Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Τα τραγούδια της Σωτηρίας με τη «δωρική» Χριστίνα ΜαξούρηΗ Χριστίνα Μαξούρη είναι ηθοποιός. Διακεκριμένη, χαμηλότονη και με αξιοσημείωτες συνεργασίες. Είναι, όμως, και τραγουδίστρια. Είναι, ίσως, η μοναδική ολοκληρωμένη τραγουδίστρια που έχει το ελληνικό θέατρο αυτή τη στιγμή (τουλάχιστον σε ελληνικό ρεπερτόριο). «Τα τραγούδια της Σωτηρίας» είναι ένα ακέραιο δείγμα συνύπαρξης των δύο της ιδιοτήτων και δεν είναι συμπτωματικό ότι αποτελεί ένα εγχείρημα τόσο ανθεκτικό στο χρόνο, καθώς παίζεται επί τρεις σεζόν, συν τη φεστιβαλική πρεμιέρα που έκανε το 2021. Στη φετινή εκδοχή του, στο χώρο του ΠΛΥΦΑ, το πέτυχα (ως επί τω πλείστον) με εφηβικό κοινό. Ένα μουσικό σχολείο από την επαρχία είχε γεμίσει την πλατεία της αίθουσας και παρότι ήξερε μόνο τα ‘διάσημα’ τραγούδια της Μπέλλου έμεινε να παρακολουθεί ευλαβικά την παράσταση.
Δεν πρόκειται άλλωστε για μια παράθεση τραγουδιών της Σωτηρίας Μπέλλου, αλλά για ένα αφήγημα όπου μέσα από τη μουσική αναδύεται η προσωπικότητα της Μπέλλου, τα συμβάντα της ζωής της και η καλλιτεχνική της διαδρομή. Η σειρά με την οποία έχουν επιλεγεί τα τραγούδια στήνουν ένα χρονικό με συνέχεια, σαν μια αθόρυβη δραματουργία από έργα μουσικής που βρήκαν το ένα μέσα στο άλλο (καλλιτεχνική επιμέλεια: Δημήτρης Χαλιώτης).
Η Μαξούρη όταν αφήνει το μικρόφωνο της τραγουδίστριας, πιάνει αυτό της αφηγήτριας: Μιας γυναικείας φωνής που μιλάει για μιαν άλλη γυναίκα, αναρχική της ζωής και της τέχνης. Και το κάνει με απλό, φυσικό αλλά διεισδυτικό τρόπο, όπως θα της άξιζε. Είναι η ίδια δωρικότητα που διαπνέει το τραγούδισμα της – είτε ερμηνεύει πιο ζωηρά συναισθηματικά τραγούδια όπως το «Είπα να σβήσω τα παλιά» ή τα πιο μελαγχολικά σαν το «Δεν λες κουβέντα». Δεν ξέρω πως να το εξηγήσω, αλλά τόσο η εικόνα της – περιστοιχισμένη από τους μουσικούς της (Δημήτρης Κουφογιώργος, Ζαχαρίας Γερασκλής, Βασίλης Προδρόμου, Δημήτρης Κούστας) – όσο και η φωνητική ερμηνεία της ανοίγουν μια ανεπιτήδευτη εγκάρσια τομή στο συναίσθημα· μια ποιότητα που και η Μπέλλου θα επικροτούσε.
Στέλλα Χαραμή
Η σπανιότητα του ανεβάσματος προκαλούσε από μόνη της μια συγκίνηση. Η δημοφιλέστατη όπερα του Ρίχαρντ Βάγκνερ δεν είχε ανέβει ποτέ μέχρι τώρα από τη Λυρική Σκηνή που, για την πραγματοποίηση της συνεργάστηκε με τη Βασιλική Όπερα της Δανίας. Σε μια, σχεδόν, εξάωρη παράσταση, πλούσια σε δραματικά επεισόδια τα οποία αντλούν από μύθους της Σκανδιναβίας, η «Βαλκυρία» εκθέτει – με ηρωϊκές νύξεις – τις σχέσεις εξουσίας στον οικογενειακό αλλά και κοινωνικό πυρήνα.
Αν και η Γ΄ πράξη παρουσιάζει ομολογουμένως το μεγαλύτερο μουσικό ενδιαφέρον, η ορχήστρα της ΕΛΣ σε διεύθυνση του μαέστρου Ρόλαντ Κλούττιχ ενθουσίασε για το σφρίγος και την ένταση της στη διάρκεια όλης της κολοσσιαίας τριλογίας. Το ίδιο δυναμικές ήταν και οι παρουσίες των λυρικών πρωταγωνιστών, καθώς – όχι τυχαία – είχε δοθεί έμφαση στην επιλογή βαγκνερικών ερμηνευτών: Ο Στέφαν Φίνκε στο ρόλο του Ζίγκμουντ, ο Τόμμι Χακάλα ως Βόταν και η Κάθριν Φόστερ πολύπειρη στο ρόλο της Βρουγχίλδης έκλεψαν τις εντυπώσεις τόσο με τη φωνητική όσο και με τη σωματική τους απόδοση.
Πέραν αυτών των σημαντικών αρετών, η παράσταση δεν άφησε ένα ισχυρό εικαστικό στίγμα, παρά τη μετάκληση του Τζον Φουλτζέιμς. Ο Βρετανός σκηνοθέτης τοποθέτησε τη δράση σε ένα μινιμαλιστικό, φανταστικό τοπίο, με μια σκάλα να δεσπόζει, υπογραμμίζοντας έτσι το θεϊκό στοιχείο. Ωστόσο, σε συνάρτηση με τα κοστούμια του Ντέιβιντ Άλεν, που θύμιζαν έντονα την ενδυματολογική αισθητική του «Star Wars» (μην ξεχνάμε πως το διάσημο θέμα του «Καλπασμού των Βαλκυριών» συμπεριλαμβανόταν και σε σκηνές μάχης του επικού φιλμ του Τζορτζ Λούκας) έδειξε ένα έλλειμμα ιδεών για το πως η μυθολογία συνομιλεί με το πραγματικότητα.
Στέλλα Χαραμή
Η περασμένη Δευτέρα με βρήκε στα στενά της Πλάκας και στο Θέατρο Μπέλλος να περιμένω να δω την ιδιαίτερη φαρσοκωμωδία του Γιάννη Αποσκίτη, «Μαύρη μαγεία ή Άσε τους νεκρούς να πεθάνουν». Το έργο είναι το δεύτερο του συγγραφέα και σκηνοθέτη – μετά το εξίσου συγκλονιστικό «Οι Προβοκάτορες» στην Πειραματική σκηνή νέων Δημιουργών Εθνικού θεάτρου το 2022-2023, που διαπραγματευόταν τα fake news – ο οποίος τώρα στρέφει το βλέμμα του στην ελληνική οικογένεια και κοινωνία.
Η ιστορία ξεκινάει με τον Κωνσταντίνο Χελοδόνη, έναν ξεχασμένο τηλεοπτικό σταρ μιας οικογενειακής σειράς των 90ς ο οποίος δέχεται επίσκεψη από τρεις δημοσιογράφους, με αφορμή ένα σκάνδαλο σχετικά με τον πρόσφατο θάνατο της μητέρας του. Αυτοί όμως έχουν άλλα σχέδια στο μυαλό τους και η ιστορία περιπλέκεται περίτεχνα αναδεικνύοντας με μαύρο χιούμορ όλες τις προβληματικές καταστάσεις της χώρας μας. Ένα roller coaster από σκάνδαλα, φόνους, γραφειοκρατία, εκβιασμούς και πολλά άλλα που λαμβάνουν μέρος στην προβληματική αυτή ιστορία, που όμως είναι γεμάτη αλήθειες που ενοχλούν όπως η αγαπημένη μου φράση της παράστασης «γιατί όπως όλοι ξέρουμε οι ηθοποιοί λένε παραμύθια και οι δημοσιογράφοι μόνο την αλήθεια».
Οι εύστοχες ερμηνείες του Κωνσταντίνου Πλεμμένου και του Γιώργου Κατσή στις οποίες βρίσκουμε να ταυτίσουμε πολλά πρόσωπα της ελληνικής πραγματικότητας, καθορίζουν την ταυτότητα της παράστασης. Όπως επίσης και το μεγάλο -θα πω- διαμαντάκι την Ελένη Κουλογιάννη που αναπηδά εξαιρετικά ανάμεσα σε δύο τραγικούς ρόλους της μάνας και της δημοσιογράφου που εκβιάζεται.
Η σκληρή πένα του Γιάννη Αποσκίτη δημιουργεί μια παράσταση δυο ωρών που δεν κουράζει ούτε λεπτό ενώ μιλάει για πράγματα που σίγουρα θα ενοχλήσουν το πιο συντηρητικό αυτί. Πραγματεύεται τα προβλήματα της ελληνικής «σκληροπυρηνικής» οικογένειας και ό,τι λάθος και σάπιο υπάρχει στην σύγχρονη ελληνική κοινωνία μέσα από μια φαρσοκωμωδία που στο τέλος σε αφήνει με το εξής παράπονο: «Γιατί ο κόσμος που ζεις να είναι τόσο βρώμικος;».
Βασιλική Αγγελούδη
Ήταν πέρσι, τέτοια εποχή πάλι, όταν η Μαρίνα Σπανού μάς άνοιξε την πόρτα από τα 25 τετραγωνικά του δωματίου της και μάς κάλεσε να μπούμε μέσα στον μικρό αυτό χώρο που μέσα του γεννήθηκε ένας ολόκληρος δίσκος – ο δεύτερος προσωπικός της μετά το «Κι αν ποτέ μαραθεί». «25 τετραγωνικά» ο τίτλος του, αφιερωμένος σε αυτόν τον μικρό, απόλυτα δικό της χώρο, που όμως δεν την εγκλώβισε αλλά περισσότερο λειτούργησε σαν μικρή φωλιά που «ζέστανε» της μικρές της ιστορίες. Κι αυτές ήταν μια σειρά από καρτ ποστάλ που δεν δόθηκαν ποτέ, 7 και κάτι ιστορίες που σχεδόν όλοι έχουμε ζήσει και 8 τραγούδια για εκείνα τα καλοκαίρια που υποσχεθήκαμε. Σήμερα, έναν χρόνο μετά και μία ακόμη άνοιξη, το μουσικό ραντεβού μαζί της μοιάζει να καθιερώνεται αφού την Πέμπτη που μάς πέρασε ένας νέος δίσκος ήρθε για να μάς πάρει από το χέρι – αυτή τη φορά για να μάς πάει σε ταξίδια από το Παρίσι μέχρι και την Τήνο, από την Επίδαυρο μέχρι και την Ικαρία, ταξίδια που σχεδιάστηκαν και ίσως δεν έγιναν ποτέ, «ταξίδια σχέσεων» που έμειναν στο «Τρίτο Σκαλί» αλλά και ταξίδια ενηλικίωσης, τα πιο δύσκολα «ταξίδια» της ζωής μας. «Μια κασέτα για τον δρόμο» φρόντισε να μάς φτιάξει και να μάς χαρίσει αυτή τη φορά η Μαρίνα και δεν υπάρχει περίπτωση να μην δεις τον εαυτό σου κάπου σε κάποιο στίχο από αυτά τα κομμάτια, που κρύβουν μέσα τους μια βαθιά εξομολόγηση. Εδώ θα αφήσω το προσωπικά δικό μου αγαπημένο… «τα χείλη σου τα νερατζοφιλημένα, όλο το φως του κόσμου έχω για σένα», ξανά και ξανά…
Ευδοκία Βαζούκη
Η Δέσποινα Βανδή και ο πάντα ανατρεπτικός Mente-Fuerte κυκλοφόρησαν την «Πανσέληνο» και κάποιοι δεν ήμασταν καθόλου έτοιμοι για αυτήν την συνεργασία. Μπορούσε να φανταστεί ποτέ κανείς αυτό το ντουέτο; Ένας καλλιτέχνης της ραπ σκηνής και μια καλλιτέχνιδα όπως η Δέσποινα Βανδή με αμέτρητες συνεργασίες και με μουσική εμπειρία πάνω από 30 χρόνια να καταφέρουν να συνυπάρξουν τέλεια σ’ ένα κομμάτι όπως αυτό; Κι όμως έγινε, κι εμείς πλέον το ακούμε ξανά και ξανά, από την πρώτη κιόλας μέρα κυκλοφορίας του. Το μοναδικό σε αυτό το κομμάτι είναι οι δυο διαφορετικοί κόσμοι, που τελικά ενώνονται. Με κοινό άξονα ένα σύγχρονο τραγούδι το οποίο συνδυάζει δύο διαφορετικές καλλιτεχνικές εκφράσεις και αποκαλύπτει τη μοναδική χημεία μεταξύ της Δέσποινας Βανδή και του Mente Fuerte. Την τελευταία πινελιά προσθέτει το υπέροχα κινηματογραφημένο, ατμοσφαιρικό music video, μέσα από το οποίο οι δύο artists μας μεταφέρουν μια τρυφερή και γεμάτη πάθος ιστορία έρωτα, με φόντο μια νύχτα με «Πανσέληνο». Πραγματικά ακούστε το…
Μαργαρίτα Ψυχή
Την εβδομάδα που μάς πέρασε είχαμε μια θετική εξέλιξη όσον αφορά την ελληνική δικαιοσύνη, η οποία έκρινε τον Ηλία Μίχο ένοχο για την υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίηση της 12χρονής στον Κολωνό. Συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος για βιασμό, κατάχρηση ανηλίκου που δεν έχει συμπληρώσει τα 14 έτη, πορνογραφικό υλικό, μαστροπεία και παράνομη κατοχή όπλων και ναρκωτικών. Η απόφαση του δικαστηρίου αποτελεί μια πρώτη δικαίωση για το 12χρονό παιδί (γιατί αυτό είναι), ωστόσο, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς, καθώς ο Μίχος, του οποίου οι ποινές θα ανακοινωθούν αύριο, αναμένεται να ασκήσει έφεση κατά αυτής.
Αδιαμφισβήτητα όλοι μας αισθανθήκαμε ανακούφιση όταν ακούσαμε την απόφαση του δικαστηρίου. Πόσο μάλλον δε αν θυμηθούμε την πρόταση της Εισαγγελέως για απαλλαγή του Μίχου από τις κατηγορίες του βιασμού και δύο μορφών του αδικήματος της μαστροπείας λόγω αμφιβολιών, το απαράδεκτο σκεπτικό της οποίας οδήγησε την Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος -Ένωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων να βγάλει ανακοίνωση υπογραμμίζοντας τα αυτονόητα: «Τονίζουμε ότι θεωρούμε ως ηθικά απορριπτέα όσο και επιστημονικά αβάσιμη, οποιαδήποτε πρόταση που βασίζεται στο ότι ένα παιδί 12 ετών θα μπορούσε να συναινέσει σε σεξουαλική πράξη με ενήλικα». Η ανακούφιση αυτή, όμως, αποκαλύπτει την θλιβερή κατάσταση της ελληνικής δικαιοσύνης: Όταν οι πολίτες έχουν χάσει την πίστη της σε αυτήν, όταν θεωρείται ικανή να κρίνει αθώο έναν παιδοβιαστή και μαστροπό, τότε κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Και εκεί γεννιέται το ερώτημα κατά πόσο μέσα από την κρίση αυτού του σημαντικού θεσμού αντανακλώνται οι σκοτεινότερες όψεις της ελληνικής κοινωνίας.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Νομίζω ότι για αυτό το Not θα χρειαστούν πρώτα κάποιες διευκρινίσεις. Πρώτον, ότι δεν συμφωνώ καθόλου με τους “τεχνοφοβικούς”, διάφορες συνωμοσίες του τύπου “τα ρομπότ θα καταλάβουν τον πλανήτη” δεν με κρατάνε ξύπνια τα βράδια και δεν θεωρώ καθόλου κακή την εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης – το κακό δεν ειναι η τεχνολογική πρόοδος, αλλά μάλλον η εκμετάλλευσή της, καθαρά και μόνο για το κέρδος, και όχι για τις σύγχρονες ανάγκες μας. Αν με κρατά κάτι ξύπνια τα βράδια είναι περισσότερο αυτό: το πώς δηλαδή θα ήταν ο κόσμος και οι ζωές μας, αν αξιοποιούσαμε την τεχνολογία για πραγματικά ουσιαστικά πράγματα, όπως είναι η υγεία, η εκπαίδευση, η εργασία. Αλλά αυτό είναι μια εντελώς διαφορετική κουβέντα. Δεύτερον, λυπάμαι που το “AI Love” μπαίνει στα “not” της εβδομάδας, γιατί ήταν μια πραγματικά ενδιαφέρουσα ιδέα. Ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν την δικαίωσε (κατ’εμέ τουλάχιστον), σίγουρα αξίζει ένα “μπράβο” στους συντελεστές του track που το τόλμησαν.
Αφού, λοιπόν, έχω ξεκαθαρίσει τα παραπάνω, ας πάμε στα του κομματιού. Η Sophia The Robot– για όσους δεν την γνωρίζουν – είναι ένα κοινωνικό ανθρωποειδές ρομπότ, ένα “ρομπότ-πολίτης” που αναπτύχθηκε από την εταιρεία Hanson Robotics. Εγώ έμαθα για πρώτη φορά για εκείνη από τον Astronio (μπορείτε να δείτε εδώ την πρώτη συνέντευξή της σε ελληνικό μέσο, δηλαδή στο κανάλι του Astronio στο YouTube). Η συζήτησή τους ήταν άκρως εποικοδομητική και με απασχολούσε καιρό, επομένως όταν είδα ότι η Sophia …έβγαλε τραγούδι (!) με τον Lil Koni, μπορώ να πω με σιγουριά ότι μου κίνησε την περιέργεια. Έτσι, έβαλα το κομμάτι, με τίτλο “AI Love” να παίζει στο YouTube. Το βίντεο κλιπ είχε ενδιαφέρον, το ρεφρέν ήταν catchy, οι ρίμες του Lil Koni τίμιες, το κομμάτι της Sophia όμως ήταν φοβερά (και ζητώ συγγνώμη για αυτή την λέξη που καθόλου δεν συμπαθώ) cringe. Αν κατέληξα κάπου αυτό είναι ότι όσο ικανή και να είναι η τεχνητή νοημοσύνη, δεν θα μπορέσει ποτέ να αντικαταστήσει τον ανθρώπινο παράγοντα σε αυτό που αποκαλούμε “καλλιτεχνικό έργο”. Ο πειραματισμός είναι σίγουρα ευπρόσδεκτος, αλλά νομίζω θα αφήσω την μουσική και την τέχνη σε actual καλλιτέχνες.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου