Bella Ciao#9: Η επιτυχία ενός αποτυχημένου
Το Bella Ciao είναι γοητευμένο από την παράσταση “ο Αποτυχημένος” που παρουσιάζεται στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής Σκηνής.
Μόνο με επιτυχία στέφεται η μεταφορά του μυθιστορήματος “Ο Αποτυχημένος” του Τόμας Μπέρνχαρντ στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Η διασκευή (Έκτορας Λυγίζος) τα σπάει, μου πέσαν τα σαγόνια, ό,τι και να πω είναι λίγο…
Η μια ατάκα να διαδέχεται την άλλη, ο παραληρηματικός λόγος του συγγραφέα ρέει αβίαστα, οι αισθήσεις μου έχουν χτυπήσει κόκκινο.
Από πού να αρχίσω: από την επιλογή των ηθοποιών -που δεν μαζεύτηκαν να κάνουμε κι εμείς μια παράσταση και να πούμε τα δικά μας-. Το ταλέντο διάχυτο, η γνώση, η εμπειρία, η βαθειά σπουδή, το τι κάνω, ποιοι είμαστε, η ποιότητα, το επίπεδο του εγχειρήματος, ξεδιάντροπα με χαρά πλημμύριζε το μέσα μου. Μια μουσικο-θεατρική δουλειά για μόλις έντεκα παραστάσεις.
Η τελειότητά της με έπεισε ότι η προετοιμασία κράτησε πάνω από δυο χρόνια κι ας είναι ψέμα και σπάνιο για το ελληνικό θέατρο. Ακούω συνήθως, εντάξει θα στρώσει, τι θα στρώσει, εδώ, αβίαστα στέφεται με απόλυτη επιτυχία, από το άνοιγμα της περιστρεφόμενης πόρτας στο φουαγιέ ενός κεντροευρωπαϊκού ξενοδοχείου, μέχρι την ώρα που η πιο ερωτεύσιμη ιδιοκτήτρια ξενοδοχείου θα κλείσει και την τελευταία πηγή φωτός.
Το τέμπο της παράστασης το κρατάει μέχρι το τέλος ο αφηγητής (Έκτορας Λυγίζος). Πραγματικός μαέστρος. Τι ωραία φωνή, τι χροιά, τι εκφορά του λόγου! Το πρώτο βιολί στην ορχήστρα και ενώ είναι πρόζα, η άρτια τοποθέτηση και η μελωδικότητα της φωνής του αλλά και όλων των υπολοίπων, σε συνεπαίρνει.
Από την απόγνωση στο αδιάκοπο καυστικό χιούμορ, η αφήγηση σε πείθει για την αγάπη του για τους ήρωες και όλο σχεδιάζεται, οργανώνεται και αποδίδεται πάνω σε μια επαναληπτική κυκλική δομή μουσικών θεμάτων από τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ του Μπαχ. «Πασαδόρος» στο πιο θεατρικό, ρεαλιστικό, απολαυστικό και προκλητικό ερμηνευτικά, μέγιστο πρόσωπο της δομής της παράστασης.
Ο Γκλεν Γκουλντ (Γιάννης Νιάρρος) ένας από τους σημαντικότερους πιανίστες του 20ού αιώνα και δυο συμμαθητές του που έζησαν τη ζωή τους ως αποτυχημένοι πιανίστες και τέλος η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου (Αμαλία Μουτούση) και ερωμένη του αυτόχειρα Βερτχάιμερ (Άρης Μπαλής), συμπληρώνουν τους ήρωες.
Ο καθένας διαμάντι, δομούν και ξετυλίγουν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα κάνοντας με την πιο φυσική γλώσσα, να ηχούν στα αυτιά μου αβίαστα όλα τα μηνύματα που ο ίδιος ο συγγραφέας έπλασε και έντυσε με τις αξίες, τις εμμονές, τους ψυχαναγκασμούς, τις φιλοδοξίες τους, τον ανταγωνισμό τους, τον εγωκεντρισμό τους, τις εμμονικές ιδέες τους, τα ανυπέρβλητα αδιέξοδά τους, τον έρωτα, την αγάπη, το σεξ.
Αλλά ταυτόχρονα εισπράττουμε την ηθική παρακμή της μεταπολεμικής Αυστρίας όπου ακόμα και χρόνια μετά την πτώση του ναζισμού εξακολουθεί να λειτουργεί με κυνισμό και σκληρότητα, με τον νόμο του απόλυτου νικητή πάνω στους ηττημένους.
Έπιασα τον εαυτό μου να σιγοτραγουδάει όπως ο Γκουλντ είχε την συνήθεια ενώ έπαιζε πιάνο, υπήρχαν στιγμές που σιγομουρμούραγε και όλος ο θίασος και ενώ υπήρχαν και κάποια χορωδιακά μέρη ήταν λες και πρώτη φορά το έβλεπα με τόση απόλυτη συνάφεια και λειτουργικότητα να εξυπηρετεί τον σκοπό.
Καθισμένο στην καρέκλα μου αναπαρήγαγα τη χορευτική κίνηση των πρωταγωνιστών, έναν απόλυτα φυσικό αυτοσχεδιασμό που σε παρέσερνε. Κρατήθηκα τελευταία στιγμή να μη σηκωθώ να συνοδεύσω την Αιμιλία Μουτούση στο πιο ερωτικό, σπιρτόζικο, νεανικό, δροσερό, σαγηνευτικό, γεμάτο χιούμορ σφουγγάρισμα.
Κλείνοντας, πόσο εύστοχα πέρασαν από τη νιότη στην ωριμότητα με απλές πινελιές στα μαλλιά και τόσο απειροελάχιστη φυσική αλλαγή στον τρόπο που κουβαλάγανε το σώμα τους. Και εκείνη η στιγμή που το πρόσωπό του από εφηβικό αποκτά μια ωριμότητα δροσίζοντας τις γυμνές πατούσες στα πλακάκια, βουτώντας τες στη λεκάνη με το νερό που καθαρίζει η ιδιοκτήτρια, δεν ήταν απλά ένα εύρημα, η ανακούφισή του καθρέφτης για όλους μας.
Βέβαια δεν θα φτάναμε σε αυτό το επίπεδο αν η ομάδα δεν είχε επιλεχτεί από τον ίδιο το σκηνοθέτη χωρίς ενδιάμεσους παράγοντες και με γνώμονα το μέγιστο αποτέλεσμα της ιδέας και το πέρας αυτής με σεβασμό και ομαδικότητα.
Κάπως έτσι το σκηνικό με μετέφερε αβίαστα στο φυσικό χώρο που διαδραματιζόταν το δρώμενο, όπως κυλούσε ο χρόνος άλλαζε το φως, οι κλεφτές ματιές στο περιβάλλοντα χώρο με έκαναν να νιώσω τις εποχές, τη ζέστη, το κρύο, να μυρίζω την υγρασία. Και όταν το κάδρο του ιδιοκτήτη αφαιρείται από τον τοίχο, είναι γνώριμη σε όλους μας η κομψή λεπτομέρεια του περιγράμματος της κορνίζας που μένει πάνω στον τοίχο. Μας έδειξε ότι η δημιουργός του σκηνικού (Μυρτώ Λάμπρου) δεν ήταν απλά διεκπεραιωτική, το αγάπησε, το σκέφτηκε, το μελέτησε, του έδωσε πνοή να ανασάνει και εγώ να μπορώ να καθίσω μαζί με τους πρωταγωνιστές στα πράσινα φθαρμένα καθίσματα, να απλώσω κι εγώ τα πόδια μου μαζί τους, να ταυτιστώ, δεν ήταν μια απλή ανάθεση σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο.
Να σημειώσω ότι επιλογή των ρούχων δεν ήταν η επίσκεψη σε ένα κιλοσοπ (Άλκηστη Μάμαλη). Τα ρούχα ήρθαν να αναδείξουν τους ήρωες και να τους δώσουν ταυτότητα και κοινωνική υπόσταση ποια, τι, πώς. Μπράβο στον δημιουργό, στην ομάδα!
Τόσα ταλέντα χωρίς προσωπική έπαρση μαζί, σπάνιο.
Ας μου επιτρέψετε τώρα κάτι πιο προσωπικό, εγώ το Μπέλα που ερωτεύεται τα φύλλα που το φθινοπωρινό αεράκι κάνει να χαϊδεύουν το πεζοδρόμιο, όσα χρόνια και να περάσουν από την πρώτη νιότη της δίπλα στο Βογιατζή μέχρι σήμερα που διαβάζει Παπαδιαμάντη με θέα το Σαρωνικό και απόψε με τις σκηνοθετικές οδηγίες του Έκτορα Λυγίζου, η Αιμιλία Μουτούση κρατάει τον έρωτα μου ζωντανό.
Κλείνοντας, θα μοιραστώ μαζί σας ένα μυστικό, ένας καινούργιος έρωτας γεννιέται και είναι στο πρόσωπο του Γιάννη Νιάρρου, όχι μόνο για το ταλέντο που ξεχειλίζει από τα μπατζάκια αλλά περισσότερο για την καθαρότητα στο βλέμμα που με πείθει ότι είναι εδώ, εξελίσσεται, μελετάει, γίνεται καλλίτερος, αποκτάει βαθειά παιδεία σε ευρύτερο πλαίσιο. Ένα ευχαριστώ και ένα μεγάλο μπράβο σε όλους.
Επόμενες παραστάσεις 21, 24, 25, 26 Απρ 2024
Εναλλακτική Σκηνή Εθνικής Λυρικής Σκηνής
Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος Ώρα έναρξης: 20.30 (Κυριακή: 19.30)