Συν & Πλην: «Περλιμπλίν και Μπελίσα» στο Θέατρο Πορεία
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Περλιμπλίν και Μπελίσα» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου που ανεβαίνει στο Θέατρο Πορεία.
Επί, σχεδόν, τέσσερα χρόνια εργαζόταν ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα πάνω στο κείμενο «Ο έρωτας του Δον Περλιμπλίν και της Μπελίσα στον κήπο τους». Η πρώτη εκδοχή του κειμένου είναι έτοιμη το 1926 – την εποχή που ο μεγάλος Ανδαλουσιανός έχει ήδη αναδειχθεί σε κορυφαία προσωπικότητα του ισπανικού πνεύματος, αν και συγκρούεται συχνά με τις τάξεις του συντηρητισμού, καθώς (μην ξεχνάμε) στη χώρα έχει επιβληθεί το καθεστώς του Μιγκέλ Πρίμο δε Ριβέρα.
Λίγο πριν εγκαταλείψει (προσωρινά) την Ισπανία για τους γνωστούς πολιτικούς λόγους και έρθει σε επαφή με το αμερικανικό θέατρο, ο Λόρκα ολοκληρώνει τη εργασία του πάνω στο έργο. Είναι η χρονιά που αποπειράται να το ανεβάσει αλλά το ερωτικό περιεχόμενο του λογοκρίνεται από τη φασιστική κυβέρνηση και η πρεμιέρα ματαιώνεται.
Είναι η ίδια περίοδος όπου ο Λόρκα παραδίδει την ποιητική συλλογή «Romancero Gitano», εξέχων έργο της δημιουργικής του ευφυΐας (μεταφρασμένο από τον Οδυσσέα Ελύτη και μελοποιημένο από το Μίκη θεοδωράκη). Είναι, δηλαδή, η περίοδος όπου ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, στα 31 του χρόνια, βυθίζεται στο λυρισμό αποτυπώνοντας τα ρομάντζα των εκτοπισμένων, από τους εθνικιστές, τσιγγάνων. Περιστρέφεται, δηλαδή, γύρω από το θέμα του έρωτα και δη του ανεπίδοτου έρωτα όπως, καταγράφεται σε όλα τα μείζονα θεατρικά του έργα.
Στο ειδύλλιο του Περλιμπλίν και της Μπελίσα φυσικά, το θέμα παραμένει το ίδιο, αλλά τα αφηγηματικά εργαλεία του εμπλουτίζονται απροσδόκητα: Το λυρικό στοιχείο συναντά το γκροτέσκο και την commedia dell arte και η τραγωδία το μυστικισμό της ισπανικής παράδοσης.
Η ιστορία βασίζεται σε ένα δημοφιλές δραματουργικό μοτίβο: Ένας μεσήλικας (ηλικιωμένος – για τα χρόνια του Λόρκα) ερωτεύεται ένα ανήλικο κορίτσι το οποίο και τον παντρεύεται για την οικονομική του ευρωστία. Στην περίπτωση, όμως, των – κατά Λόρκα – ηρώων, η πλοκή εξελίσσεται δυναμικά. Ο 50χρονος Περλιμπλίν αντιλαμβάνεται την αχαλίνωτη σεξουαλικότητα της νεαρής γυναίκας του – «σημάδι των ακριβών της νιάτων» – αναγνωρίζει πως δεν είναι σε θέση να την ικανοποιήσει, αλλά αποφασίζει να εμφυσήσει στην Μπελίσα τον ψυχικό έρωτα δίπλα στο σαρκικό πάθος. Επινοεί, λοιπόν, την ύπαρξη ενός νέου και ερωτευμένου ποιητή που τη διεκδικεί.
Κόντρα στα ήθη και τις αντιλήψεις της εποχής του – εξάλλου εκτελέστηκε από τους φασίστες όχι μόνο για τις κομμουνιστικές του ιδέες, αλλά και για τον ομοφυλοφιλικό του προσανατολισμό – ο Λόρκα διαπραγματεύεται το τρίπτυχο «έρωτας – γήρας – θάνατος» και διαχωρίζει το σεξουαλικό πόθο από το φαντασιακό έρωτα. Για τον ποιητή, δίχως εσωτερική σοφία κανείς δεν μπορεί ν’ αγαπήσει βαθιά και αληθινά. Γι’ αυτό και ο Περλιμπλίν του δεν είναι ένας αξιοθρήνητος γερο-κερατάς αλλά ένας μειλίχιος σοφός με νεανική ψυχή που θυσιάζει το θνητό σώμα του για να κατακτήσει ένα έτερο, δροσερό πνεύμα. Αντίστοιχα, και η Μπελίσα δεν είναι απλώς ένα κορίτσι που αρνείται να συγκρατήσει τους ερωτικούς χυμούς της, αλλά ένα εύφορο χώμα για να φυτρώσει ο σπόρος του πραγματικού έρωτα.
Τελικά, το έργο παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1933, συγκεντρώνοντας και πάλι αντιδράσεις από μερίδα του κοινού. Τρία χρόνια μετά, ο Λόρκα θα δολοφονούνταν από «αγνώστους» και η σωρός του, ριγμένη σε ομαδικό τάφο, δεν θα ταυτοποιούνταν ποτέ.
Ως μια ‘κουνημένη’, παραμυθιακή εκδοχή του προπατορικού αμαρτήματος διαβάζει ο Δημήτρης Τάρλοου την ερωτική τραγωδία του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Οι βασικοί πυλώνες της, υφολογικά ετερόκλητης, γραφής του – η ποίηση, ο χώρος του φανταστικού και το στοιχείο του γκροτέσκου – ισορροπούν σαν σε οξύμωρο σχήμα. Συνάμα εμπλουτίζονται, τόσο σκηνοθετικά όσο και εικαστικά, (με την υπογραφή του Άγγελου Μέντη) από ευρηματικές ιδέες. Έτερος συνομιλητής της ανανεωτικής αυτής ματιάς – στο, έτσι κι αλλιώς, αναρχικό έργο του Λόρκα – η μουσική του Φοίβου Δεληβοριά.
Έως και ριψοκίνδυνη θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τη διαχείριση ενός τόσο ετερόκλητου έργου, όπως είναι το «Περλιμπλίν και Μπελίσα». Όμως, ο Δημήτρης Τάρλοου – σαν να του ψιθυρίζει από τη μια πλευρά ο Περλιμπλίν και από την άλλη η Μπελίσα – φέρνει στη σκηνοθεσία του μια ωραία ισορροπία ανάμεσα στο κλασικό και το φρέσκο, ανάμεσα στην παράδοση και στην αποδόμηση της. Υπό αυτό το πρίσμα, κανένα στοιχείο από την υφολογική ποικιλία του έργου δεν εκτοπίζεται. Απεναντίας αναπαράγεται και γονιμοποιείται σε κάτι άλλο (λόγου χάρη, οι φαλλικές αναφορές του Λόρκα μετατρέπονται εδώ σε τολμηρές ραπ ρίμες ή τα μαύρα πουλιά και τα άτακτα δαιμόνια ερμηνεύονται από μια μπάντα μουσικών). Εντελώς διαφορετικό από καθετί άλλο που έχει σκηνοθετήσει, ο Τάρλοου παρουσιάζει μιαν αλλόκοτα γοητευτική, παραμυθιακή φόρμα που αντλεί, ξεκάθαρα, από την ισπανική παράδοση.
Ίσως, η ωραιότερη δουλειά που έχει καταθέσει ο Άγγελος Μέντης τα τελευταία χρόνια, πάντα στη μεσαία κλίμακα που του προσφέρει η σκηνή του Θέατρο Πορεία. Η σκηνογραφία του στέκεται ικανή να αναβαθμίσει όλη τη σκηνοθετική προσπάθεια: Ντυμένη με ολόμαυρα πανιά όπου δεσπόζει – τι άλλο; – ένα κρεβάτι, σύμβολο της οικοτεχνίας του έρωτα, ολοένα και αποκαλύπτει συμβολικές στοιβάδες. Από τη μάνα που εμφανίζεται υπερμεγέθης ως μέγα ξωτικό ή Μητέρα Φύση, τις πτυχώσεις του φορέματος της που παραπέμπουν σε αιδοίο, στο κρεβάτι που μεταμορφώνεται (στην αποθέωση του λυρισμού) σε έναστρο ουρανό αλλά και σε άλλες μικρότερες χειρονομίες που έλκουν την αισθητική τους από το πλούσιο ισπανικό μυθολογικό ιδίωμα· κάνοντας μας να ανακαλέσουμε στιγμές από το «Λαβύρινθο του Πάνα» του Γκιγιέρμο Ντελ Τόρο.
Η μουσικήΤολμώ να πω ότι ο Μάνος Χατζιδάκις θα ενέκρινε το εγχείρημα του Φοίβου Δεληβοριά. Τολμώ, επίσης, να πω ότι αυτή είναι μια από τις πιο ωραίες μουσικές που έχει γράψει για θεατρική παράσταση. Μελωδική, δραματική και ερωτική που, ως επί τω πλείστον, αφουγκράζεται την πλούσια ισπανική παράδοση. Και από την άλλη, αιρετική – όπως και το ίδιο το πρωτότυπο ανακατεύει ένα σωρό είδη (τις μπαλάντες και την όπερα και με τη θρησκευτική μουσική) – φέρνει ένα αυθάδικο ραπ τραγούδι που ξαφνιάζει το αναμενόμενο και λειτουργεί εν είδει «βέβηλου νεωτερισμού». Οι στίχοι των τραγουδιών φέρουν την υπογραφή του Δημήτρη Τάρλοου εμπλουτισμένοι από το Φοίβο Δεληβοριά, ενώ το ραπ τραγούδι υπογράφει ο Δεληβοριάς με τη συνεργασία του Περικλή Σιούντα.
Οι ερμηνείεςΠαρά τον αποσπασματικό χαρακτήρα τους και τις υφολογικές μετακινήσεις – προκλήσεις του έργου, σε ένα επαρκές επίπεδο κινούνται και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Ξεχωρίζει ο Χρήστος Σαπουντζής αφομοιώνοντας την κατάσταση του ανθρώπου που έρχεται αντιμέτωπος με δυο διαδοχικούς θανάτους: Την οδύνη του ανεκπλήρωτου έρωτα και την, εξ αυτού, αυτοχειρία. Η Μαριάννα Πουρέγκα ως Μπελίσα – ένας εκ διαμέτρου, αντίθετος ρόλος αυτό αυτόν της Σόνιας στο «Έγκλημα και τιμωρία» (όπου και την πρωτοείδαμε) – μεταμορφώνεται σε μια Εύα εξόριστη από τον κήπο της Εδέμ, αφού γεύεται τον απαγορευμένο καρπό. Ρόλος ο οποίος της επιφυλάσσει πολλές υποχρεώσεις: Έντονη σωματικότητα (κίνηση: Μαρκέλλα Μανωλιάδη), τραγούδι, ερμηνεία και στις οποίες ανταπεξέρχεται με εντιμότητα. Η Γιολάντα Μπαλαούρα, παρά τον χρονικά περιορισμένο ρόλο της ως μητέρα της Μπελίσας, σηκώνει το βάρος του γκροτέσκου και της παραμυθιακής ατμόσφαιρας. Στο τελευταίο πεδίο με αξιώσεις (τραγουδούν, χορεύουν, παίζουν μουσική) βλέπουμε και την Έλενα Μελά και τον Περικλή Σιούντα. Τέλος, με συνέπεια έρχεται η Δανάη Σαριδάκη για να αποδώσει ως Μαρκόλφα τον κόσμο του γυναικείου συντηρητισμού.
Ο ποιητικός λόγος για τον έρωτα (και δη η ερωτική ποίηση του Λόρκα) δεν απαιτεί μόνο καλές και ‘διαβασμένες’ ερμηνείες αλλά μια, φύση και θέση, υπέρβαση· ένα πλησίασμα προς το διονυσιασμό. Αυτό το ύψος των ερμηνειών δεν έχει, για την ώρα, κατακτηθεί.
Το άθροισμα (=)Επί της ουσίας, εμβάθυνση στο σύμπαν του Λόρκα με ανανεωτική διάθεση επιτυγχάνει ο Δημήτρης Τάρλοου. Σύμμαχος του μια σκηνογραφία ανθολογίας από τον Άγγελο Μέντη.