«Μαχαγκόννυ»: Μπρεχτ από τον Γιάννη Χουβαρδά στην Εθνική Λυρική Σκηνή
Έργο που θέτει στο στόχαστρό του την απληστία και τον ατομικισμό των σύγχρονων κοινωνιών, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ» παραμένει πολιτικά αλλά και αισθητικά επίκαιρη, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη δημιουργία της, όπως δείχνει η νέα παραγωγή του λυρικού μας θεάτρου.
Σχεδόν ένας αιώνας μας χωρίζει από την πρεμιέρα της όπερας του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε μουσική του Κουρτ Βάιλ, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ», στις 9 Μαρτίου 1930, στη Λειψία. Παρά το τεράστιο χρονικό διάστημα, όμως, η απληστία, η διαφθορά, η με κάθε μέσο κατάκτηση της εξουσίας, ο ατομικισμός και η εκμετάλλευση του αδύναμου, κοινωνικές συμπεριφορές στις οποίες εστίασε την πολιτική κριτική του ο Μπρεχτ, παραμένουν και σήμερα εξίσου επικίνδυνες για τη συνοχή των κοινωνιών μας.
Επικαιρότητα της μπρεχτικής κριτικήςΗ παρουσίαση από την Εθνική Λυρική Σκηνή του έργου των Μπρεχτ – Βάιλ, σε μια νέα παραγωγή που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς, δίνει την ευκαιρία στο ελληνικό κοινό να διαπιστώσει την επικαιρότητα της μπρεχτικής κριτικής, αφού και στις μέρες μας απληστία και εγωισμός, εκμετάλλευση και διαφθορά σαρώνουν τις πολιτείες μας, το ίδιο, αν όχι και περισσότερο από την «πόλη-παγίδα», όπως αποκαλεί το Μαχαγκόννυ ο συγγραφέας του.
Τα πρώτα σπέρματα του έργου ανιχνεύονται στα τέλη της δεκαετίας του 1920, την περίοδο των «Roaring Twenties», όταν ο Κουρτ Βάιλ, μαζί με τον Μπρεχτ, παρουσίασε στο φεστιβάλ μουσικής δωματίου του Μπάντεν Μπάντεν, το 1927, το «Mahagonny-Songspiel», γνωστότερο ως «Μικρό Μαχαγκόννυ», μια σκηνική καντάτα όπου ο Βάιλ πειραματίστηκε με διάφορα είδη, όπως η τζαζ και το ράγκταϊμ, και στην οποία περιλαμβάνονταν τα πασίγνωστα, πλέον, «Alabama Song» και «Benares Song», που στη συνέχεια εντάχθηκαν στο «Μαχαγκόννυ».
Τρία χρόνια αργότερα, και αφού ο Μπρεχτ είχε πειραματιστεί με μεγάλη επιτυχία με τη φόρμα της όπερας –προκειμένου να την επαναστατικοποιήσει– στην «Όπερα της πεντάρας», θα παρουσιάσει το έργο «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ». Μεταφέροντας την πλοκή από το Λονδίνο της «Όπερας της πεντάρας» στην Αμερική, και μάλιστα στο «Ελντοράντο» της Δυτικής Ακτής, αφού δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο παγκόσμιο από τον πόθο για το χρήμα…
Όμως οι καιροί είχαν αλλάξει. Το κραχ του 1929, που βύθισε στην κρίση ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, έφερε στην επιφάνεια και άλλους διεκδικητές της αντιπροσώπευσης της κοινωνικής διαμαρτυρίας, αυτή τη φορά στο όνομα των γερμανικών αξιών και της κοινωνικής ευταξίας. Η πρεμιέρα του «Μαχαγκόννυ» στη Λειψία ήταν επεισοδιακή.
«Το θέατρο ήταν μια μάζα που ούρλιαζε…»Η Λότε Λένυα, «μούσα» του Μπρεχτ και ερμηνεύτρια πολλών από τα τραγούδια του Βάιλ, βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό εκείνο το βράδυ. Όπως θυμάται, «Η πλατεία γύρω από την όπερα ήταν γεμάτη με φαιοχίτωνες Ναζί, που κρατούσαν πλακάτ διαμαρτυρίας για την παράσταση του Μαχαγκόννυ… Γύρω μου η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη. Καθώς η όπερα πλησίαζε προς το τέλος, άρχισαν οι διαμαρτυρίες, τα σφυρίγματα και οι αποδοκιμασίες – μέχρι να φτάσουμε στην τελευταία σκηνή, άνθρωποι στους διαδρόμους είχαν αρχίσει να ανταλλάσσουν γροθιές, το θέατρο ήταν μια μάζα που ούρλιαζε – γρήγορα τα επεισόδια επεκτάθηκαν στη σκηνή, πανικόβλητοι θεατές προσπαθούσαν να βγουν έξω, και μόνο η άφιξη μιας μεγάλης αστυνομικής δύναμης, τελικά, επέτρεψε την εκκένωση του θεάτρου».
Τον Δεκέμβριο του 1931, το «Μαχαγκόννυ» θα ανέβει στο Βερολίνο, με την Λότε Λένυα στον ρόλο της Τζένης. Εκεί δεν θα σημειωθούν επεισόδια, αντίθετα, το έργο θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Όμως το «Μαχαγκόννυ» θα αποδειχθεί ένα από τα τελευταία έργα της «γερμανικής περιόδου» του Μπρεχτ. Μετά από αυτό δούλεψε μαζί με τους συνεργάτες του πάνω σε «διδακτικά έργα», όπως ήταν η περίφημη «Απόφαση» (Die Massnahme), αλλά και το σενάριο για το «Kuhle Wampe», ένα ντοκιμαντέρ για τη μαζική ανεργία και τις συνέπειές της στους ανθρώπους. Η άνοδος των Ναζί στην εξουσία και ο εμπρησμός του Ράιχσταγκ (1933), με τον απηνή διωγμό κάθε αριστερού και δημοκράτη που ακολούθησε, οδήγησαν τον Μπρεχτ, αλλά και τον Βάιλ, να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, σε μια εξορία που για τον Μπρεχτ θα διαρκέσει 15 χρόνια.
Η παραγωγή της ΕΛΣΟ Γιάννης Χουβαρδάς επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μετά την «Υπόθεση Μακρόπουλου» του Λέος Γιάνατσεκ, που σκηνοθέτησε το 2018, για να παρουσιάσει τη «χρυσή πόλη των ονείρων μας που γίνεται σκόνη και αφανίζεται μπροστά στα μάτια μας», σε μια πολιτική ανάγνωση, με στιγμές «αγανάκτησης και απελπισίας». Μαζί του στα σκηνικά η Εύα Μανιδάκη, στα κοστούμια η Ιωάννα Τσάμη, στην κινησιολογία η Αμάλια Μπένετ, στους φωτισμούς ο Ράινχαρντ Τράουμπ και στον σχεδιασμό των βιντεοπροβολών ο Παντελής Μάκκας. Συνεργάτιδα σκηνοθέτρια είναι η Έμιλυ Λουίζου και συνεργάτιδα δραματουργός η Έρι Κύργια.
Την Ορχήστρα της ΕΛΣ διευθύνει ο αρχιμουσικός Μίλτος Λογιάδης, ενώ πρωταγωνιστούν οι μονωδοί Άννα Αγάθωνος (Λεοκάντια Μπέγκμπικ), Χρήστος Κεχρής (Φάττυ), Τάσος Αποστόλου (Μωυσής Τριάδας), Μαρισία Παπαλεξίου (Τζέννυ Σμιθ), Βασίλης Καβάγιας (Τζίμμυ Μάχονυ), Γιάννης Καλύβας (Τζακ / Τόμπυ), Χάρης Ανδριανός (Μπιλ), Γιάννης Γιαννίσης (Τζο) κ.ά.
Κουρτ Βάιλ / Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Η άνοδος και η πτώση της πόλης Μαχαγκόννυ»
Εθνική Λυρική Σκηνή, Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος
12, 14, 19, 21, 23, 25 Απριλίου 2024
Ώρα έναρξης: 19.30 (Κυριακή: 18.30)
Εισιτήρια: €15, €20, €35, €40, €50, €55, €60, €90, Φοιτητικό, παιδικό: €15, περιορισμένης ορατότητας: €10