Πριν την επέλαση της πανδημίας, ο Θεόδωρος Τερζόπουλος ετοίμαζε μια εκδοχή των «Βακχών» στην Ιταλία. Στις ακροάσεις, συμμετείχαν ο Enzo Vetrano και ο Stefano Randisi, βετεράνοι Σισιλιάνοι ηθοποιοί που δουλεύουν ως σκηνικό δίδυμο για όσο θυμούνται τον εαυτό τους. Στα πρώτα λεπτά της γνωριμίας με τον Τερζόπουλο, εκείνος τους είχε ήδη προτείνει να δουλέψουν μαζί στο αριστούργημα του Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Για την ιστορία, οι «Βάκχες» δεν ευοδώθηκαν ως εγχείρημα· ενώ ο «Γκοντό» σταθμεύει από σήμερα στην Αθήνα και στη σκηνή της Στέγης, στο πλαίσιο μιας διεθνούς περιοδείας που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2023 από τη Μόντενα σε παραγωγή του Emillia Romagna Teatro.
Μισός αιώνας συνεργασίαςΛένε εμφατικά πως συνεργάζονται επί 47 χρόνια, σχεδόν σαν να έχουν ανάγκη να συνειδητοποιήσουν πως έχουν μοιραστεί τόσο χρόνο μαζί. Ο Enzo Vetrano, 75 και ο Stefano Randisi, 67 ετών, γνωρίστηκαν το 1976, μια εποχή άνθισης των θεατρικών ομάδων στην Ιταλία (και όχι μόνο) «από την ενέργεια των οποίων» διαποτίστηκαν. Ίσως γι’ αυτό και έκτοτε δεν αντιμετώπισαν ποτέ το θέατρο ως μονάδες, παρά ως θεατρικό ζευγάρι. «Ο κοινός τόπος και η ανάγκη δεν ήταν να κάνουμε πράγματα στο θέατρο, όσο να τα κάνουμε μέσα σε ένα σύνολο. Θυμάμαι πως η πρώτη παράσταση που ανεβάσαμε ήταν ο ‘Υμπύ, τύραννος’. Μας όριζε μια φυσικότητα στο τρόπο διαχείρισης του υλικού κι έτσι το θέατρο έμοιαζε περισσότερο με ζωή αλλά και το ανάποδο», παρατηρεί ο Stefano Randisi. Πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ο Enzo Vetrano σπεύδει να υπογραμμίσει τον κοινοβιακό και κοινοτικό χαρακτήρα αυτών των προσπαθειών, «στο πλαίσιο του οράματος του Γιουτζένιο Μπάρμπα» και φυσικά των πολιτικών κινημάτων που είχαν ταρακουνήσει την Ευρώπη, κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60.
Ως άλλοι Βλαντιμίρ και Εστραγκόν της ιταλικής σκηνήςΑκόμα και χωρίς να διατρέξει το πλούσιο βιογραφικό τους στο θέατρο της Ιταλίας – που παρεμπιπτόντως περιλαμβάνει την ίδρυση δικών τους σχημάτων και μια γόνιμη δεκαετία συνεργασίας με το σκηνοθέτη Leo de Berardinis (από το 1982 έως το 1993), αυτή την πρωτοποριακή μορφή του ιταλικού θεάτρου – η, μεταξύ τους, επικοινωνία προβάλλει ως μια κατάκτηση. Εντυπωσιάστηκαν, βέβαια, που ο Θεόδωρος Τερζόπουλος την εντόπισε ακαριαία ανακαλύπτοντας, στην πραγματικότητα, τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν της ιταλικής σκηνής.
Πολύ πριν μπουν στην επίσημη διαδικασία των προβών, είχαν τη χαρά να γνωρίσουν τον ίδιο τον Τερζόπουλο. «Οργανώσαμε μια κοινή συνάντηση για να μελετήσουμε το κείμενο. Εκεί ο Θεόδωρος μας ταξίδεψε στο έργο και στη μέθοδο του. Τότε αρχίσαμε να αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει το θέατρο του. Ήταν μια πολύ δυνατή πρώτη γνωριμία, βασισμένη πάνω στην προσωπικότητα αυτού του ανθρώπου», ανακαλεί ο Stefano Randisi. Κάτι που είδαν να υλοποιείται και στην πράξη.
Το πρώτο διάστημα των προβών φιλοξενήθηκε στην ησυχία ενός μοναστηριού της Ρουμπιέρα, στην επαρχία του Ρέτζο ντελ Εμίλια. Εκεί «ως σκηνοθέτης δημιούργησε τις προϋποθέσεις προκειμένου όλη αυτή η ενέργεια που μοιραστήκαμε να επικοινωνηθεί. Στις πρόβες μας έδινε πολύ συγκεκριμένες οδηγίες, οι οποίες, από την άλλη μας, προσέφεραν ένα πολύ μεγάλο εύρος για να αναδείξουμε τη δημιουργικότητα μας. Είχαμε δηλαδή, μια πολύ μεγάλη ελευθερία μέσα στη φόρμα του Τερζόπουλου», συνεχίζει.
Μια μαθητείαΑν και μοιράζονται την ίδια σκηνή επί, σχεδόν, μισό αιώνα ποτέ δεν είχαν βιώσει την ίδια εγγύτητα, όσο εκείνη που προέβλεπε η σκηνοθεσία Τερζόπουλου στο «Περιμένοντας τον Γκοντό». Οι δύο ηθοποιοί κουρνιάζουν μέσα στη λιτή αλλά, με έντονο συμβολισμό, σκηνική εγκατάσταση ενός σταυρού σαν να αναζητούν στιγμές θαλπωρής και ανθρώπινης επαφής.
«Ποτέ δεν είχαμε βιώσει κάτι αντίστοιχο στο θέατρο. Επίσης, ποτέ δεν είχαμε εργαστεί τόσο εντατικά στον κώδικα του σωματικού θεάτρου. Ήταν η πρώτη φορά για όλα αυτά, αλλά ο Θεόδωρος μας προσέφερε μια συνθήκη μέσα στην οποία μπορούσαμε να υπάρξουμε. Τα σώματα μας είναι τοποθετημένα, το ένα πολύ κοντά στο άλλο· κατασκευάσαμε μια ύπαρξη που εμπεριέχει η μια την άλλη. Αυτό δεν μπορούσε παρά να γίνει βίωμα μας, μια μαθητεία», εξηγεί με ενθουσιασμό ο Enzo Vetrano.
Enzo Vetrano: Ποτέ δεν είχαμε βιώσει κάτι αντίστοιχο στο θέατρο. Επίσης, ποτέ δεν είχαμε εργαστεί τόσο εντατικά στον κώδικα του σωματικού θεάτρου. Ήταν η πρώτη φορά για όλα αυτά, αλλά ο Θεόδωρος, μας προσέφερε μια συνθήκη μέσα στην οποία μπορούσαμε να υπάρξουμε
Εμπειρότατοι πρεσβευτές του λαϊκού θεάτρου της Ιταλίας, εκτέθηκαν πρόθυμα στη διδασκαλία Τερζόπουλου, αναγνωρίζοντας πως αυτή η διαδικασία επιφύλασσε μια υπέρβαση. «Στη σκηνοθεσία του Τερζόπουλου ακόμα και η φωνή μου άλλαξε. Βέβαια, αντιληφθήκαμε όλες αυτές τις μετακινήσεις αφού καταλάγιασε η ένταση της δουλειάς· μέχρι τότε προέκυπτε ως κάτι φυσικό. Δηλαδή, ενώ ήταν ένας καινούργιος τρόπος για εμάς και κατά συνέπεια μια δοκιμασία, δεν δυσκολευτήκαμε. Είχαμε το χώρο και την εκφραστική ελευθερία που χρειαζόμασταν, ώστε σταδιακά να εξοικειωθούμε με την πρόκληση. Υπακούσαμε σε μια ιδέα κι ένα σχεδιασμό αφού πρώτα μυηθήκαμε σε αυτόν», προσθέτει ο Stefano Randisi.
Και οι δύο, ώριμοι θεατρίνοι πια, μοιάζουν να δίνουν εξίσου σημασία στην προσωπική αξία μιας συνεργασίας, εκτός από την αυστηρά καλλιτεχνική της διάσταση. Ο Enzo Vetranο αναφέρεται στο θεατρικό ήθος του Θεόδωρου Τερζόπουλου – και ό,τι αυτό γέννησε – ως το μεγάλο κέρδος του «Γκοντό». «Θέλω να σταθώ στη βαθιά ανθρώπινη σημασία αυτής της συνεργασίας. Γιατί ο Θεόδωρος μας προσέγγισε με μεγάλη ανθρωπιά, ευγένεια, γλυκύτητα και σεβασμό – και εμάς τους δύο αλλά και ολόκληρη την ομάδα. Αισθάνομαι ότι το τρυφερό φινάλε της παράστασης αντικατοπτρίζει την προσωπική σχέση που αναπτύξαμε όλο αυτό το διάστημα», σημειώνει.
Πρώτη φορά στον κόσμο του ΜπέκετΜετά τα νεανικά τους χρόνια – οπότε και αφιερώθηκαν στην έρευνα και στον αυτοσχεδιασμό σε μια προσπάθεια να χτίσουν μια δική τους ταυτότητα ως ηθοποιοί – εξειδικεύτηκαν, τρόπον τινά, στην εργογραφία του Μολιέρου, του Πιραντέλλο. Είναι η πρώτη φορά που ο Μπέκετ μπαίνει στο ρεπερτόριο τους· αν και το 2011 ανέβασαν το έργο του, επίσης Σικελού, δημιουργού Franco Scaldati «Toto e Vice», ιδιαίτερα επηρεασμένου από την μπεκετική γραφή. Ήταν τότε που πολλοί συνάδελφοι τους, τους παρότρυναν να καταπιαστούν και με το «Περιμένοντας τον Γκοντό». Έμελλε να συναντηθούν με το θεατρικό πεπρωμένο τους 12 χρόνια μετά. Και τελικά, με το πεπρωμένο αυτού του κόσμου.
«Είναι αξεπέραστο το μεγαλείο αυτής της αναμονής. Είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζει τους πάντες στον κόσμο· διαφέρει, ίσως, ο τρόπος που τη βιώνει ο καθένας μας και πως αποτυπώνεται κοινωνικά», σημειώνει ο Stefano Randisi ενώ ο Enzo μουρμουρίζει, παραμπέμποντας στον Μπέκετ: «Πάλι καλά που βιώνουμε το στάδιο της αναμονής. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να κρεμαστούμε από το δέντρο».
Παρότι, έχουν ζήσει πολλά γεγονότα τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε πολιτικό – κοινωνικό επίπεδο, δεν μοιάζουν να φοβούνται όσα ακολουθούν. Ο Stefano πιστεύει πως αυτή η αναμονή δεν εξαντλείται αφού «βρισκόμαστε διαρκώς μέσα στη δίνη της, η οποία μας ρουφάει. Δεν υπάρχει κάτι που να βάζει τέλος. Κι αν ακόμα βιώνουμε κάποιες παύσεις είναι για να τις διαδεχθεί ένας νέος κύκλος όπου πάλι κάτι θα περιμένουμε. Είναι μια συνθήκη που θα ανανεώνεται για το ανθρώπινο είδος αέναα».
Η αναμονή – στην μπεκετική συνείδηση – είναι ταυτόσημη με τη δίψα για ελπίδα· όμως, όπως παρατηρεί ο Enzo «η ανθρωπότητα περνάει από τη μια καταστροφή στην άλλη. Ο Μπέκετ έγραψε τον ‘Γκοντό’ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα, το ανεβάζουμε ενώ γύρω μας δύο πόλεμοι βρίσκονται σε εξέλιξη. Ωστόσο, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως αυτό το ταξίδι, από καταστροφή σε καταστροφή, συμβαίνει ενώ γελάμε. Έτσι αναγνωρίζει τη ζωή και ο Μπέκετ, έτσι μας καθοδήγησε και ο Τερζόπουλος: Να βιώνουμε την οδύνη μέσα από το σαρκασμό της».
Με πίστη και σαρκασμόΟ σκηνοθέτης τους, τους ζήτησε επίσης μέσα σ’ αυτό το βασανιστικό βίωμα της αναμονής, να κοιτάζουν κάπου μακριά, αόριστα, προς έναν αδιόρατο ορίζοντα. Κάτι που και οι δύο μοιάζουν να έχουν υιοθετήσει ως οδηγό ζωής.
Stefano Randisi: Όλα είναι εναντίον μας – η κοινωνία, οι πολιτικοί, ακόμα και το θέατρο – αλλά προσωπικά δεν χάνω την πίστη μου
«Νομίζω πως αυτό έχει αξία: Να κοιτάζουμε πιο πέρα από αυτό που αναγνωρίζουμε. Να αναζητούμε και την πίσω εικόνα, με μια πιο παιγνιώδη διάθεση. Εξάλλου, όλα είναι εναντίον μας – η κοινωνία, οι πολιτικοί, ακόμα και το θέατρο – αλλά προσωπικά δεν χάνω την πίστη μου. Ως καλλιτέχνες οφείλουμε να είμαστε αισιόδοξοι», λέει ο Randisi και ο Vetrano συμπληρώνει: «Μα αν δεν είμαστε αισιόδοξοι πως θα μπορέσουμε να επιβιώσουμε; Κάθε φορά που στη χώρα μας, ή έξω από αυτήν, συμβαίνει κάτι δυσοίωνο μας δίνεται ένα έναυσμα να σκεφτούμε, να στοχαστούμε και να προσπαθήσουμε να το αντιμετωπίσουμε. Θέλω να πω, ότι δεν πρέπει να νιώθουμε ηττημένοι».
Αλληλοσυμπλήρωση στη σκηνή και στη ζωήΣτον «Γκοντό», ο Βλαδίμηρος είναι πιο ονειροπόλος, ο Εστραγκόν πάλι περισσότερο πιο γήινος. Αλληλοσυμπληρώνονται λες και ο ένας εμπεριέχει τον άλλο, ακριβώς (όπως όλα δείχνουν) και οι ερμηνευτές τους. Συμπρωταγωνιστούν, συν- σκηνοθετούν, αναλαμβάνουν από κοινού την καλλιτεχνική διεύθυνση οργανισμών, ζουν και στο ίδιο σπίτι, καθώς αποκαλύπτουν. Η σχέση τους είναι πολύ ισχυρή, οικογενειακή με έναν τρόπο. Βέβαια, αν ζητήσεις από τον ένα να περιγράψει τον άλλο, θα κάνουν χρήση του μπεκετικού βιτριολικού χιούμορ.
Ο Εnzo Vetrano αποκαλύπτει πως αποκαλεί το Stefanο με ένα υποκοριστικό που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «ψείρας». «Είναι αυτός που ασχολείται με την παραμικρή λεπτομέρεια, θέλει να ποτήρι να είναι εδώ και όχι εκεί. Θέλει να ελέγχει και να οργανώνει τα πάντα. Ευτυχώς, δεν είναι έτσι στην καθημερινότητα του!». Ο Stefano με τη σειρά του «καρφώνει» τον Enzo: «Σκέφτομαι ότι ο είναι ένας τύπος ο οποίος στέκεται μπροστά σε έναν καθρέφτη και παρατηρεί τον κόσμο να στρέφεται γύρω από το είδωλο του».
Ο ένας για τον άλλοΠαρά τα σκωπτικά εκατέρωθεν σχόλια δεν σκέφτηκαν ποτέ να πάρουν χωριστούς δρόμους. Ακόμα και στις μεγάλες ματαιώσεις τους, ειδικά στα νεανικά χρόνια της καριέρας τους, ο ένας ήταν δίπλα στον άλλο. «Πάντα υπήρχαν κάποιες στιγμές που ο ένας λύγιζε και ήθελε να τα παρατήσει και ο άλλος τον εμψύχωνε» λένε με πιο πρόσφατη την περιπέτεια υγείας του Stefano που καθώς έχει εμφανίσει ένα πρόβλημα γνωστικής δυσλειτουργίας παραδέχεται πως χωρίς τη δυναμική παρουσία του Enzo δεν θα τα είχε καταφέρει.
Αυτή η δυσκολία φαίνεται πως θα είναι ο καταλύτης για να βάλουν ένα τέλος στην ερμηνευτική τους συνύπαρξη. Ο Randisi ετοιμάζεται να αφοσιωθεί στη σκηνοθεσία – κάτι που έχει δοκιμάσει αρκετές φορές στο παρελθόν – αφήνοντας στο Vetrano την ελευθερία να λειτουργεί ως απόλυτος πρωταγωνιστής. Αφού έχουν το κέφι να αλληλο-πειράζονται μετά από 47 χρόνια συνεργασίας, μάλλον θα μπορούσαν να το συνεχίσουν στο διηνεκές· όπως ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν.
Το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ “Περιμένοντας τον Γκοντό” κάνει πρεμιέρα στη Στέγη Ιδρύματος Ωνάση απόψε, Τετάρτη 15 Μαϊου.
Μετάφραση στα ιταλικά: Carlo Fruttero
Σκηνοθεσία, Σκηνογραφία, Φωτισμοί & Κοστούμια: Θεόδωρος Τερζόπουλος
Με τους (αλφαβητικά): Paolo Musio, Stefano Randisi, Enzo Vetrano και Rocco Ancarola, Giulio Germano Cervi
Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Μιχάλης Τραΐτσης
Βοηθός εκγύμνασης ηθοποιών: Giulio Germano Cervi
Που: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση, Συγγρού 107
Παραστάσεις: Τετάρτη 15 Μαϊου – Κυριακή 19 Μαϊου, 20.30
Εισιτήρια
Κανονικό: 7, 20, 28, 38 €, Μειωμένο, Φίλος, Παρέα 5-9 άτομα: 16, 22, 30 €, Παρέα 10+ άτομα: 14, 20, 27 €, Κάτοικος Γειτονιάς*: 7 €, Ανεργίας, ΑμεΑ: 5 €, Συνοδός ΑμεΑ: 10 €.
Η παράσταση είναι στα ιταλικά με ελληνικούς υπέρτιτλους