Ο Πάνος Γιαννικόπουλος για το «Ξηρόμερο»: 5 λόγοι που καθιστούν τη φετινή εκπροσώπηση στη Μπιενάλε της Βενετίας πολύ σημαντική
Το Ξηρόμερο/Dryland θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia και με την αφορμή αυτή, ο επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής Πάνος Γιαννικόπουλος μιλά στο Monopoli.gr για τη σημασία της συγκεκριμένης εκπροσώπησης.
Το Ξηρόμερο/Dryland που θα εκπροσωπήσει την Ελλάδα στην 60ή Διεθνή Έκθεση Τέχνης – La Biennale di Venezia, είναι ένα διαμεσικό συλλογικό έργο σε σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου με συνδημιουργούς την Έλια Καλογιάννη, τον Γιώργο Κυβερνήτη, τον Κώστα Χαϊκάλη και τον Φώτη Σαγώνα. Επιμελητής της ελληνικής συμμετοχής είναι ο Πάνος Γιαννικόπουλος.
Αποτελείται από ένα αγροτικό μηχάνημα άρδευσης το οποίο συντονίζει σε πραγματικό χρόνο τον ήχο, την κινούμενη εικόνα, και το φωτιστικό περιβάλλον της εγκατάστασης. Η ελληνική εκπροσώπηση εξετάζει την εμπειρία ενός πανηγυριού, παρακολουθώντας μια διαδρομή από την πλατεία του χωριού έως τις παρυφές του γεωργικού τοπίου που το περιβάλλει. Συγκεκριμένα, αντλεί έμπνευση από τα πανηγύρια της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Θεσσαλίας και της περιοχής του Ξηρομέρου στη Δυτική Ελλάδα, που δανείζει τον τίτλο στο έργο.
Με την αφορμή αυτή, ο Πάνος Γιαννικόπουλος, επιμελητής της ελληνικής εκπροσώπησης μιλά για τους πέντε λόγους που καθιστούν τη φετινή αυτή εκπροσώπηση πολύ σημαντική:
1. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα εκπροσωπείται με συλλογικό πρότζεκτ, όλοι/ες οι καλλιτέχνες/ιδες αφήνουν πίσω την προσωπική τους πρακτική και ομαδικά δημιουργούν το έργο Ξηρόμερο/Dryland. Αλλάζουν λοιπόν με ένα τρόπο οι κανόνες του παιχνιδιού και το εγχείρημα δίνει έμφαση στη συλλογική προσπάθεια, στην κατάρριψη του “εγώ” των συμμετεχόντων – μια δύσκολη αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα δημιουργικά διαδικασία. Μαθαίνουμε μέσα από αυτή και τα προβλήματα της συνεργασίας, τις συγκρούσεις, τις διαφορετικές θέσεις, αλλά αυτό δίνει παράλληλα και τη δυναμική του έργου. Το Ξηρόμερο/Dryland είναι επίσης διαμεσικό έργο οπότε τα όρια των εικαστικών τεχνών επεκτείνονται σε διάλογο με τις παραστατικές τέχνες, την κινούμενη εικόνα και τον ήχο. Άνθρωποι από διαφορετικά πεδία ενώνουν τις δυνάμεις τους δημιουργώντας ένα έργο -περιβάλλον εμβύθισης.
2. Το έργο ενώ διατηρεί μια κριτική ματιά και δεν φοβάται το συναίσθημα, που άλλωστε κυριαρχεί και στο πανηγύρι αυτό καθ’ αυτό. Δεν θα μπορούσε να προσεγγίσει κανείς αυτή τη θεματική με αποστασιοποίηση. Συμμετέχει λοιπόν η καλλιτεχνική ομάδα, δεν είναι απλός παρατηρητής και αντιλαμβάνεται και τον θεατή ως μέτοχο της διαδικασίας. Ο θεατής δημιουργεί τη δική του διαδρομή ανάμεσα σε εικόνες, ήχους και τα προσωπικά βιώματα μπλέκονται με τη ματιά των καλλιτεχνών/ιδων.
3. Το Ξηρόμερο επιστρέφει στο πεδίο της “παράδοσης”, της “άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς” του πανηγυριού, όχι όμως με τρόπο ευλαβικό, αλλά παρατηρώντας και συμμετέχοντας στη λειτουργία του στο παρόν, τη σχέση των σωμάτων μέσα σε αυτό, τον σκοπό του μέσα σε μια συγκεκριμένη συνθήκη μεταξύ εργασίας-παύσης. Στρέφεται αντί για το καλλιτεχνικό κέντρο, στην επαρχία, σε όσα προσπαθούμε να κρύψουμε, σε όσα δεν θεωρούνται ακριβώς εξαγώγιμα πολιτισμικά προϊόντα, στα “βρώμικα” και χωρίς να προχωρά σε άκριτο εορτασμό τους – τα αντιμετωπίζει πέρα από διαχωρισμούς “υψηλής” ή “χαμηλής” τέχνης. Όλα γίνονται αντιληπτά μέσα από ένα βλέμμα φροντίδας. Και ενώ αναδεικνύει τους αποκλεισμούς που έχουν όλα τα συστήματα που παρουσιάζουν μια κοινότητα, τον χώρο που δίνεται ή δεν δίνεται σε κάποια σώματα, μας δίνει και τη δυνατότητα- για να χρησιμοποιήσω και ένα απόσπασμα που ακούγεται στον ήχο του έργου – ο άλλος (ή η άλλη όπως αναφέρεται στη συνέντευξη που μιλάει για τον γυναικείο τσάμικο και μια πρωτοχορεύτρια), να γίνει “δικός/δικιά” μας.
4. Το έργο ενώ έχει κατατεθεί πριν από τις πρόσφατες οικολογικές καταστροφές, έρχεται άθελά του και συνδέεται με αυτές λόγω των περιοχών της Θεσσαλίας που επλήγησαν και την κρισιμότητα του παρόντος. Δημιουργούνται μια σειρά από ερωτήσεις, πέρα από τις προθέσεις των καλλιτεχνών, για τον ρόλο της τέχνης ή την παρατήρηση από απόσταση · το να μιλάς για ένα πλαίσιο που έχει ξεφύγει από τη θεωρητική σκοπιά και είναι κυριολεκτικά μέσα στις λάσπες. Η περίσσεια ή η έλλειψη νερού, ο οικολογικός αντίκτυπος, ο αντίκτυπος σε κάθε μορφή ζωής και την ίδια στιγμή η γιορτή ως (ματαιωμένη ίσως;) προσπάθεια να ξεφύγεις, έρχονται στο επίκεντρο. Μπορεί η καλλιτεχνική πρακτική να ανταποκριθεί, ενώ υπάρχει μια τέτοια ανοιχτή πληγή; Η σχέση ανθρώπινης παρέμβασης-γης, χρήσης, κατάχρησης συμβίωσης που μπαίνει στην αφήγηση του έργου δεν προσπαθεί απαραίτητα να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα, τα ίδια παραμένουν ανοιχτά για τους θεατές. Θεωρώ ότι αυτή η αμηχανία που νιώθουμε είναι σημαντική και οφείλουμε να τη διατηρήσουμε. Είναι σημαντική επίσης και η προσωπική σύνδεση των καλλιτεχνών αλλά και των καλεσμένων συγγραφέων και συνεργατών με τις περιοχές αναφοράς (Θεσσαλία-Αιτωλοακαρνανία).
5. Το Περίπτερο της Ελλάδας επιστρέφει φέτος με έναν τρόπο στην ιστορία του, τόσο κτηριακά όσο και με αναφορές σε προηγούμενες συμμετοχές που έχουν εκπροσωπήσει τη χώρα. Δημιουργεί μέσα από θραύσματα πληροφορίας, ιστορίες για το παρελθόν και το μέλλον. Ας φανταστούμε έναν χορό στο πανηγύρι: με αυτή τη θεματική δεν γίνεται να λείπουν αναφορές στη Μαρία Παπαδημητρίου, τον Θανάση Τότσικα, τον Πάνο Χαραλάμπους. Το έργο κοιτάει τόσο προς το τοπικό, όσο και τη σχέση του με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Ανιχνεύονται απρόβλεπτες συνέργειες και μίξεις που όλο και ανοίγουν. Η ίδια η ιστορία του περιπτέρου με το νεοβυζαντινό στυλ και τη χρήση πολιτιστικών χαρακτηριστικών για την “εθνική” διεκδίκηση μιας ταυτότητας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (βλ. βαλκανικοί πόλεμοι) σκωπτικά ή μη, γίνεται φανερή και συνδέεται και με την αντίστοιχη πολιτική χρήση των τραγουδιών στα πανηγύρια. Υπάρχουν τόσα στρώματα πληροφορίας και συνδέσεων να ανακαλύψει κανείς, όσες και οι διαστρωματώσεις παρεμβάσεων στους τοίχους του περιπτέρου με τα ίχνη από προηγούμενες συμμετοχές που αποκαλύπτονται στους τοίχους.
Το Ξηρόμερο/Dryland είναι ένα διαμεσικό συλλογικό έργο σε σύλληψη των Θανάση Δεληγιάννη και Γιάννη Μιχαλόπουλου με συνδημιουργούς την Έλια Καλογιάννη, τον Γιώργο Κυβερνήτη, τον Κώστα Χαϊκάλη και τον Φώτη Σαγώνα.
Καλλιτεχνικοί Συνεργάτες: Φωτεινή Παπαχριστοπούλου, Βασιλική-Μαρία Πλαβού, Μάριος Σταμάτης
Επιμέλεια: Πάνος Γιαννικόπουλος