Όταν εισέρχεται κανείς στο φουαγιέ του Θεάτρου Μεταξουργείου αισθάνεται να τον κατακλύζουν οι αναμνήσεις και η νοσταλγική διάθεση. Στους τοίχους του θα δεις φωτογραφίες, αφίσες από παραστάσεις, βραβεία, ιδιαίτερα “αναμνηστικά” από ταξίδια και, φυσικά, έναν μικρό φόρο τιμής στον αξέχαστο Λουκιανό Κηλαηδόνη, ο οποίος σχεδόν 24 χρόνια πριν, μαζί με την σύζυγο του, ηθοποιό, σκηνοθέτρια και θιασάρχισσα, Άννα Βαγενά, ίδρυσαν αυτό το μικρό αλλά τόσο σημαντικό θεατράκι, που έμελλε να αλλάξει προς το καλύτερο την ταυτότητα της περιοχής.
Καθώς, λοιπόν, κάθεσαι σε αυτόν τον ζεστό και φιλόξενο χώρο, περιτριγυρισμένη από το παρελθόν αλλά και το δραστήριο παρόν, με τους διάφορους συντελεστές να καταφθάνουν για τις πρόβες που διεξάγονταν στον κυρίως χώρο του θεάτρου, σου δημιουργείται η εντύπωση ότι η Άννα Βαγενά πρέπει να έχει ζήσει χίλιες συναρπαστικές ζωές ενοποιημένες σε μια. Ίσως για μια τέτοια εντύπωση να ευθύνεται και το γεγονός ότι η ίδια έχει την τάση να επιθυμεί να ασχοληθεί με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, ένα χαρακτηριστικό το οποίο μάς εξομολογείται πως προσπαθεί να το τιθασεύσει. Γνωρίζοντας την από κοντά, ωστόσο, αμφιβάλλεις αν κάτι τέτοιο μπορεί να καταστεί ποτέ εφικτό.
Δεν είναι μόνο η ενέργεια που αποπνέει, που σε οδηγεί σε μια τέτοια διαπίστωση. Ακούγοντας διηγήσεις από την ιστορία της, αντιλαμβάνεσαι ότι έχεις να κάνεις με μια δυναμική γυναίκα, που είναι έτοιμη να πάρει μεγάλες αποφάσεις και να τις φέρει εις πέρας. Δεν είναι τυχαίο που στα 27 της χρόνια, μόλις βραβευθείσα από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Προξενιό της Άννας» του Παντελή Βούλγαρη, αποφάσισε να αφήσει πίσω της την Αθήνα και να επιστρέψει στη γενέτειρα της, τη Λάρισα, όπου, μαζί με τους Κώστα Τσιάνο και Γιώργο Ζιάκα, θα δημιουργήσει το πρώτο περιφερειακό θέατρο της χώρας, το Θεσσαλικό, που αργότερα θα ανοίξει τον δρόμο για τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ούτε είναι τυχαίο που το 1999, μαζί με τον Λουκιανό, σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, θα πάρουν την απόφαση να στήσουν τη ζωή τους από την αρχή, με το Θέατρο Μεταξουργείο.
Πολυπράγμων η Άννα Βαγενά, γνωρίζει καλά τις θυσίες που απαιτούνται για να κάνεις ακόμα και το πιο μικρό βήμα σε αυτή τη ζωή, τον καθημερινό αγώνα που πρέπει να δώσεις για να υπηρετήσεις όχι μόνο την τέχνη που αγαπάς αλλά και το κοινό στο οποίο απευθύνεσαι ως καλλιτέχνης και κοινωνικό ον με ενσυναίσθηση. Και αυτό είναι κάτι που το καταφέρνει πολύ καλά, μέσα από παραστάσεις με τις οποίες άφησε το δικό της μοναδικό καλλιτεχνικό στίγμα: Στον μονόλογο της σπουδαίας Μικρασιάτισσας «Αγγέλας Παπάζογλου» του Γιώργου Παπάζογλου, στο «Γάλα» του Βασίλη Κατσικονούρη, στον «Γάμο» της Βάσιας Σολωμού Ξαθάκη κ.α.
Φέτος, για άλλη μια φορά, καταπιάνεται με το αγαπημένο της είδος του Αφηγηματικού Θεάτρου και παρουσιάζει, στο Θέατρο Μεταξουργείο, έως τις 31 Μαρτίου, τη θεατρική μεταφορά του πρώτου της διηγήματος με τίτλο «Το Βεραμάν Φόρεμα», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΟΤΑΝ. Σε αυτή, η Άννα Βαγενά, ανεβαίνει στη σκηνή και μάς συστήνεται ως η Ειρήνη, μια ηλικιωμένη γυναίκα που μιλάει με τρυφερότητα και συγκίνηση για έναν αναπάντεχο έρωτα που ήρθε κάπως αργά, με φόντο την εποχή του Κορονοϊού, αμφισβητώντας κάθε είδους ηλικιακό στερεότυπο, τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή.
Με αφορμή το γεγονός η Άννα Βαγενά μάς μίλησε για τη νέα της παράσταση και την ευθύνη που ενέχει το να ζεις και να δημιουργείς ως πολιτική πράξη.
To «Βεραμάν Φόρεμα» το εμπνεύστηκα στην καραντίνα. Τότε μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ο αριθμός θανάτων ηλικιωμένων ανθρώπων σε οίκους ευγηρίας, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην «πολιτισμένη» Ευρώπη, σε χώρες όπως η Γαλλία και το Βέλγιο, όπου εξολοθρεύθηκαν ολόκληροι πληθυσμοί. Ήταν κάτι που με συγκλόνισε. Τι συμβαίνει; Οι άνθρωποι αυτοί είναι παρατημένοι εκεί; Πώς να αισθάνονται άραγε όντας εγκλωβισμένοι κάπου. Γιατί ναι μεν όλοι μας ήμασταν, εκείνη την περίοδο, εγκλωβισμένοι, εκείνοι, ωστόσο, δύο φορές, γιατί δεν είχαν πολλές επιλογές. Ό,τι τους έλεγαν εκεί. Αυτή ήταν η αφορμή και βέβαια πρόσθεσα μέσα αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τα νιάτα μου. Έχει κάτι από το παρελθόν μου με τη Νεολαία Λαμπράκη και τους δύο έρωτες της ζωής μου, τον πρώτο τον νεανικό και τον μεγάλο με τον Λουκιανό.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και με φόντο την εποχή του κορονοϊού, ο οίκος ευγηρίας, στο έργο σας, δεν παρουσιάζεται ως κάτι εντελώς τρομακτικό;Όπως τον παρουσιάζω τον Οίκο Ευγηρίας, όχι δεν είναι κάτι τρομακτικό. Η ηρωίδα μου, η Ειρήνη, μάλιστα, κάπου ανακουφίστηκε μέσα της. Έλεγε πως είχε βαρεθεί να αισθάνεται ως βάρος στο σπίτι των παιδιών της. Έτσι είναι με τα παιδιά. Και εγώ, όσο είχα τη μητέρα μου στο σπίτι, πολλές φορές αισθανόμουν ότι την είχα στενοχωρήσει. Όταν τα παιδιά ασχολούνται με ένα σωρό πράγματα, έχουν τις δουλειές τους, τα νεύρα τους, οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μαζεύονται όλο και περισσότερο. Γι’ αυτό λέω καμία φορά ότι ένας οίκος ευγηρίας δεν είναι και το χειρότερο πράγμα, αρκεί να είναι περιποιημένος. Δεν παύει, ωστόσο, να πρόκειται για μια ειδική συνθήκη. Για τους ήρωες του «Βεραμάν Φορέματος» ήταν απλά το «εκεί». Δίσταζαν να ονομάσουν το μέρος που έμεναν, όσο καλό και να ήταν. Δεν επρόκειτο ούτε για Ίδρυμα αλλά ούτε και για το σπίτι τους.
Γυρνώντας σε αυτό που είπατε για τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του έργου, που τελείωνε η Ειρήνη και που άρχιζε η Άννα; Ποιος ήταν ο βαθμός ταύτισης με την ηρωίδα που δημιουργήσατε και κληθήκατε να υποδυθείτε;Γελοίος δεν είναι αυτός που κάνει πραγματικά αυτό που επιθυμεί και ξεκουράζει την ψυχή του
Προφανώς δεν είναι όλα αυτό καθ’ εαυτό βιωματικά. Τη μητέρα μου την λάτρευα. Όταν χάσαμε τον πατέρα μου ήταν 42 χρονών. Πάλεψε να μάς μεγαλώσει. Ήταν μάνα και πατέρας για εμάς. Τα δύσκολα τελευταία χρόνια της ζωής της την κράτησα σπίτι μου μέχρι που πέθανε. Και γι΄αυτό ευγνωμονώ και τον Λουκιανό. Παρ’ όλα αυτά τη στενοχωρούσα μερικές φορές. Όπως και εμένα τα παιδιά μου με στενοχωρούν, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Όπως και την κάθε μάνα. Εκεί, λοιπόν, υπάρχει μια κάποια ταύτιση. Καθώς και στην διαρκή έγνοια να μην είναι το παιδί σου πικραμένο. Κάτι που αισθάνονται και γνωρίζουν όλες οι μανάδες. Κανένας γονιός δεν είναι ευτυχισμένος αν δεν είναι το παιδί του. Δεν πρόκειται για θυσία αλλά για το αυτονόητο. Σε πάρα πολλά ταυτίζομαι με την Ειρήνη, αλλά φαντάζομαι το ίδιο συμβαίνει με όλες τις μανάδες.
Θέλω να τους πω ότι η ζωή είναι ωραία. Όπως και να είναι. Ακόμα και κάτω από δύσκολες συνθήκες. Πρέπει να τη χαιρόμαστε όσο είμαστε ζωντανοί και να μην υποτιμάμε καμία στιγμή. Ούτε οφείλουμε στα γεράματα να αρνιόμαστε την ανάγκη για συντροφικότητα. Κάτι τέτοιο, καμία φορά, ακολουθείται από προσωπικές ενοχές. Αλλά δεν έχουμε περιθώρια πια, έχει στενέψει ο χρόνος για τέτοιες ενοχές. Πρέπει να χαιρόμαστε και να απελευθερωθούμε. Οι ηλικιωμένοι άνθρωποι μπορεί καμιά φορά να κάνουν πράγματα που δεν τα έκαναν ούτε στα νιάτα τους. Μιλάω για ουσιαστικά πράγματα. Να μη ντραπούν ποτέ να τα δοκιμάσουν. Και όταν το κάνουν δεν χρειάζεται να αισθάνονται γελοίοι. Γελοίος δεν είναι αυτός που κάνει πραγματικά αυτό που επιθυμεί και το οποίο ξεκουράζει την ψυχή του.
Σίγουρα είναι ένα χάρισμα, ένα ένστικτο. Και σαν άνθρωπος είμαι κοινωνικός αν και συνεσταλμένος. Δεν είμαι θρασύς. Και επειδή πέρασα δύσκολα παιδικά χρόνια λόγω του ότι έχασα τον πατέρα μου σε ηλικία 8 χρονών, ήμουν ένα μαζεμένο παιδί. Μέσα από το θέατρο βρήκα τον δρόμο να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους. Αυτό ήθελα πάντα, ωστόσο, πολλές φορές η δειλία μάς μαζεύει και μάς πάει πίσω. Από τη στιγμή, λοιπόν, που εγώ βρήκα τον δρόμο αυτόν, τότε ναι, είναι ένα χάρισμα. Το να είσαι επικοινωνιακός είναι ένα χάρισμα. Από την άλλη το ότι έπαιξα δέκα χρόνια επιθεώρηση, από το ’83 έως το ’94, -γεγονός για το οποίο είμαι περήφανη- με βοήθησε σε αυτή την αμεσότητα. Πρόκειται για ένα μαγικό και πάρα πολύ δύσκολο για τον ηθοποιό είδος. Στο βασικό νούμερο, το λεγόμενο σόλο, πρέπει μέσα σε πέντε λεπτά να κερδίσεις τον κόσμο, να τον καθηλώσεις, να του πεις αυτά που έχεις να του πεις και να το ολοκληρώσεις αποτελεσματικά. Αν δεν τους άρεσε κάτι, ο κόσμος από κάτω μπορεί και να σε γιούχαρε ή να χτυπούσε τα καθίσματα του κινηματογράφου. Αυτό υπήρξε τεράστιο σχολείο για εμένα. Αυτή η αμεσότητα που παρατηρεί κανείς στο «Βεραμάν Φόρεμα» και στις υπόλοιπες παραστάσεις μου προέρχεται και από την επιθεώρηση. Και αυτό συμβουλεύω και τους μαθητές μου, στο Σεμινάριο Αφηγηματικού Θεάτρου: “Να είστε άμεσοι, να έχετε απεύθυνση στον κόσμο, να στοχεύετε συγχρόνως σε όλους μαζί και στον καθένα ξεχωριστά”. Αυτό είναι το μυστικό.
Ναι υπήρχε. Είχαμε βιβλία στο σπίτι. Από τις λίγες αναμνήσεις που έχω από τον πατέρα μου είναι όταν με έπαιρνε στα πόδια του και μου διάβαζε ποίηση. Έμαθα να διαβάζω μέσα από τα ποιήματα πολύ πριν πάω σχολείο. Παλαμά, Σεφέρη, Σικελιανό. Υπήρχε αυτή η προδιάθεση. Στη Λάρισα που μεγάλωσα εγώ, βέβαια, θέατρο δεν είχα την ευκαιρία να δω. Αν και οι αδερφές του πατέρα μου, στο Βόλο, ασχολούνταν με το θέατρο ερασιτεχνικά. Ωστόσο, το ταλέντο θεωρώ πως το έχω πάρει από τη μητέρα μου. Ήταν πολύ εξωστρεφής και τα παράσταινε όλα, χωρίς να το καταλαβαίνει όταν, για παράδειγμα, προσπαθούσε να κάνει τα παιδιά της αδερφής μου να φάνε. Μάλλον από εκείνη κληρονόμησα αυτή την τάση για παραστατικότητα.
Σε ποια ηλικία μπήκε περίπου μέσα σας το σαράκι της υποκριτικής;Χωρίς τον πολιτισμό δεν υπάρχει δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία.
Σε ηλικία 9 ετών, είπα ένα ποίημα, στο σχολείο, για τα Χριστούγεννα. Με είχανε βάλει πάνω σε κάτι σκαλάκια και αισθάνθηκα πάρα πολύ όμορφα εκείνη τη στιγμή. Τότε είναι που σκέφτηκα ό,τι αυτό θέλω να κάνω, να βρίσκομαι κάπου κάπως και να μιλάω, να έχω επαφή με τους ανθρώπους. Και μάλλον το είπα καλά, γιατί μετά, αδιαλείπτως, σε όλες τις τάξεις, και στο γυμνάσιο και στο Λύκειο, πάντα έλεγα ένα ποίημα, και, μάλιστα, όλοι αναφωνούσαν «Αυτή θα γίνει ηθοποιός, τα λέει ωραία».
Η μητέρα μου, λόγω και του ότι ο πατέρας μου δεν ζούσε και τα οικονομικά ήταν δύσκολα, είχε πάντα την αγωνία, όπως όλοι οι γονείς, για το πως θα βιοποριστώ. Για τον λόγο αυτό έδωσα, τότε, εξετάσεις στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μπήκα με την πρώτη. Ήμουν καλή και έξυπνη μαθήτρια. Εκείνη θεώρησε πως θα γίνω δικηγόρος, οπότε ησύχασε κάπως. Αυτό ήταν το θέμα. Η οικονομική ανασφάλεια. Προκατάληψη στο σπίτι μας δεν υπήρχε, παρ’ όλο που εκείνες τις εποχές οι ηθοποιοί θεωρούνταν πρόσωπα ίσως όχι με τόσο άμεμπτη ηθική. Η μητέρα μου, αν και γυναίκα χωρίς κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, ήταν πολύ προχωρημένη. Στο μυαλό της δεν υπήρχαν τέτοια στεγανά. Αν και το Πανεπιστήμιο, τελικά, δεν το τελείωσα, καθώς έγινε η δικτατορία και για ένα διάστημα έπρεπε να κρυφτώ λόγω της ένταξης μου στη Νεολαία Λαμπράκη.
Η Νεολαία Λαμπράκη αποτελεί ένα από τα αυτοβιογραφικά στοιχεία που συναντάμε στο «Βεραμάν Φόρεμα». Πώς πήρατε την απόφαση να ενταχθείτε σε αυτήν;Εμένα η οικογένεια μου ήταν δεξιά. Τότε μαθαίναμε τα νέα σταματώντας στο κεντρικό περίπτερο της Λάρισας, εκεί που κρέμαγαν τις εφημερίδες, και διαβάζαμε τους τίτλους. Όταν είδα να γράφουν «Δολοφόνησαν τον Πρωταθλητή Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη» συγκλονίστηκα, πάγωσα. Σκέφτηκα πως είναι δυνατόν να δολοφονείς έναν άνθρωπο που αγωνιζόταν για την ειρήνη. Πως έγινε μια τέτοια αδικία; Έτσι μπήκα στο φιλειρηνικό κίνημα, το οποίο εκείνη την εποχή ήταν πολύ φουντωμένο. Εξαιτίας της δολοφονίας του Λαμπράκη. Αυτό το γεγονός με συγκλόνισε. Μετά εμφανίστηκε ο Μίκης, ο οποίος, βέβαια, υπήρξε μια φοβερή προσωπικότητα. Γιατί η Νεολαία Λαμπράκη δεν ήταν μόνο πολιτικό κίνημα, ήταν και πολιτιστικό. Και ένας λόγος, για τον οποίον, αργότερα, αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα μου, τη Λάρισα, και να ιδρύσω το Θεσσαλικό Θέατρο, ήταν οι ιδέες με τις οποίες γαλουχήθηκα μέσα εκεί. Ότι ο πολιτισμός αποτελεί τη βάση για τις αλλαγές που επιθυμούμε να επιφέρουμε στον κόσμο. Γιατί χωρίς τον πολιτισμό δεν αλλάζει ο κόσμος. Και αυτό κάναμε και εμείς. Γυρίζαμε στα ορεινά χωριά, φτιάχναμε λέσχες βιβλίου. Και σε αυτό πιστεύω ακόμα. Χωρίς τον πολιτισμό δεν υπάρχει δίκαιη και ανθρώπινη κοινωνία.
Μιας και η ίδια αναφερθήκατε στο Θεσσαλικό Θέατρο. Πείτε μας δύο λόγια για το εγχείρημα.Το 1975, στα 27 μου χρόνια, πήρα την απόφαση να γυρίσω στην πατρίδα μου, τη Λάρισα, και να κάνω ένα θέατρο που θα είναι εκεί μόνιμα για τους κατοίκους των χωριών και των πόλεων. Και έτσι, με δική μου πρωτοβουλία, δημιουργήθηκε το Θεσσαλικό Θέατρο. Μαζί με πάρα πολλούς άλλους συντρόφους, συνεργάτες και φίλους βεβαίως και με όλο τον λαό της Θεσσαλίας. Ήταν κάτι απίστευτα πρωτοποριακό για εκείνη την εποχή καθώς εσήμανε το ζήτημα της πολιτιστικής απικέντρωσης, η οποία ξεκίνησε στην ουσία το ’75 από εμάς. Το θεσσαλικό έφερε το θέατρο στα τελευταία χωριά της Θεσσαλίας και όχι μόνο. Φτάσαμε μέχρι την Κρήτη. Και δεν μιλάω για την εποχή που έγινε ΔΗΠΕΘΕ. Μιλάω για τα πρώτα χρόνια που το διηύθυνα εγώ και είχε ακόμη τη μορφή συλλόγου.
Θα πρέπει να ήταν τεράστιο ρίσκο για εσάς μια τέτοια κίνηση.Ναι, η δημιουργία του Θεσσαλικού Θεάτρου ήταν τεράστιο ρίσκο. Δεν υπήρχαν υποδομές τότε, δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν τελείως Δονκιχωτικό. Αλλά ήμουν 27 χρονών. Φυσικά, ποτέ δεν είχα τη σιγουριά -πως να την έχω;- και η αγωνία ήταν μεγάλη. Και μέχρι εκείνη τη στιγμή κάτι είχα πετύχει. Το 1969, μόλις τελείωσα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, έκανα τα πρώτα μου βήματα με τον θίασο της Αντιγόνης Βαλάκου. Εκεί με είχε συστήσει ο Ζώρας Τσάπελης, ο οποίος ήταν από τους πρώτους που είχαν πιστέψει σε εμένα. Ήταν εκείνος που με σύστησε και στη Φίνος και το ίδιο καλοκαίρι έκανα το «Ορατότης Μηδέν». Μετά το ένα έφερε το άλλο. Έπαιξα με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στη «Βασίλισσα Μαρία» -και από την Αλίκη έχω τις καλύτερες αναμνήσεις. Ήταν άψογη επαγγελματίας και πολύ γενναιόδωρη μαζί μου. Αργότερα ήρθε το «Προξενιό της Άννας» με το οποίο πήρα το Βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Και μετά έκανα το Θεσσαλικό. Ήμουν όμορφη, είχα ταλέντο, ρισκάρισα. Τα άφησα όλα και πήγα εκεί. Και αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Γιατί και τώρα, στα 77 μου, πάλι είμαι έτοιμη να πάρω ρίσκα, είναι στον χαρακτήρα μου.
Θα πρέπει να αγαπάτε πολύ τη Λάρισα. Τι σας συνδέει πιο πολύ με τη γενέτειρα σας;Την αγαπώ πολύ την πατρίδα μου τη Λάρισα, τη Θεσσαλία, τα χωριά της. Ακούω ονόματα από τοποθεσίες και συγκινούμαι. Με τον τόπο που με συνδέουν πιο πολύ οι αναμνήσεις από τα παιδικά και τα εφηβικά μου χρόνια. Όπως λέω πολλές φορές “για εμένα η Λάρισα έχει μείνει ασπρόμαυρη”. Τώρα, βεβαίως, είναι μια έγχρωμη πόλη, γεμάτη ζωντάνια. Με τα μαγαζιά της, με ένα αρχαίο θέατρο όπου ευελπιστώ κάποια στιγμή να παίξω. Πρόκειται για μια κοσμοπολίτικη πόλη. Εγώ, όμως, την έχω ακόμα, στον νου μου, ασπρόμαυρη. Τα παιδικά μου χρόνια, τους συμμαθητές μου, τους συντρόφους μου στη νεολαία.
Εκτός από το Θεσσαλικό, φτιάξατε ακόμη ένα θέατρο, μαζί με τον Λουκιανό. Αυτό στο οποίο βρισκόμαστε τώρα, το Μεταξουργείο. Άλλο ένα ρίσκο. Πώς το αποφασίσατε;Αυτή η τρέλα του καλλιτέχνη, η διαίσθηση την οποία είχαμε μπόλικη και εγώ και ο Λουκιανός. Ως φοιτήτρια του Εθνικού είχα αγαπήσει πολύ την περιοχή. Ψάχνοντας, λοιπόν, κάποια στιγμή, μια αποθήκη για να βάλουμε κάτι σκηνικά, είδα αυτό το κτίριο. Μπαίνοντας μέσα μαγεύτηκα από το φως που ερχόταν από τους φεγγίτες. Το κτίριο ήταν χάλια. Τόνοι σάπιου χαρτιού μέσα, ένα παλιό αυτοκίνητο και ένας άστεγος που έμενε εκεί. Μόλις είδα, ωστόσο, αυτό το φως, αποφάσισα να το κάνω όχι αποθήκη αλλά θέατρο. Έτσι το ’99 κάναμε με τον Λουκιανό το Θέατρο Μεταξουργείο, σε αυτή την υποβαθμισμένη περιοχή, για την οποία η παρουσία μας σήμαινε πολλά. Δανειστήκαμε να το αγοράσουμε και να το επισκευάσουμε. Και δεν είναι μόνο το θέατρο, ήρθαμε να μείνουμε εδώ κιόλας. Αντικαταστήσαμε τις ζωές μας στο Ψυχικό, όπου μέναμε, και πήραμε ένα σαθρό, επίσης, νεοκλασικό στο Μεταξουργείο. Ήταν το όραμα μας. Κυρίως του Λουκιανού. Δεν το αλλάζω, όμως, με καμία βίλα στο Ψυχικό το Μεταξουργείο μου τώρα.
Είπατε πως η παρουσία σας εδώ σήμαινε πολλά για την περιοχή. Πώς ήταν τότε και πως είναι τώρα;Θέλω να κάνω θέατρο κοινωνικό, που να αφορά τον κόσμο.
Βρισκόμαστε εδώ 24 χρόνια και κατοικούμε γύρω στα 20. Έχουμε ζήσει όλες τις φάσεις. Γιατί δεν ήταν πολύ εύκολα τα πράγματα. Και ακόμα δεν είναι ως ένα βαθμό. Γιατί δυστυχώς η ιστορία που μαστίζει την περιοχή και πρέπει να είμαστε ειλικρινείς, δεν τέλειωσε ποτέ, είναι η ιστορία της διακίνησης και της χρήσης ναρκωτικών. Δυστυχώς είναι οριοθετημένη η περιοχή. Εδώ είναι πιάτσα, ας μη γελιόμαστε. Αυτό ήταν, είναι και φοβάμαι ότι θα είναι. Εγώ που έχω παλέψει ενάντια σε αυτό επανειλημμένα, και από το βήμα της βουλής, ούσα βουλευτής οκτώ χρόνια με τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ., το κατήγγειλα με κίνδυνο πολλές φορές, καθώς δέχτηκα ακόμη και επιθέσεις. Δεν ήταν εύκολο. Δυστυχώς αυτό το μεγάλο πρόβλημα παραμένει. Από την άλλη είναι μια πάρα πολύ όμορφη γειτονιά. Η παρουσία μας, εδώ, άνοιξε δρόμους να έρθουν και άλλα θέατρα, να ανοίξουν μαγαζιά, να αναμορφωθεί η περιοχή. Όπως μου έλεγε και ο Λουκιανός «Εδώ, βρε Αννάκι, είναι η Αθήνα όπως ήταν τη δεκαετία του ’50». Είναι πανέμορφα. Ησυχία, πεζόδρομος απ’ έξω, εξαιρετικά εστιατόρια, μπαράκια. Έρχονται τα πουλάκια από τον λόφο της Ακρόπολης. Η Πλατεία Αυδή είναι ένα θαύμα τώρα. Βοήθησα και εγώ να διαμορφωθεί, έμπρακτα, με συνεχείς παρεμβάσεις στον Δήμο, τη Βουλή. Προς κάθε κατεύθυνση. Δεν έχει καμία σχέση με όταν ήρθαμε.
Και το καλλιτεχνικό σας όραμα; Που εντάσσεται σε όλο αυτό;Θεωρώ τον εαυτό μου Θεατράνθρωπο. Δεν είμαι μόνο ηθοποιός. Ποτέ δεν αισθάνθηκα μόνο ηθοποιός. Κυρίως, ως άνθρωπος, αισθάνθηκα υποχρέωση σαν κοινωνικό ον, μέσα από το θέατρο, το οποία αγαπώ και λατρεύω και που φαίνεται πως ο Θεός μου έδωσε κάποια χαρίσματα να είμαι σε αυτό, να υπηρετήσω τον κοινωνικό ρόλο της τέχνης εν γένει. Και είμαι ευτυχής και γεμάτη, γιατί νομίζω ότι το πέτυχα. Θέλω να κάνω θέατρο κοινωνικό, που να αφορά τον κόσμο. Έτσι και έγινε. Και ο κόσμος με αγάπησε. Έχω εισπράξει απεριόριστη αγάπη από το κοινό. Δεν έχω παράπονο. Και αν, καμιά φορά, κάνω κάποιο παράπονο, έχει να κάνει με τους ανθρώπους της δουλειάς και όχι με τον κόσμο. Αυτή την επιτυχία δεν την φτιάχνει κανένα κατευθυνόμενο ΜΜΕ, όσο και να πληρώσεις κανένα. Αυτή την επιτυχία την φτιάχνει ο κόσμος και η σχέση σου μαζί του.
Αναφερθήκατε στον εαυτό σας ως θεατράνθρωπο. Μέρος της δουλειάς σας είναι και η διεύθυνση του θεάτρου ως επιχείρηση. Ποιες προκλήσεις συναντάει κανείς στο «θεατρικό επιχειρείν»;Δεν είναι πάντα όλα καλά. Αυτό το θέατρο για να κρατηθεί από εμάς απαιτεί μεγάλες οικονομικές θυσίες. Όταν έχεις δικό σου θέατρο, σημαίνει ότι έχεις δώδεκα μήνες τον χρόνο -δεκατέσσερις μήνες τον χρόνο αν υπολογίσει κανείς και τα δώρα – πάγια έξοδα. Και δεν μιλάω καν για τις παραγωγές. Αυτά τα λειτουργικά έξοδα πρέπει να βγαίνουν ασταμάτητα. Η ΔΕΗ, το τηλέφωνο, η ασφάλεια του θεάτρου, η συντήρηση, ο εξοπλισμός είναι έξοδα που τρέχουν. Είναι αγώνας για να κρατηθεί όλο αυτό. Δεν κρατιέται εύκολα. Και το έχω στηρίξει και με ίδιους πόρους, και εγώ και ο Λουκιανός, όλα αυτά τα χρόνια. Βεβαίως όταν θα κάνεις μια μεγάλη επιτυχία βοηθάει. Όπως όταν έκανα το «Γάλα» που παίχτηκε πέντε-έξι χρόνια ή την «Αγγέλα Παπάζογλου», που παίζεται 24 χρόνια ανελλιπώς, ο μακροβιότερος μονόλογος με τον ίδιο ηθοποιό.
Έχετε μια προτίμηση για τους μονολόγους; Και το έργο που ανεβάζετε τώρα, το «Βεραμάν Φόρεμα», είναι ένας μονόλογος.Αυτή η προτίμηση ξεκίνησε τυχαία θα έλεγα με την «Αγγέλα Παπάζογλου». Ήταν η εποχή που εγώ μαζί με την Άννα Κοκκίνου καταπιαστήκαμε με το αφηγηματικό θέατρο πάνω σε λογοτεχνικό κείμενο. Η Άννα με το «Το μόνον της ζωής του Ταξείδιον» και εγώ με την «Αγγέλα», η οποία αποτέλεσε μια ιδέα του Λάμπρου Λιάβα. Εκείνος είχε το κείμενο και μου πρότεινε να το κάνουμε παράσταση. Και το πήρα όλο πάνω μου. Αυτό άνοιξε έναν δρόμο που μου άρεσε πολύ, γιατί μου αρέσει η λογοτεχνία. Διαβάζω πάρα πολύ. Και είναι ορισμένα κείμενα που με ξετρελένουν και λέω «Αχ, αυτό πρέπει να το ανεβάσω στη σκηνή». Κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει με πολλά πρόσωπα. Γι’ αυτό διαλέγω τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, πάνω στην οποία έχω εξασκηθεί μετά από όλα αυτά τα χρόνια. Το «Βεραμάν Φόρεμα» είναι ο 7ος μονόλογος που ανεβάζω. Οι περισσότεροι ήταν αφηγηματικοί, πάνω στους οποίους έχω κάνει εγώ τη διασκευή, την προσαρμογή και τη σκηνοθεσία. Πρόκειται για πολύ προσωπικά δημιουργήματα.
Ποια είναι τα κριτήρια για να αποφασίσετε να ανεβάσετε ένα έργο;Πάντα ότι ανεβάζω ή σκέφτομαι να ανεβάσω δεν θέλω να αφορά μόνο εμένα ή να βγάζει με αυτό τα εσώψυχα τα δικά μου. Ποτέ δεν με ενδιέφερε να κάνω κάτι που μπορεί να είναι μακριά από όσα αφορούν τον κόσμο. Αντιθέτως, αν θες από ένστικτο, κατευθύνομαι σε πράγματα που βλέπω ότι τον αφορούν. Και αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά. Και το παρατήρησα και στην πρεμιέρα του «Βεραμάν Φορέματος», το αισθάνθηκα καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Ο κόσμος παρακολουθούσε χωρίς ανάσα. Και από την αντίδραση τους, στο τέλος, κατάλαβα ότι τους αφορούσε. Αυτό πραγματικά για εμένα αποτελεί το μεγαλύτερο εύσημο. Άλλοι το αντιμετωπίζουν αλλιώς. Όλες οι απόψεις είναι σεβαστές. Εγώ κάνω αυτό το θέατρο. Κοινωνικό θέατρο με απλή γραφή, που δεν είναι απλοϊκή καθόλου, ίσα ίσα είναι πιο δύσκολο, και με συμμετοχή του συναισθήματος και του μυαλού.
Στην πρεμιέρα του «Βεραμάν Φορέματος», μετά το τέλος της παράστασης, μοιραστήκατε με το κοινό το τρακ που νιώθατε. Από που πηγάζει ένα τέτοιο συναίσθημα σε μια καλλιτέχνη με την εμπειρία τη δική σας;Πενήντα χρόνια στο σανίδι. Από που πηγάζει; Νομίζω από την πολύ υπευθυνότητα που με χαρακτήριζε και με χαρακτηρίζει ακόμα. Όπως και τότε, στο Θεσσαλικό Θέατρο, καθόμασταν, με τον Κώστα Τσιάνο, στην πόρτα, όταν τέλειωνε η παράσταση, και κοιτούσαμε έναν έναν τους θεατές στα μάτια. Τον ψάχνω στα μάτια τον θεατή όταν φεύγει για να δω αν είναι ευχαριστημένος. Γιατί είμαι ένας πολύ υπεύθυνος άνθρωπος και δεν παραγνωρίζω τίποτα. Έχω ευθύνη απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους, που πλήρωσαν αυτό το εισιτήριο, σε αυτές τις δύσκολες εποχές που ζούμε, που τα 10€ και 15€ και 20€ είναι το φαγητό μιας μέρας έτσι όπως έχουν ακριβύνει όλα, γι’ αυτό έχω τρακ. Βγήκα και έτρεμαν τα χέρια μου λες και εμφανίστηκα πρώτη φορά στη σκηνή. Ε μετά, όταν άρχισε και αισθάνθηκα αυτό το πάρε-δώσε με τον κόσμο, ηρέμησα. Αλλά πραγματικά έχω τρακ. Και έχω πάντα όταν ετοιμάζω κάτι καινούριο και όχι μόνο.
Είναι ένα πάρα πολύ ωραίο συναίσθημα. Αυτό είναι το μαγικό. Λέω, καμιά φορά, ότι, αυτή τη στιγμή εδώ, είμαστε οι «Τρεις Γυναίκες του Μεταξουργείου». Εγώ, η Γιασεμή και η Μαρία δημιουργούμε αυτή τη στιγμή ταυτόχρονα, σε αυτόν τον ευλογημένο μικρό χώρο, τον οποίον και φτιάξαμε με τα χεράκια μας. Πάντα έτσι ήμασταν βέβαια. Ήμασταν ένα σπίτι-γραφείο, Με τον Λουκιανό κάναμε τις μεγάλες παραγωγές μαζί, τις συναυλίες του, και με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά μεγάλωσαν μέσα σε αυτό το κλίμα. Είναι κάτι πολύ χαριτωμένο και δημιουργικό. Άλλες οικογένειες τσακώνονται για τα κληρονομικά, ξέρω ‘γω, εμείς «μαλώνουμε» για τις ώρες των προβών και τον εξοπλισμό. Και οι σχέσεις ανανεώνονται συνεχώς. Αυτή τη στιγμή παρουσιάζω εγώ το «Βεραμάν Φόρεμα», η Μαρία την παιδική παράσταση «Τα Γενέθλια της Ριρίκας» και η Γιασεμή κάνει πρόβες για την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» που θα ακολουθήσει το Πάσχα. Εν τω μεταξύ έρχονται και τα εγγόνια από πίσω. Η τρίτη γενιά που θα εμπλακεί στο Μεταξουργείο.