Συν & Πλην: «Generation Lost» στο Εθνικό Θέατρο
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Generation Lost» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Γιαννοπούλου που ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο
Δεν είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε έργο του συγγραφέα Γρηγόρη Λιακόπουλου. Το ντεμπούτο του είχε την τύχη της «ιδανικής» προβολής: Στο πλαίσιο του αφιερώματος στον Εμφύλιο, «Η πανούκλα» ανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή το 2016 στην Πλατφόρμα Νέων Δημιουργών όπου ένας Χορός Αθηναίων ανακαλούσε μνήμες της εμφυλιακής σύγκρουσης φτάνοντας μέχρι την εποχή της οικονομικής κρίσης. Το θετικό feedback έφερε ξανά την παράσταση επί σκηνής στη Μπιενάλε της Αθήνας (την ίδια χρονιά).
Μεσολάβησε η επιμέλεια της δραματουργίας και η μετάφραση στη «Χρονιά με τα 13 φεγγάρια», δηλαδή στη θεατρική μεταφορά της διάσημης ταινίας του Ράινερ Φασμπίντερ για λογαριασμό του Φεστιβάλ Αθηνών το καλοκαίρι του 2021 καθώς και η επιμέλεια της δραματουργίας στους «Δίκαιους» του Αλμπέρ Καμύ την άνοιξη του 2022 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Για να φτάσουμε σήμερα στο «Generation Lost», το οποίο μόλις έκανε πρεμιέρα στη Νέα Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου.
Στις προηγούμενες εργασίες του, πρωτότυπες ή δραματουργικές επιμέλειες – όλες σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου – ο πυρήνας ήταν πάντα σθεναρά πολιτικός. Από το ίδιο σημείο επιχειρεί να πιάσει το νήμα και στο «Generation Lost» ένα πορτρέτο της γενιάς των Millennials ή αλλιώς Gen Y, δηλαδή των παιδιών που γεννήθηκαν από το 1981 έως το 1996. Στα χαρακτηριστικά που τους αποδίδονται είναι μια γενιά υψηλής μόρφωσης, παραδομένη στο κυνήγι της εκπαιδευτικής και εργασιακής καταξίωσης, η πρώτη που ανατράφηκε με το εργαλείο του internet και με όρους επαυξημένης πραγματικότητας, κοινωνικής δικτύωσης και φυσικά παγκοσμιοποίησης.
Στο «Generation Lost», ο συγγραφέας – ένας millennial και ο ίδιος, όντας γεννημένος το 1986 – αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές, τις εμπειρίες μέσα από ένα κανάλι συλλογικής ματαίωσης. Στη φόρμα του αφηγηματικού θεάτρου γίνεται μια άτακτη καταγραφή, με έντονη διάθεση επαναληπτικότητας – χωρίς αρχή, μέση και τέλος – ενός καταγγελτικού συστήματος μαρτυριών όπου νέοι συλλέγουν άχρηστα πτυχία, δουλεύουν πολύ και για ελάχιστα. Θέλουν να κάνουν οικογένεια και δεν μπορούν να τη συντηρήσουν, θέλουν να νοικιάσουν σπίτι και δεν μπορούν να το συντηρήσουν – ως εκ τούτου μένουν στο σπίτι με τους γονείς τους. Επιλέγουν τη λύση του εξωτερικού, θλίβονται με την παρακμή της Αθήνας ή και τα δύο. Ζουν μικρές εθνικές νίκες (βλέπε Euro) και μεγάλες ρατσιστικές ήττες. Μνημονεύουν τον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο και υπερασπίζονται το Νίκο Ρωμανό. Και στη διάρκεια των lockdowns συνειδητοποιούν πως το σύστημα τους εκπαιδεύει (για μια ακόμα φορά) ως πειθήνια όντα, ενώ η τηλεόραση τους ‘ταΐζει’ ηδονοβλεπτικά σκουπίδια.
Το έργο βασίστηκε σε έρευνα και συνεντεύξεις σε έξι ευρωπαϊκές πόλεις και γράφτηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «New Stages Southeast» του Ινστιτούτου Γκαίτε. Βραβεύτηκε στο Όμπερχαουζεν της Γερμανίας ως ένα από τα πέντε καλύτερα έργα που προέκυψαν από το πρόγραμμα αυτό. Μετά την πρεμιέρα στο Εθνικό Θέατρο, θα ανέβει στο Nationaltheater του Μάνχαϊμ.
Ανεβαίνει στο Εθνικό ως ένα πρωτοεμφανιζόμενο έργο, βραβευμένο μάλιστα από πλατφόρμα συγγραφέων του Ινστιτούτου Γκαίτε.
Ωστόσο, παρά την ενδιαφέρουσα θεματολογία ως εκκίνηση – ένα αφιέρωμα στους Millenials – το έργο πάσχει από προβλήματα περιεχομένου και αφομοίωσης της προηγηθείσας έρευνας. Τα αντανακλαστικά στη σκηνοθεσία της Κατερίνας Γιαννοπούλου να χρησιμοποιήσει μια σύγχρονη και πολυμεσική γλώσσα παραδίδουν ένα, γνήσιας pop αισθητικής θέαμα, με καλές ερμηνείες. Παρόλα αυτά, δε σώζουν την παράσταση.
Μετά και την τελευταία της σκηνοθεσία πάνω στους «Δίκαιους» του Καμύ, η Κατερίνα Γιαννοπούλου φαίνεται πως μπαίνει πολύ εντατικά στη διαχείριση του live βίντεο. Και ομολογουμένως είναι μια από τις νέες δημιουργούς που χρησιμοποιούν την εικόνα και ως δραματουργία – ειδικά εδώ όπου οι Millennials είναι η πρώτη γενιά καθηλωμένη από τη δύναμη της. Μαζί, λοιπόν, με το υψηλό ποιοτικό αποτέλεσμα των βίντεο (Γιώργος Κυβερνήτης) και την αποθέωση της ποπ αισθητικής στη σκηνογραφία από τη Νίκη Ψυχογιού, η Γιαννοπούλου παραδίδει μια παράσταση με δυνατό αισθητικό έρεισμα. Βέβαια, οι μεγάλες αδυναμίες του έργου – ως προς τη δομή, το περιεχόμενο, τη γλώσσα – αποδυναμώνουν σημαντικά το στίγμα της προσπάθειας. Η σκηνοθέτις αντιμετωπίζει (στο μεγαλύτερο μέρος της) το κείμενο σαν μια συναυλία με καταγγελτικό χαρακτήρα και τους ηθοποιούς της σαν ένα σύγχρονο Χορό. Ίσως, αυτή να ήταν η πιο ενδεδειγμένη επιλογή για να συντηρήσει το ενδιαφέρον της ανάγνωσης. Από την άλλη, πόσες φορές το καλοφτιαγμένο σκεύος έχει διασώσει ένα προβληματικό περιεχόμενο;
Οι ερμηνείεςΗ πλειονότητα της πρωταγωνιστικής ομάδας είναι σταθεροί συνεργάτες της σκηνοθέτριας και μοιάζουν να έχουν βρει ένα κώδικα επικοινωνίας ώστε να μπορούν να υπερασπιστούν ένα έργο με χαμηλό υποκριτικό ενδιαφέρον. Ενεργοποιώντας τα αντανακλαστικά των περφόρμερς – αφηγούνται, χορεύουν, τραγουδούν μόνοι ή σε σύνολο, συνεκφωνούν – και επιδεικνύουν τη σκηνική τους αντοχή σε όλους τους παραπάνω ρόλους. Είναι ο Βασίλης Σαφός, ο Γιώργος Κισσανδράκης, η Δάφνη Δρακοπούλου, η Γωγώ Παπαϊωάννου και ο Μιχάλης Πητίδης.
Η mainstream ποπ κουλτούρα της Gen Y έχει πολλά ερεθίσματα για να πιαστεί κανείς – εκτός από τα plastic fantastic πρότυπα τύπου Britney Spears. Και κάποια από αυτά είναι αναγνωρίσιμα τόσο στην αισθητική των βίντεο (Γιώργος Κυβερνήτης) όσο και στο στήσιμο του σκηνικού χώρου (Νίκη Ψυχογιού), κυρίως με επιρροές από την brit pop – rock σκηνή στα μέσα και τα τέλη των 90s που λάνσαρε με μεγάλη αποδοχή το MTV. Ωραίοι και οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα.
Τα Πλην (-) Το έργοΤο ελληνικό θέατρο έχει μεγάλη ανάγκη τη νέα δραματουργία που συνομιλεί απευθείας με την εποχή της. Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να λειτουργεί ως πρόσχημα για να παρασταίνονται έργα με φανερά προβλήματα στη δομή και στο περιεχόμενο τους. Κι ας έχουν ως εκκίνηση μια ενδιαφέρουσα ιδέα κι ένα ερευνητικό υπόβαθρο. Το «Generation Lost» έχει όλα τα παραπάνω γνωρίσματα: Μια αφήγηση που δεν εμβαθύνει στην έρευνα που (όπως σημειώνεται) έχει προηγηθεί και τελικά εκτονώνεται σε μια αποσπασματικότητα. Μια αφήγηση που δεν έχει την πρόθεση να επικοινωνήσει εφόσον εκσφενδονίζεται ως, κατ’ επανάληψη, καταγγελία. Μια γλώσσα καθόλου ερεθιστική η οποία ακόμα κι αν χρησιμοποιήθηκε από τους Μillennials ξεπεράστηκε και από αυτούς – άρα στερείται διαχρονικότητας. Και ένα περιεχόμενο – το κυριότερο ζήτημα της προσπάθειας – το οποίο θυσιάζει τις αλήθειες του. Η, κατά κοινή ομολογία, ακυρωμένη γενιά των σημερινών 30άρηδων και 40άρηδων παρουσιάζει τα «όλα λάθος» ως ένα μηδενιστικό και, εν τέλει, απλοϊκό αφήγημα. Και αδικεί συλλήβδην τόσο την προσπάθεια των Ελλήνων Μillennials να επιβιώσουν και να ανταπεξέλθουν σε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον, όσο και της προηγούμενης γενιάς που, μέχρι σε μια ιστορική καμπή, της παρείχε βασικά εφόδια: Την ασφαλή και άνετη ενηλικίωση, το υψηλό σπουδαστικό υπόβαθρο, αγαθά που την καθορίζουν ως Gen Y. Χαμένη, αναμφισβήτητα, η γενιά. Χαμένη, όμως, και η ευκαιρία του συγγραφέα να μιλήσει επί της ουσίας – και όχι συνθηματολογικά – γι’ αυτήν.
Μια νέα, αλλά, δυστυχώς, πάσχουσα δραματουργία συμπαρασύρει την έντιμη σκηνοθετική και ερμηνευτική προσπάθεια.