θέατρο Τέχνης, στη θερινή του σκηνή της οδού Ιουλιανού, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λαζάνη.
Ο λόγος γι’ αυτή την αργοπορημένη εκτίμηση του έργου του Καμπανέλλη ήταν, όπως παραδέχεται ο ίδιος σε σημείωμα για την παράστασή του το καλοκαίρι του 1987 από το ΚΘΒΕ, «πως τα βρήκανε κάπως παράδοξα σαν θέατρο». Τόσο «Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος» όσο και το «Οδυσσέα, γύρισε σπίτι», της ίδιας περιόδου, ήταν έργα αντι-ρεαλιστικά, που φλέρταραν με το παράλογο, σε μια εποχή που στην ελληνική σκηνή κυριαρχούσε το ρεαλιστικό θέατρο.
Ο Καμπανέλλης τοποθετεί τη δράση του έργου στη Ρόδο, το 305 π.Χ., κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, ο οποίος τα βρίσκει… μπαστούνια μπροστά στους απόλεμους Ροδίτες, που εξ ανάγκης μετατρέπονται από εξυπηρετικοί έμποροι και ξενοδόχοι σε μιλιταριστές καλύτερους από τους εχθρούς τους.
Η καθυστερημένη παρουσίαση του έργου αποτέλεσε μια ευκαιρία για τον κορυφαίο νεοέλληνα δραματουργό για διαρκείς βελτιώσεις και αναπροσαρμογές του κειμένου, τόσο στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ο Κουν ενδιαφέρθηκε να το ανεβάσει κατά τη διάρκεια της δικτατορίας –ματαίως, όπως τον… διαβεβαίωσε η λογοκρισία– όσο και στα τέλη εκείνης του 1970, όταν και τελικά παρουσιάστηκε για πρώτη φορά. Έτσι όμως η σάτιρά του οξύνθηκε και τα βέλη της κριτικής του έγιναν ακόμη πιο εύστοχα.
Παρόλα αυτά, εξαιτίας και του γεγονότος ότι το έργο είναι πολυπρόσωπο, χωρίς ρόλους για πρωταγωνιστές και πρωταγωνίστριες, σπανίως παρουσιάζεται από επαγγελματικούς θιάσους. Η προηγούμενη παράστασή του έγινε το 2022 από το ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Ασπιώτη, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε το πολυάνθρωπο δυναμικό του κρατικού θεάτρου. Η φετινή παράσταση του έργου από τη θεατρική ομάδα «Πτωχαλαζόνες», σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, με πρωταγωνιστές έναν θίασο οκτώ μόλις ηθοποιών (Ελισσαίος Βλάχος, Χαρά Δημητριάδη, Αγγελική Μαρίνου, Βάλια Τζιτζικάκη, Μαριάννα Ντίρου, Δημοσθένης Ξυλαρδιστός, Γιώργος Σύρμας, Δημήτρης Τσιγκριμάνης), που ερμηνεύουν πάνω από 20 ρόλους, αποτελεί μια τολμηρή προσπάθεια, με ευτυχές όμως αποτέλεσμα.
Αποφεύγοντας την παγίδα των σκηνικών αρχαιοελληνικών αναφορών, είτε στα σκηνικά είτε στα κοστούμια (όπως βλέπουμε να έχει συμβεί στις παραστάσεις της δεκαετίας του 1980), η παράσταση μεταφέρει τον θεατή σε έναν άχρονο και απρόσωπο τόπο, όπως ακριβώς είναι όλοι οι ανάλογοι τουριστικοί τόποι. Έναν τόπο όπου υπέρτατος θεός είναι το κέρδος και μπροστά στη λατρεία του κάθε άλλη αξία, κάθε τοπική ιδιομορφία όχι απλώς μπαίνει στην άκρη αλλά πατάσσεται αυστηρώς, όπως και η ίδια η δημοκρατία! Όμως ιδιοκτησία και οικονομική «ανάπτυξη», όπως ευφυώς δείχνει ο Καμπανέλλης και αναδεικνύει η παράσταση, πάει χέρι-χέρι με τον πόλεμο, που αναδεικνύεται «μπαμπάς» του κέρδους, της μεγαλομανίας και της απληστίας.
Η ανάδειξη του καμπανελλικού κειμένου χωρίς παρεμβάσεις αποτελεί ένα από τα μεγάλα ατού της παράστασης του Κώστα Παπακωνσταντίνου και της ομάδας «Πτωχαλαζόνες», η οποία, στο παρελθόν, αν και χωρίς αυτό το όνομα, παρουσίασε αρκετές παραστάσεις βασισμένες σε κείμενα της νεοελληνικής πεζογραφίας (από τους θρυλικούς «Χαλασοχώρηδες» του Παπαδιαμάντη μέχρι κείμενα του Εφταλιώτη, του Μητσάκη, του Βυζιηνού κ.ά.)
Η παράσταση πέτυχε να παρουσιάσει ένα κείμενο χωρίς ρυτίδες, παρά τα χρόνια που πέρασαν από τη συγγραφή του, το οποίο φωτίζεται ξαφνικά από την επικαιρότητα – την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία που κυριαρχούσε όταν ετοιμαζόταν η παράσταση ή την εθνοκάθαρση στη Γάζα που πυροδότησε η επίθεση της Χαμάς, λίγο πριν την πρεμιέρα… Ακολούθησε, δηλαδή, την υπόδειξη του ίδιου του Καμπανέλλη, που με αφορμή τη σκηνοθετημένη από τον ίδιο παράσταση του ΚΘΒΕ, το 1987, έγραφε: «Ο συγγραφέας, περισσότερο από κάθε άλλο συντελεστή της παράστασης, θέλει μια καθαρότατη προβολή του λόγου, υπερασπιζόμενη αποκλειστικά από υποκριτικά και μόνο μέσα».
Έχοντας πολύ καλή αίσθηση του ρυθμού, οι ηθοποιοί εναλλάσσονταν στις μικρές σκηνές στις οποίες χωρίζεται το έργο, αποδίδοντας με φρεσκάδα πληθώρα ρόλων, με τον Ελισσαίο Βλάχο να αποδίδει με εξαιρετικό μπρίο τον ροδίτη Φιλόξενο, ενώ ο Δημοσθένης Ξυλαρδιστός έδωσε έναν κωμικά αμφιταλαντευόμενο και αμφίθυμο Δημήτριο. Η όλη παράσταση ανέδιδε ένα ανεπαίσθητο άρωμα ταινίας του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60, αναφορά που θα αναδεικνυόταν ευκρινέστερα αν βοηθούνταν από τη, στιγμές-στιγμές αμήχανη, κινησιολογία.
«Ο Μπαμπάς ο Πόλεμος», του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Παραστάσεις όλο τον Μάρτιο, κάθε Σάββατο στις 21.00 και Κυριακή στις 18.00
Θέατρο Olvio, Φαλαισίας 7, Βοτανικός
Γενική είσοδος: 15 €, φοιτητικό – ομαδικό: 12 €, ανέργων, ΑμεΑ: 8 €