Θεατής: «Μακριά από Παιδιά» στο Θέατρο Ιλίσια
Εντυπώσεις από την παράσταση «Μακριά από Παιδιά», που παρουσιάζεται, στο Θέατρο Ιλίσια, σε κείμενο του Γιωργή Τσουρή και σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη.
Παρακολουθήσαμε την παράσταση, «Μακριά από παιδιά», η οποία παρουσιάζεται Θέατρο Ιλίσια, σε κείμενο του Γιωργή Τσουρή και σκηνοθεσία του Γιώργου Παλούμπη, και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Το έργοΟ γάμος του Τάσου και της Όλγας περνάει κρίση. Μια τραυματική απώλεια και μια κάπως βεβιασμένη «αρχή» σε νέο σπίτι καθιστά όλο και περισσότερο εμφανείς τις ρωγμές στη σχέση τους. Με την παρουσία της άρρωστης μητέρας του Τάσου, Αλίκης, να διευρύνει το χάσμα ανάμεσα στο ζευγάρι. Ενώ ούτε ο τρυφερός και συμπονετικός εξάδερφος, Μπάμπης, που μπαινοβγαίνει στο σπίτι για να βοηθήσει με τα «μαστορέματα» είναι ικανός να σβήσει τις «φωτιές» που ανάβουν με την παραμικρή αφορμή. Η άφιξη ενός μυστηριώδους άντρα, του Διονύση, είναι, ωστόσο, εκείνη που θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα, οδηγώντας σε ένα γαϊτανάκι αποκαλύψεων, το οποίο με τη σειρά του θα αφήσει «συντρίμμια» στο πέρασμα του.
Για τον Γιωργή Τσουρή τα μεγαλύτερα «δράματα» κρύβονται πίσω από συνηθισμένες ζωές συνηθισμένων, καθημερινών ανθρώπων και είναι αυτό το στοιχείο, εν τέλει, που κάνει τον ρεαλισμό που διέπει τα έργα του να τον αισθάνεσαι στο πετσί σου τόσο τρομακτικά οικείο και επώδυνο. Γιατί αναγνωρίζεις σε αυτόν ένα κομμάτι του εαυτού σου. Στο «Μακριά από παιδιά» δεν υπάρχει καμία σταθερότητα στην οικογενειακή εστία. Πρόκειται για έναν τόπο αναπόφευκτών -αργά ή γρήγορα- συγκρούσεων, που στοιχειώνεται από το παρελθόν, τη μνήμη που είτε χάνεται είτε επιμένει, τα μυστικά, τα ψέματα, το πένθος, την ασθένεια, τη ρήξη των διαπροσωπικών σχέσεων, τον ατομικισμό, τα οικονομικά συμφέροντα. Εκεί που το οικογενειακό δράμα αποκτά κοινωνικές προεκτάσεις και αντανακλά τις παθογένειες του έξω κόσμου.
Είναι η αλήθεια που βγαίνει πάντα στο φως, αυτή που, όταν προσπαθούμε να αγνοήσουμε ή να θάψουμε όλο και πιο βαθιά, ξεπετάγεται στην επιφάνεια σχεδόν με «φονική» ορμή. Είναι εκείνο το παρελθόν από το οποίο δυσκολευόμαστε να απαγκιστρωθούμε καθώς το παρόν στενεύει τον κλοιό γύρω μας. Η αδυναμία επικοινωνίας, αμοιβαίων υποχωρήσεων και ουσιαστικής συμπόρευσης που καθιστά ακόμη και την αγάπη ανίσχυρη απέναντι στα εμπόδια. Η άρνηση και ο φόβος μας απέναντι στη φυσική εξέλιξη των πραγμάτων και η διατάραξη των ισορροπιών που αυτή επιφέρει. Η δειλία μας να βάλουμε ένα οριστικό τέλος σε κάτι που έχει ήδη τελειώσει αλλά πεισματικά προσπαθούμε να το κρατήσουμε «ζωντανό» με νύχια και με δόντια. Η ευκολία με την οποία ρίχνουμε το «μπαλάκι» των ευθυνών στους άλλους και ποτέ στον ίδιο μας τον εαυτό. Η «σκοτεινή» ανάγκη να πονέσουμε τους γύρω μας όσο πονέσαμε εμείς ή και περισσότερο. Είναι ο σύγχρονος δυτικός τρόπος ζωής, η κρεατοφαγία, η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, των πλειστηριασμών που μάς φέρνει αντιμέτωπους με ηθικά διλήμματα τα οποία μάς καλούν να απαντήσουμε στο ερώτημα κατά πόσο είμαστε ικανοί να κτίσουμε τις ζωές μας πάνω στα ερείπια των ζωών άλλων, ανθρώπινων -και μη- όντων.
Και επειδή στη ζωή “πότε κλαίμε και πότε γελάμε”, και αυτές οι δύο καταστάσεις είναι αξεδιάλυτες μεταξύ τους, ο Γιωργής Τσουρής «ντύνει» το έργο του με ικανές δόσεις χιούμορ, που, ωστόσο, δεν χρησιμοποιείται πάντα για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, αντιθέτως, υπάρχουν στιγμές κατά τις οποίες μεγεθύνει την απόσταση που χωρίζει τους ήρωες, υπογραμμίζει ειρωνικά το τέλμα στο οποίο έχουν επέλθει και ηλεκτρίζει ακόμη περισσότερο την ατμόσφαιρα.
Ο Γιώργος Παλούμπης δημιουργεί μια παράσταση για όσα συμβαίνουν πίσω από τις κλειστές πόρτες, υπηρετώντας τον ρεαλισμό του κειμένου μέσα από μια αδιαμφισβήτητα αναγνωρίσιμη καθημερινότητα όπου τίποτα δεν είναι τακτοποιημένο, ούτε στον χώρο γύρω αλλά ούτε και στον ψυχισμό των ηρώων και η αίσθηση του τετριμμένου, η οποία επικρατεί και οπτικά χάρη στα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα και τις ενδυματολογικές επιλογές της Βασιλικής Σύρμα, δίνει την εντύπωση μιας ωρολογιακής βόμβας που από στιγμή σε στιγμή θα εκραγεί, κρατώντας τον ίδιο τον θεατή σε αναμμένα κάρβουνα.
Ο σκηνοθέτης καθοδηγεί τον ρυθμό της παράστασης και τις συνεχόμενες ανατροπές στην ατμόσφαιρα, τις διαθέσεις και τις εξελίξεις μέσα από συναισθηματικές κλιμακώσεις που επιτρέπουν στο συναίσθημα να ξεχυθεί σαν χείμαρρος στον χώρο και να τον καταλάβει, υπογραμμίζοντας τη βεβαιότητα πως, ακόμη και αν υπήρχαν ισορροπίες, αυτές είναι αδύνατον να κρατηθούν. Επιπλέον, σκηνοθετικά, πετυχαίνει να συλλάβει τη συνειδητοποίηση πως αυτό που εγκλωβίζει τους ήρωες είναι ο ίδιος τους ο εαυτός και όχι οι τοίχοι που τους περιβάλλουν, με τον οριοθετημένο χώρο της οικογενειακής εστίας να τους απομακρύνει όλο και περισσότερο παρά να τους φέρνει κοντά.
Δυνατές εξωτερικά και εσωτερικά, οι ερμηνείες των ηθοποιών της παράστασης, Γιωργή Τσουρή, Ελεάνας Καυκαλά, Σταύρου Μαρκάλα, Κωνσταντίνου Ελματζίογλου και Χριστίνας Τσάφου, σκιαγραφούν ήρωες ο καθένας εκ των οποίων έρχεται αντιμέτωπος με τα δικά του αδιέξοδα, τις δικές του ανεκπλήρωτες ανάγκες που σχεδόν νομοτελειακά προσκρούουν στις ανάγκες των υπολοίπων. Μεταχειρίζονται το ψέμα και την αλήθεια σαν μια μορφή αντίστασης σε ό,τι τους «τρώει» από μέσα, διστάζουν να εκφράσουν αυτά που αισθάνονται και επιθυμούν, πολλές φορές δίνουν την εντύπωση πως προσπαθούν να αποφύγουν με κάθε τρόπο τις δύσκολες συζητήσεις, καθώς κανένας δεν βγαίνει ποτέ αλώβητος όταν έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τη σκληρή πραγματικότητα. Τα μυστικά και τα ψέματα είναι το ασήκωτο βάρος που φέρουν στις πλάτες τους και που τους γεμίζει με ενοχές, μην αφήνοντας τους στιγμή ηρεμίας και γαλήνης.
Γιωργής Τσουρής και Ελεάνα Καυκαλά, ως Τάσος και Όλγα αντίστοιχα, καθιστούν σχεδόν ορατό και απτό το ρήγμα που έπληξε ανεπανόρθωτα το γάμο των ηρώων τους, οι οποίοι αδυνατούν να “συναντηθούν” κάπου στη μέση, είτε πρόκειται για τον τρόπο που πενθούν την απώλεια του παιδιού τους, είτε για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν την ασθένεια της μάνας, την ανάγκη τους να προχωρήσουν μπροστά -ή την έλλειψη αυτής, τα ηθικά διλήμματα της ζωής, το νέο τους σπίτι.
Η Χριστίνα Τσάφου, ως Αλίκη, γίνεται η προσωποποίηση της τάσης των υπόλοιπων ηρώων να παραμένουν μετέωροι ανάμεσα στην παιδική ηλικία και την ενηλικότητα. Μέσα από μια μεστή ερμηνεία, με μια ηρωίδα καθηλωμένη ταυτόχρονα στο παρελθόν και σε ένα παρόν που δεν σημαίνει τίποτα πια για εκείνη, κατορθώνει να συμβολίσει τόσο την πικρία και το παράπονο όσο και την τρυφερότητα -το τελευταίο εμφανές στην ερμηνεία του Κωνσταντίνου Ελματζίογλου ως Διονύση- που οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων ξυπνούν στους υπόλοιπους χαρακτήρες, οι οποίοι προσπαθούν απελπισμένα να επιστρέψουν με κάθε τρόπο σε ένα «εξιδανικευμένο παρελθόν». Σε αυτό συνδράμουν και οι νοσταλγικές αναφορές στον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που συναντάμε μέσα στο έργο. Η παρουσία της Αλίκης αν και σε στιγμές μοιάζει με συνδετικό κρίκο που μπορεί να γεφυρώσει κάπως το χάσμα ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου, ωστόσο, εν τέλει δεν θα αποτρέψει την οριστική ρήξη, που τους αφήνει να στέκονται μόνους και χαμένους. Ως ειρηνευτική δύναμη -εκούσια σε αυτή την περίπτωση- και ο Μπάμπης του Σταύρου Μαρκάλα, μια παρηγορητική και δοτική φιγούρα που ξεχειλίζει από από μια ενσυναίσθηση και κατανόηση απαραίτητη σε εκείνα τα σημεία της παράστασης που χρειάζεται να καταλαγιάσουν οι εντάσεις.
Δράμα, κωμικές αποχρώσεις, μυστήριο συνθέτουν μια παράσταση άφθονου ρεαλισμού, που δίνει την εντύπωση πως εξετάζει όχι μόνο τις ζωές των ηρώων αλλά και εμάς των ίδιων των θεατών, κάτω από το μικροσκόπιο.