«Φωτιά και στάχτη»: Έργα Φρανκ και Σνίτκε από μουσικούς της ΚΟΑ
Δύο κουιντέτα με πιάνο, των Σεζάρ Φρανκ και Άλφρεντ Σνίτκε, ερμηνεύουν μουσικοί της ΚΟΑ, στο πλαίσιο του κύκλου συναυλιών «Μουσικοί περίπατοι», τη Δευτέρα 15 Απριλίου, στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Ένα πρόγραμμα στο οποίο συνυπάρχουν δύο διαφορετικές μουσικές γραφές, που ανακαλούν τον φλογερό έρωτα αλλά και τον θρήνο του θανάτου, παρουσιάζουν στη συναυλία του κύκλου «Μουσικοί περίπατοι» τέσσερις μουσικοί της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, την Δευτέρα 15 Απριλίου, στην αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός».
Οι Βασίλης Σούκας (βιολί), Ιορδάνης Σάντος Μαστραλέξης (βιολί), Ενκέλα Κοκολάνη (βιόλα), Άγγελος Λιακάκης (βιολοντσέλο) συμπράττουν με τον πιανίστα Θοδωρή Ιωσηφίδη και παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα που μεταπίπτει από τη γεμάτη θερμότητα εξωστρέφεια στη φορτισμένη και σκοτεινή εσωστρέφεια, ερμηνεύοντας το εμπύρετο Κουιντέτο του Σεζάρ Φρανκ και, από την άλλη, το γεμάτο σπαρακτικά αισθήματα Κουιντέτο του Άλφρεντ Σνίτκε.
César Franck (1822-1890), Κουιντέτο με πιάνο σε φα ελάσσοναΤο εκτενές κουιντέτο για πιάνο και έγχορδα, μια σύνθεση των ετών 1878-1879, συγκαταλέγεται ανάμεσα στα ωραιότερα δείγματα γραφής του ώριμου έργου του Φρανκ. Το έργο διακρίνεται για τον συνδυασμό συναισθήματος, τεχνικής αρτιότητας και δομικής συνοχής, που αντικατοπτρίζεται στην παραλλαγμένη εμφάνιση κοινού θεματικού υλικού και στα τρία μέρη του. Το έργο παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά σε κοινό στο Παρίσι, στις 17 Ιανουαρίου 1880, από το κουαρτέτο Μαρσίκ και τον Καμίγ Σεν-Σανς στο πιάνο. Μάλιστα, καθώς ο το έργο του Φρανκ εξέφραζε ανοιχτά το ερωτικό πάθος για μια μαθήτριά του, για την οποία, όμως, έτρεφε ανάλογα αισθήματα και ο Σεν-Σανς, ο πιανίστας, μετά το τέλος της συναυλίας, αποσύρθηκε, αρνούμενος να δεχθεί τα συγχαρητήρια του συνθέτη, αφήνοντας επιδεικτικά πάνω στο πιάνο την παρτιτούρα με την ιδιόχειρη αφιέρωση του Σεζάρ Φρανκ.
Το Κουιντέτο με πιάνο του Άλφρεντ Σνίτκε είναι ένα έργο σε πέντε μέρη, για πιάνο και κουαρτέτο εγχόρδων, που γράφτηκε στα 1972-1976. Ο συνθέτης άρχισε να συνθέτει το έργο μετά τον θάνατο της μητέρας του, το 1972, προκειμένου να τιμήσει τη μνήμη της. Είχε διάφορες ιδέες, πολλές από τις οποίες χρησιμοποιήθηκαν αργότερα στο Requiem, έργο το οποίο επεξεργαζόταν παράλληλα, άλλες όμως απορρίφθηκαν. Αρχικά συνέθεσε σχετικά εύκολα το πρώτο μέρος, έπειτα όμως έφτασε σε αδιέξοδο και δεν συνέχισε, παρά μόνο το 1975, όταν η μουσική του δημιουργία είχε μεταβληθεί σημαντικά. Το ολοκλήρωσε και το παρουσίασε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβρη του 1976, στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Το έργο ερμήνευσε το Γεωργιανό Κουαρτέτο Εγχόρδων, με τον συνθέτη Νόνταρ Γκαμπούνια στο πιάνο. Αργότερα, ο συνθέτης Γκενάντι Ροζντεστβένσκι έπεισε τον Σνίτκε να διασκευάσει το Κουιντέτο για συμφωνική ορχήστρα και το συμφωνικό έργο που προέκυψε ονομάστηκε «In Memoriam».