Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Ennio – The maestro: Ο βασιλιάς της κινηματογραφικής μουσικής στο θρόνο τουΤο όνομα του ΄Εννιο Μορικόνε μου ήταν άγνωστο μέχρι που μια πτυχιακή εργασία στα 19 μου χρόνια με θέμα έρευνας τα κινηματογραφικά soundtrack μου άνοιξε ένα μεγάλο παράθυρο στον κόσμο του βασιλιά της κινηματογραφικής μουσικής. Αν έπρεπε να ξεκινήσω από κάπου, έπρεπε να είναι από εκείνον, μου είπε ένας από τους καθηγητές μου. Αυτό το παράθυρο κρατάει ανοιχτό και το ντοκιμαντέρ του Τζουζέπε Τορνατόρε, του ευαίσθητου Ιταλού σκηνοθέτη και δημιουργού του «Σινεμά, ο παράδεισος» στο πορτρέτο που σκιαγραφεί για το σπουδαιότερο συνθέτη των κινηματογραφικών scores της ιστορίας.
Καταρχάς, το ντοκιμαντέρ δεν είναι μια αγιογραφία: Ο Μορικόνε είναι ακόμα ζωντανός (πέθανε το 2020) πρωταγωνιστεί στην ταινία του Τορνατόρε μέσα από τις συνεντεύξεις του που διατρέχουν 70 χρόνια δημιουργίας και ο οποίος είναι, μάλλον, ο πρώτος που στέκεται με αυστηρότητα απέναντι στον εαυτό του, στις επιλογές και τις εμμονές του. Πλάι στο Μορικόνε παρελαύνουν πάνω από 30 ομιλητές, εκ των οποίων πολλοί θρύλοι στο είδος τους: Από τους αδερφούς Ταβιάνι, τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, τον Κλιντ ΄Ιστγουντ, ο Κουίνσι Τζόουνς, το Μπράϊαν Ντε Πάλμα, μέχρι και πρόσωπα της νεότερης μουσικής κουλτούρας όπως η Τζοάν Μπαέζ, ο Μπρους Σπρίνγκστιν και ο frontman των Metallica Τζέιμς Χέτφιλντ που εμπνεύστηκαν από τη μουσική του και την διαδίδουν στο δικό τους τεράστιο κοινό.
Ο Έννιο Μορικόνε διανύει μια συναρπαστική διαδρομή, με το ασίγαστο πάθος του για τη μουσική στο επίκεντρο: Από τα νεανικά του χρόνια και τα χρόνια των σπουδών του, στο πρώτο του soundtrack για τα γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε έως το πρώτο του ‘Οσκαρ για μια σύνθεση του – τους «Μισητούς Οκτώ» του Ταραντίνο (ναι, το 2015).
Η αξία της δουλειάς του Τορνατόρε δεν περιορίζεται μόνο στο πληθωρικό υλικό των δηλώσεων αλλά και στη δυνατότητα να αναδείξει το συναίσθημα και τη συγκίνηση τόσο του συνθέτη όσο και εκείνων που εξιστορούν τους συνθετικούς του άθλους. Γιατί φεύγοντας από το σινεμά (το παρακολούθησα στο “Διάνα” του Αμαρουσίου) δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ΄Εννιο Μορικόνε υπήρξε ο δημιουργός που εγκαθίδρυσε το soundtrack στη μορφή που το ξέρουμε και το ανέδειξε σε υψηλή τέχνη.
Στέλλα Χαραμή
Πέμπτη 7 Μαρτίου λίγο μετά τις 10 το βράδυ, το τραγούδι που θα μάς εκπροσωπήσει στη φετινή Eurovision στο Μάλμε της Σουηδίας κυκλοφόρησε και επίσημα. Αυτό ακούει στο όνομα «Ζάρι» και άξια εκπρόσωπος που θα το ερμηνεύσει ζωντανά στον 68ο διαγωνισμό δεν είναι άλλη από τη Μαρίνα Σάττι, το κορίτσι αυτό που δεν σταματά να μας εκπλήσσει συνεχώς. Τη γνωρίσαμε σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διασκευή του «Θα σπάσω κούπες», την αγαπήσαμε αργότερα στη «Μάντισσα» – το μεγάλο της «μπαμ» – και χορέψαμε στον ρυθμό της, την παραδεχτήκαμε στη «ΥΕΝΝΑ», τον πρώτο ολοκληρωμένο της δίσκο που κυκλοφόρησε πριν από περίπου δύο χρόνια. Το περασμένο καλοκαίρι ήρθε το «Tucutum», το νέο της κομμάτι, μ’ έναν βαλκανικό trap ρυθμό απόλυτα εθιστικό, αν με ρωτάτε. Και κάπως έτσι, με μικρά, σταθερά βήματα, η Μαρίνα Σάττι έφτασε να αποδέχεται την πρόταση να εκπροσωπήσει τη χώρα μας στη Eurovision και φυσικά, θα το έκανε στα… μέτρα της. Έσκασε, λοιπόν, το «Ζάρι», φρέσκο, έθνικ – απόλυτα συντονισμένο με τις μουσικές αναζητήσεις της Μαρίνας – συνοδευόμενο από ένα ευρηματικό βίντεο κλιπ που αποζητά ν’ αναδείξει την ελληνική urban κουλτούρα, με φόντο εμβληματικές τοποθεσίες της Αθήνας. Και υπέρτατο τρολ σχόλιο θα μπορούσε να πει κανείς γι’ αυτό που ονομάζουμε «βαλκανίλα». Ό,τι πιο σύγχρονο δηλαδή στα όλα του, πολυπολιτισμικό και μ’ ένα πολύ ενδιαφέρον μιξ διαφορετικών μουσικών στυλ, όπως άλλωστε μας έχει συνηθίσει η Μαρίνα. Ο διαδικτυακός οχετός ήταν φυσικά παρών, αλλά Μαρίνα, μην πτοείσαι. Go girl!
Ευδοκία Βαζούκη
Τέσσερα χρόνια πριν η Ariana χάρισε στο κοινό της, αυτό που για πολλούς θεωρήθηκε το καλύτερο της άλμπουμ μετά το Dangerous woman. Πριν δύο μέρες, επέστρεψε ανανεωμένη με ένα άκρως προσωπικό και εξομολογητικό δίσκο. Ας μοιραστούμε μερικά fun facts για να συνεννοηθούμε στο πέρας του σημερινού μου χοτ. Κάθε δίσκος διοχετεύει τον συναισθηματικό κόσμο της, μέσα από τις σχέσεις που διανύει την εκάστοτε περίοδο. Κάθε δίσκος και συναισθηματικό roller coaster. Ο συγκεκριμένος έρχεται μετά από μια δυσκολη περίοδο στη ζωή της Ariana. Γάμος, διαζύγιο με λόγους που δεν βρήκαν ποτέ το φως της δημοσιότητας (μέχρι τώρα), μια αμφιλεγόμενη νέα σχέση και μια περίοδος έντονης ανθρωποφαγίας εις βάρος της.
Ωστόσο, δεν πτοήθηκε και περίμενε υπομονετικά, μέχρι να μοιραστεί τα πάντα μαζί μας, με τον τρόπο που εκείνη νιώθει πιο ασφαλής. Με την μουσική της.
Αν παρακολουθείς την Ariana καιρό, θα ξέρεις την υπέρμετρη αγάπη της για τον Jim Carrey. Καθώς επίσης, και την απολαυστική της συνήθεια να δίνει κινηματογραφική διάσταση στα βίντεο κλιπ της. Η ταινία, The eternal sunshine of a spotless mind, στάθηκε ως η κυρία πηγή έμπνευσης, τόσο του άλμπουμ με τίτλο “Eternal Sunshine”, όσο και του ολοκαίνουριου βίντεο κλιπ του τραγουδιού “we can’t be friends”. Στο βίντεο κλιπ, η Ariana διαγράφει κυριολεκτικά από την μνήμη της τον πρώην συζυγό της, με την βοήθεια του συστήματος από το δράμα επιστημονικής φαντασίας.
Η αρχή έγινε πριν από έναν μήνα με το “yes, and?”, που αρχικά μας θύμισε μουσική υπόκρουση στα Zara, αλλά μετά το βρήκαμε πιασαρικο Κλασικά. Ο υπόλοιπος δίσκος κινείται σε ελαφρώς διαφορετική αισθητική. Το bye θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανήκει στο κλασικό Ariana Grande genre. Ποπ με εθιστικό Ρυθμό και στίχο που θυμάσαι. Σχεδόν όλα τα υπόλοιπα, κυριότερα το intro, το eternal sunshine, we can’t be friends και I wish I hated you, αποτελούν μια κατάθεση ψυχής. Άκρως συναισθηματικός στίχος, από τον οποίο μια πονοψυχία δεν ξεφεύγει.
Μπορεί να μην ήταν αυτό το κάτι που περίμενα, μπορεί να μην είχε τα iconic ποπ χιτάκια που αφήνουν εποχή, όμως ήταν κάτι διαφορετικό και πάνω απ’ όλα αυθεντικό. Μπορεί η ίδια να φλερτάρει με την ακύρωση και τις φήμες που την κυνηγούν και ίσως και να αξίζει να θεωρείται μια αμφιλεγόμενη πια περσόνα, όμως σήμερα κάνουμε φόκους μόνο στη νέα μουσική. Το comeback της Ariana Grande αποπνέει μια προτροπή προς την συναισθηματική περιήγηση που ίσως να χρειαζόμασταν.
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα τη νέα παράσταση της Άννας Βαγενά στο Θέατρο Μεταξουργείο. Πρόκειται για θεατρική μεταφορά του πρώτου διηγήματος της σπουδαίας ηθοποιού, σκηνοθέτριας, θιασάρχισσάς και συγγραφέως, με τίτλο «Το Βεραμάν Φόρεμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ. Μια γυναίκα στέκεται μπροστά μας επί σκηνής, ανατρέχει στο παρελθόν της και μάς αφηγείται μια πολύ τρυφερή και συγκινητική ιστορία. Η Ειρήνη είναι μια ηλικιωμένη που ο γιος της τη βάζει σε οίκο ευγηρίας. Εκεί θα γνωρίσει τον Φώτη, έναν ηλικιωμένο άντρα εξίσου το ίδιο μοναχικό με εκείνη. Και ένας αναπάντεχος έρωτας θα γεννηθεί με φόντο την εποχή του κορονοϊού. Η Άννα Βαγενά μιλάει για την τρίτη ηλικία με ειλικρίνεια, ωστόσο, ο ρεαλισμός με τον οποίο αγγίζει το θέμα δεν παρουσιάζεται καταναγκαστικά απαισιόδοξος και μακάβριος -όπως έχουμε συνηθίσει ή θεωρούμε πως πρέπει να απεικονίζεται στο θέατρο και την τέχνη εν γένει- αντιθέτως, παρουσιάζεται το ίδιο περίπλοκός όπως κάθε βίωμα σε αυτή τη ζωή, ενώ προσφέρει και μερικές αλήθειες που ίσως δεν είμαστε σε θέση να συζητήσομε πόσο μάλλον να αποδεχτούμε.
Η Ειρήνη αισθάνεται μια κάποια ανακούφιση που βρίσκεται στην «Ηλιαχτίδα» γιατί -όπως περιγράφει με δικά της λόγια- «είχε κουραστεί να νιώθει ότι τους είναι βάρος». Δέχεται την αναπόδραστη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και τα νέα δεδομένα που αυτή φέρνει στη σχέση της με τα παιδιά της. Καθώς βρίσκεται στο μικρό νέο δωματιάκι της, περιτριγυρισμένη με εκείνα τα λιγοστά υπάρχοντα της που όμως περικλείουν μια ολόκληρη ζωή, νιώθει σχεδόν απελευθερωμένη. Γύρω της άτομα που βιώνουν πάνω κάτω ακριβώς ότι και εκείνη, που είναι σε θέση να την κατανοήσουν περισσότερο. Ξαναγεννιέται μέσα της εκείνο το αγνό συναίσθημα του έρωτα, η ανάγκη της να συνδεθεί σε ουσιαστικό επίπεδο, να βρει κάποιον με κοινά ενδιαφέροντα, να ζήσει τη συντροφικότητα, νέες εμπειρίες που κουβαλούν κάτι το τόσο γνώριμο και οικείο, εκείνον τον ενθουσιασμό που κατοικεί στο δέρμα και την ψυχή, να θυμηθεί αυτό που πραγματικά ήτανε και να πάψει να είναι αυτό που οι άλλοι ήθελαν να δουν σε εκείνη. Να φορέσει πάλι το βεραμάν φόρεμα της…
Γιατί η ιστορία της Ειρήνης και του Φώτη αποτελεί περίτρανη απόδειξη πως τίποτα δεν τελειώνει λόγω ενός αριθμού, μιας ρυτίδας, άσπρων μαλλιών, ακόμη και ενός τριπλού μπαϊπάς. Και είναι αυτή η αισιόδοξη πλευρά που απαλύνει κάπως το συλλογικό «τραύμα» της πανδημίας. Η περίοδος που τοποθετείται το έργο ξυπνά σε όλους μας μνήμες, εκείνη την αίσθηση του εγκλεισμού, το φόβου, της μοναξιάς, του θανάτου που όλοι περισσότερο ή λιγότερο αγωνιζόμαστε ακόμα να ξορκίσουμε. Την ξαναζούμε μέσα από τα μάτια εκείνων που ανήκουν στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες», πρόσωπα που δεν στερούνται ταυτότητας, αντίθετα έχουν ένα ονοματεπώνυμο και μια ζωή. Και αν το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο και ο πόνος και η απώλεια σε βρίσκει τόσο ξαφνικά όσο η αγάπη και η ευτυχία, μόνο ευγνωμοσύνη πρέπει να νιώθουμε για όσα προλάβαμε να ζήσουμε.
Όταν την βλέπεις στη σκηνή, να καταπιάνεται για ακόμη μια φορά με το είδος του αγαπημένου της αφηγηματικού θεάτρου, σε έναν υπέροχο μονόλογο που «δανείζει» στην ηρωίδα κάτι από το παρελθόν της ίδιας της σκηνοθέτριας, ηθοποιού και συγγραφέως του, δεν μπορείς να μην θαυμάσεις τον τρόπο που η Άννα Βαγενά κάνει το οτιδήποτε με το οποίο μπορεί να καταπιαστεί να φαίνεται τόσο προσωπικό και αυθεντικό. Για την ικανότητα της να κτίζει μια άριστη επικοινωνία με το κοινό της καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Για την αμεσότητα και τη μεταδοτικότητα της, το χιούμορ, την τρυφερότητα, τη συγκίνηση, την φροντίδα με την οποία προσεγγίζει την Ειρήνη της. Για τη ζωντάνια της ερμηνείας της και την πληθωρική της παρουσία που καθηλώνει την προσοχή πάνω της.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Κάθε χρόνο στις 8 Μαρτίου πιάνω τον εαυτό μου να κάνει τις ίδιες σκέψεις, να αναρωτιέται αν αρκεί η κοινωνία να “ξεμπερδεύει” με ένα χρόνια πολλά, μερικά λουλούδια και ένα τυπικο ευχητήριο post στα social media για να λέμε ότι τιμάμε την Ημέρα της Γυναικας. Αν σκεφτει κανείς πώς θεσπίστηκε η συγκεκριμένη ημέρα, γίνεται ακόμα πιο άβολος ο τρόπος που πλέον “γιορτάζουμε” αυτή τη μερα. Η ημέρα αυτή ξεκίνησε ως φόρος τιμής στις 130 εργάτριες που έκαψαν σε εργοστάσιο υφασμάτων της Νέας Υόρκης το 1857, ως εκδίκηση, για την μεγάλη απεργία και την κατάληψη του εργοστασίου που είχαν οργανώσει. Το 1910 καθιερώθηκε η διεθνής ημέρα γυναίκας, για να τιμήσει την μνήμη τους.
Συγχωρέστε με λοιπόν, αν ξινίζω, αλλά αυτή η μέρα δεν είναι μόνο γιορτή, αλλά και μέρα μνήμης. Ίσως ακουστεί κλισέ, αλλά δεν θέλουμε ευχές και λουλούδια. Δικαιώματα θέλουμε. Δικαιώματα τα οποία φαινομενικά μπορεί κάποιοι να νομίζουν ότι έχουμε κατακτήσει, αλλά παραβιάζονται καθημερινά και σε τέτοιο βαθμό που σου υπενθυμίζουν ότι δεν μπορείς να επαναπαυτείς. Για εμένα ο πλέον κατάλληλος τρόπος να γιορτάσει κάνεις την φετινή Ημέρα της Γυναίκας ήταν στους δρόμους, εκεί όπου χιλιάδες φοιτήτριες (και φοιτητές) συγκεντρώθηκαν για να παλέψουν για το δικαίωμα στην δωρεάν παιδεία – ένα δικαίωμα και αυτό κουτσουρεμενο, που όσο πάει υποβαθμίζεται ακόμα περισσότερο. Όπως και οι γυναίκες των προηγούμενων γενεών όμως, οφείλουμε να συνεχίσουμε τον αγώνα, να διεκδικήσουμε όσα αξίζουμε. Και αυτό θα κάνουμε.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου