Την πρώτη φορά που η Γιασεμί Κηλαηδόνη διάβασε το βίβλίο «Η Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Άλκης Ζέη, στα μετεφηβικά της χρόνια, εντυπωσιάστηκε από την εξιστόρηση της προσωπικής “Οδύσσειας” της κεντρικής ηρωίδας, Δάφνης/Ελένης. Όταν επέστρεψε σε αυτό, αρκετά χρόνια μετά, από τον τρόπο που η “Οδύσσεια” αυτή αντανακλά τις “περιπέτειες” ενός λαού και τα βιώματα μιας ολόκληρης γενιάς που θέλησε να αλλάξει τον κόσμο, πίστεψε, αγωνίστηκε και διαψεύστηκε.
Για την ηθοποιό ήταν σαν να μπήκαν τα κομμάτια ενός παζλ στη θέση τους και αυτό την έκανε να νιώσει πως ήταν η κατάλληλη στιγμή ώστε το εμβληματικό μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη να παρουσιαστεί για πρώτη φορά στο θέατρο. Τη σκηνοθεσία της παράστασης, η οποία παίζεται έως τις 2 Ιουνίου 2024, στο Θέατρο Μεταξουργείο, ανέλαβε ο Φώτης Μακρής, ο οποίος μαζί με τις Κλεοπάτρα Τολόγκου και Στέλλα Κρούσκα υπογράφουν τη διασκευή.
Το έργο ανεβαίνει, στη σκηνή του Μεταξουργείου, σε μορφή μονολόγου, με τη Γιασεμί Κηλαηδόνη να ενσαρκώνει εκείνη τη νεαρή γυναίκα της οποίας οι αναμνήσεις διατρέχουν και συμπυκνώνουν τριάντα χρόνια “ταραγμένου” νεοελληνικού βίου: Προπολεμική Ελλάδα, δικτατορία της 4ης Αυγούστου, Κατοχή, Αντίσταση, Εμφύλιος, μετεμφυλιακή περίοδος και Χούντα των Συνταγματαρχών.
Με αφορμή την παράσταση, η πρωταγωνίστρια μάς μίλησε για τα όνειρα και τις διαψεύσεις μιας ολόκληρης γενιάς, τη σημασία να προχωράει κανείς μπροστά “με σημαία” τις αξίες και τα ιδανικά του, τη γνωριμία της με την Άλκη Ζέη και πως το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα έρχεται να συνομιλήσει με το σήμερα.
Συνηγόρησαν αρκετοί λόγοι για το ανέβασμα της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα». Ο πρώτος είναι ο θαυμασμός στο συγκεκριμένο κείμενο και στην ίδια την Άλκη Ζέη ως συγγραφέα και ως προσωπικότητα. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα, ένα εμβληματικό βιβλίο που έχει διαβαστεί από γενιές και γενιές αναγνωστών και το οποίο, όπως μου έλεγε και ο γιος της Ζέη, Πέτρος Σεβαστίκογλου, συνεχίζουν να το ανακαλύπτουν νεότεροι άνθρωποι, παιδιά 18-20 χρονών, πράγμα πολύ συγκινητικό και ελπιδοφόρο. Γράφτηκε όχι πολύ παλιά, το 1987, ωστόσο, αν και δεν είναι ένα από τα πρώτα της συγγραφέως, πρόκειται με σιγουριά για το πιο αυτοβιογραφικό της και αυτό είναι ξεκάθαρο για όποιον γνωρίζει την πορεία της. Ο δεύτερος λόγος είναι η συμπλήρωση των 100 χρόνων από τη γέννηση της και το Έτος Άλκη Ζέη από το Υπουργείο Πολιτισμού, με αφορμή τα οποία εμείς, ως Μεταξουργείο, θέλαμε να την τιμήσουμε. Έτσι και αλλιώς ως θέατρο, αλλά και εγώ προσωπικά, αγαπάμε τη λογοτεχνία πολύ, τη μεταφέρουμε συχνά. Η μεγαλύτερη επιτυχία – σταθμός στην καριέρα μου ήταν το «Μαράν Αθά», ένα λογοτεχνικό βιβλίο επίσης. Τέλος, το θέμα του βιβλίου, φυσικά, το οποίο πραγματεύεται, κατά την άποψη μου, τη σημαντικότερη τριακονταετία που καθόρισε την ιστορία του νεοελληνικού βίου τον προηγούμενο αιώνα. Δηλαδή τα χρόνια του εμφυλίου μέχρι τη Χούντα.
Το πώς θα το μεταφέρουμε στη σκηνή είναι κάτι που μάς απασχόλησε πολύ με τον Φώτη Μακρή, την Κλεοπάτρα Τολόγκου και τη Στέλλα Κρούσκα που ανέλαβαν την διασκευή, καθώς και με τον τον Πέτρο Σεβαστίκογλου. Ή θα έπρεπε να γίνει μια μεγάλη παραγωγή με όλα τα πρόσωπα, γιατί μιλάμε για μια ιστορία τριάντα χρόνων, ή -και σε αυτό οδηγηθήκαμε εμείς- με προτροπή και του ίδιου του γιου της Άλκης, που μάς έκανε την τιμή και τη χαρά να μάς εμπιστευτεί την πρώτη θεατρική μεταφορά αυτού του βιβλίου, να μεταφερθεί ως μονόλογος, επειδή έχουμε να κάνουμε με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μια γυναίκας. Και αυτό θα παρακολουθήσουμε επί σκηνής. Μια γυναίκα να εξιστορεί τη ζωή της ξεκινώντας από το Παρίσι του ’68 και “πηγαινοερχόμενη” με flashback στον χώρο και τον χρόνο. Όχημα μας είναι πάντα ο λόγος. Εκεί στηριζόμαστε και αυτόν αξιοποιούμε. Με τον Φώτη δουλέψαμε πάρα πολύ με βάση το κείμενο και τον ηθοποιό, αυτά είναι, άλλωστε, τα δύο βασικά εργαλεία ενός μονολόγου. Ύστερα είναι οι εξαιρετικοί φωτισμοί της Μελίνας Μάσχας και το επίσης εξαιρετικό, λιτό αλλά πολύ ουσιαστικό, σκηνικό του Μάριου Σπηλιόπουλου, κορυφαίου ζωγράφου και καθηγητή στην Καλών Τεχνών.
Με ποιον τρόπο θεωρείτε ότι η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» συνομιλεί με το σήμερα;Το έργο μιλάει για μια γενιά ανθρώπων, ελάχιστοι από τους οποίους ζούνε πλέον, που αγωνίστηκε θέλοντας και διεκδικώντας να αλλάξει αυτόν τον κόσμο. Πράγμα που θεωρώ πως ως έναν βαθμό το πέτυχε. Θέλω να πιστεύω πως αυτά τα ιδανικά και τα πιστεύω τα συναντάμε σε όλες τις γενιές. Και στις νεότερες. Αυτή η βαθιά πίστη στον άνθρωπο και σε ορισμένες αξίες, όλα εκείνα που καθόρισαν τις ζωές αυτών των ανθρώπων, όσο και αν περνάνε τα χρόνια, όσο και να λέει η ίδια στο βιβλίο «Όλο τα παλιά Θυμόμαστε!», πιστεύω πως εξακολουθούν να ισχύουν. Από εκεί οι νεότεροι αντλούμε τη δύναμη για να συνεχίσουμε. Από αυτά τα πιστεύω, τις αξίες και τα ιδανικά που εκφράζουν τον κόσμο της αριστεράς και όχι μόνο. Και αυτό θέλω να κρατήσουν όσοι θα δουν την παράσταση μας. Αν και η Ζέη με τον Σεβαστίκογλου υπήρξαν στρατευμένοι, όπως και η δική μου οικογένεια, -είμαι μεγαλωμένη σε ένα αριστερό περιβάλλον, ο παππούς μου, ο Τάκης Κηλαηδόνης, στον οποίο εμμέσως αφιερώνω αυτή την παράσταση, πέρασε χρόνια στις εξορίες και επέστρεψε σχεδόν τελευταίος από τη Μακρόνησο- ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν θεωρώ ότι πρόκειται για ένα κείμενο που αφορά μόνο την αριστερά.
Με ποιον τρόπο συνδέεστε εσείς προσωπικά με την ηρωίδα που υποδύεστε, την Δάφνη/Ελένη;Η ηρωίδα μου, όπως και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι, έζησαν εποχές και γεγονότα που εμείς οι νεότεροι δεν μπορούμε να αναλογιστούμε. Αυτή η γυναίκα έλλειψε από την Ελλάδα σχεδόν είκοσι χρόνια, έζησε δέκα χρόνια χωριστά από τον σύντροφο της, τον φοβερό Καπετάνιο Αχιλλέα, διέσχισε πόσες χώρες μέχρι να καταφέρει να τον ανταμώσει ξανά, ήρθε αντιμέτωπη με δυσκολίες που οι νέες γενιές δεν είμαστε σε θέση ούτε καν να τις διανοηθούμε. Αν και θαυμάζω πάρα πολύ όλα όσα βίωσαν άνθρωποι σαν εκείνη, ωστόσο, θεωρώ ότι σαν γενιά βρισκόμαστε αρκετά μακριά δυστυχώς. Συνεπώς ταυτίζομαι μαζί της στο ιδεολογικό κομμάτι. Όπως ανέφερα και πριν οι άνθρωποι αυτοί πίστεψαν με κάθε κόστος και αφιέρωσαν τη ζωή τους. Δεν σταμάτησαν παρά τα σημαντικά εμπόδια που συνάντησαν στον δρόμο τους. Έτσι και εγώ, τηρουμένων πάντα των αναλογιών, με ότι δυσκολία μπορεί να αντιμετωπίσει μια νέα γυναίκα, ένας νέος άνθρωπος, συνεχίζω και προχωρώ παρακάτω στη ζωή μου. Εκεί θεωρώ πως ταυτίζομαι μαζί της. Αυτό μας δίδαξαν αυτές οι γενιές, να συνεχίζουμε προς το καλύτερο. Και ακόμη και αν διαψεύστηκαν, τουλάχιστον έφυγαν “γεμάτοι” γιατί αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους για κάτι που πίστεψαν.
Πώς αισθάνεται ένας καλλιτέχνης που καλείται να ενσαρκώσει αυτούς τους ανθρώπους με αυτά τα συγκεκριμένα βιώματα;Το πιο βασικό για εμένα είναι ότι επιλέγεις να το μεταφέρεις και να το επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Ο ηθοποιός είναι ένας μεταφορέας, βεβαίως βάζει σε αυτό που κάνει και δικά του προσωπικά βιώματα, κάτι από τον εαυτό του. Προσωπικά, ωστόσο, και μόνο το γεγονός ότι θα πω τα λόγια αυτής της γυναίκας πάνω στη σκηνή, ρίχνοντας φως στα τόσο δύσκολα και σπουδαία γεγονότα που εκείνη έζησε, το θεωρώ πολύ σημαντικό.
Αισθανθήκατε καθόλου ότι ένα τέτοιο εγχείρημα ενέχει και κάποιο ρίσκο;Πάντα υπάρχει ένα ρίσκο όταν η σπουδαία λογοτεχνία μεταφέρεται στο θέατρο. Το δυσκολότερο ερώτημα είναι τι να πρωτοφωτίσει κανείς από ένα τέτοιο τεράστιο μυθιστόρημα. Εγώ και οι συνεργάτες μου προσπαθήσαμε να επικεντρωθούμε τόσο στην προσωπική ιστορία του ζευγαριού, της Ελένης και του Αχιλλέα, οι οποίοι συνδέθηκαν σε νεαρή ηλικία, με εκείνον να φεύγει αντάρτης στα βουνά λίγο πριν τον εμφύλιο και εκείνη να τον βρίσκει δέκα χρόνια μετά, με τις μεταξύ τους διαφορές και συγκρούσεις καθώς οι δύο τους υπηρέτησαν πολύ διαφορετικές συνιστώσες της αριστεράς, ο Αχιλλέας υπήρξε ταγμένος στο κόμμα και η Ελένη τάχθηκε στο πιο ανανεωτικό της τμήμα με τη διάσπαση, όσο και την πορεία της ίδιας της χώρας και όλων όσων διαδραματίζονται όχι μόνο στη Ελλάδα, αλλά στη Μόσχα και την Τασκένδη. Με λίγα λόγια θέλουμε ο θεατής να παρακολουθήσει αυτό το δίπολο. Ναι μεν είναι ρίσκο, αλλά θεωρώ πως το καταφέραμε.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μόνο ένα. Όλη η πορεία αυτής της γυναίκας έχει ενδιαφέρον. Αυτό που μάς έκανε εντύπωση με τον Φώτη είναι τα γεγονότα της Τασκένδης, τον Σεπτεμβρίο του ’55 και της μεγάλης διάσπασης μεταξύ Ζαχαριαδικών και Αντιζαχαριαδικών. Είναι εκεί που η ηρωίδα του βιβλίου θα ζήσει τη μεγάλη διάψευση. Πρόκειται για μια από τις λιγότερο φωτισμένες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Στον χώρο της αριστεράς δεν μιλούν γενικά γι’ αυτό καθώς θεωρείται κάτι σαν δεύτερος εμφύλιος. Παρ’ όλο που έχω διαβάσει κάποια πράγματα για την ιστορία της αριστεράς, ομολογώ αυτό το κομμάτι δεν το ήξερα. Πάντως, για να είμαι ειλικρινής, σε όλα τα σημεία του μυθιστορήματος βρήκα πράγματα που με συγκίνησαν βαθιά, χωρίς να τα έχω ζήσει ποτέ. Είναι στιγμές που πραγματικά δακρύζω λέγοντας τα λόγια μιας γυναίκας για όσα έζησε πολλές δεκαετίες πριν. Και εγώ η ίδια απορώ, μερικές φορές, τι είναι αυτό το τόσο δυνατό που αντηχεί μέσα στην καρδιά μου.
Ίσως έχει να κάνει με το δικό σας οικογενειακό ιστορικό; Αναφερθήκατε πιο πάνω στον παππού σας ο οποίος έζησε στην εξορία.Νομίζω πως πολλοί θεατές του έργου θα αναγνωρίσουν τις παθογένειες του χώρου της Αριστεράς
Τον παππού μου, Τάκη Κηλαηδόνη, τον γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Ο ίδιος ο Λουκιανός τον συνάντησε πρώτη φορά σε μεγάλη ηλικία, 9-10 ετών, και αυτό ήταν κάτι που τον πονούσε. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο με κάποιον «μεταφυσικό» τρόπο συγκινούμαι και συνδέομαι βαθιά με το κείμενο της Ζέη, τόσο που θα μπορούσα να είμαι και εγώ μια γυναίκα εκείνης της εποχής.
Την πρώτη φορά που διάβασα την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα», στα μετεφηβικά μου χρόνια, είχα εντυπωσιαστεί, όχι μόνο από το ιστορικό πλαίσιο, αλλά και την προσωπική οδύσσεια αυτής της γυναίκας. Το 2011 επανακυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και η επιμελήτρια Ελένη Μπούρα μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει να διαβάσω αποσπάσματα στην τότε παρουσίαση που είχε γίνει ακριβώς τη μέρα των γενεθλίων της Άλκης Ζέη, η οποία και παρευρέθηκε στην εκδήλωση. Όταν τη συναντά κανείς από κοντά, καταλαβαίνει πως πρόκειται για μια απίστευτη προσωπικότητα. Ένας ζωντανός θρύλος. Εκείνη ήταν η δεύτερη φορά που συνδέθηκα με το συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Όταν το ξαναδιάβασα πέρσι ένιωσα να συμπληρώνεται το παζλ καθώς πήγα από το προσωπικό κομμάτι σε εκείνο του κινήματος της Αριστεράς και της ελληνικής ιστορίας τριάντα χρόνων που αυτό το βιβλίο θίγει. Παρακολουθώντας και τα γεγονότα στον χώρο της Αριστεράς και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. από το καλοκαίρι και μετά, βρίσκω πάρα πολλά κοινά στοιχεία με το κείμενο. Νομίζω πως πολλοί θεατές θα αναγνωρίσουν τις παθογένειες του χώρου, με τα καλά και τις συγκρούσεις, γιατί η Αριστερά είναι συνυφασμένη με αυτές εντός και εκτός του πλαισίου της και πολλές φορές τείνουν να “γεννηθούν” νέες κατευθύνσεις από αυτές.
Η ιστορία μας ορίζει. Θεωρώ ότι δεν υπάρχει τρόπος ένας καλλιτέχνης να μην τη λάβει υπόψιν του, ανεξαρτήτως του πόσο βαθιά θα επιλέξει να συνομιλήσει, ακόμη και να συγκρουστεί μαζί της. Το ίδιο ισχύει και για τους νεότερους καλλιτέχνες. Ορίζονται από την ιστορία, ακόμα και όταν δεν προσκολλώνται σε αυτή αλλά της ασκούν κριτική ματιά ή επιθυμούν να την ξεπεράσουν. Είμαστε και εμείς κομμάτι της ιστορίας. Τη ζούμε και τη γράφουμε για τους επόμενους κατά κάποιο τρόπο. Γι’ αυτό είναι απαραίτητο να συνεχίζουμε να την αφηγούμαστε, ακόμα και όταν διαφωνούμε, γιατί αλλιώς κινδυνεύουμε να πάψουμε να έχουμε συνέχεια ως λαός.
Σε ποιο σημείο της καλλιτεχνικής σας πορεία σας βρίσκει η «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα»;Ό,τι και αν κάνω, δεν θα πάψω ποτέ να είμαι η κόρη της Βαγενά και του Κηλαηδόνη και αυτό μόνο ως δώρο το βλέπω.
Είμαι σχεδόν 25 χρόνια στον χώρο. Είναι η δεύτερη φορά που αντιμετωπίζω έναν μονόλογο. Όταν το 2009 έκανα το «Μαράν Αθά», μια παράσταση-σταθμό στην καριέρα μου, αν και ήμουν πολύ νέα, παρ’ όλα αυτά ένιωσα πως με καθόρισε. Τώρα θεωρώ πως έχω πια μια άλλη ωριμότητα, και σαν άτομο και σαν ηθοποιός, απέναντι σε ένα τέτοιο κείμενο. Σε αυτό συνηγορεί σίγουρα και το γεγονός ότι έχω γίνει μητέρα. Η μητρότητα με έχει ωριμάσει πολύ και με έχει πάει καλλιτεχνικά σε ένα άλλο σημείο. Θεωρώ πως έχοντας ερμηνεύσει σημαντικούς ρόλους και έχοντας ζήσει κάποια πράγματα, από μια ηλικία και μετά, αλλιώς επιλέγεις και δίνεσαι σε ό,τι κάνεις. Οπότε, ναι, είμαι σε μια ώριμη φάση, βλέπω τα πράγματα περισσότερο αποστασιοποιημένα, με την έννοια πως μπορώ να είμαι πιο χαλαρή και επιλεκτική και να αντιμετωπίζω τις καταστάσεις με ένα άλλο μάτι και ένα άλλο μέτρο, πέρα από την ορμή της νεότητας.
Μεγαλώνοντας σε ένα περιβάλλον με άπειρα καλλιτεχνικά ερεθίσματα, υπήρξε αυτονόητο για εσάς ότι θα ακολουθήσετε τα χνάρια των γονιών σας;Όχι. Σίγουρα το περιβάλλον παίζει καθοριστικό ρόλο για ένα παιδί, ειδικά τα πρώτα βιώματα το διαμορφώνουν, αυτό βλέπω και ως μητέρα, ωστόσο, τόσο εγώ όσο και η αδερφή μου τη Μαρία, παρ’ ότι καταλήξαμε και οι δύο να ακολουθήσουμε τους δρόμους των γονιών μας, ήμασταν ελεύθερες στο να επιλέξουμε τι θέλουμε να κάνουμε. Ήταν, όμως, κάτι που προφανώς υπήρχε μέσα μας. Αν και ξέροντας από μικρή ηλικία τις δυσκολίες που κρύβει το επάγγελμα του καλλιτέχνη και ούσα μια καλή μαθήτρια, αρχικά ήθελα να δώσω πανελλήνιες στα ΜΜΕ. Από την άλλη είχα να διαχειριστώ και το γεγονός ότι ήμουν παιδί του Λουκιανού Κηλαηδόνη και της Άννας Βαγενά, το οποίο, όσο και αν φαίνεται απίστευτο, καλούμαι να το διαχειριστώ ακόμα και τώρα, είκοσι χρόνια μετά. Τα παιδιά των διάσημων δεν αποποιούμαστε ποτέ το όνομα μας, δυστυχώς το κουβαλάμε σαν βάρος. Όχι από εμάς τους ίδιους, αλλά από τη συνείδηση του χώρου. Το κοινό με αποδέχθηκε και με εκτίμησε σχεδόν από την αρχή. Σε αντίθεση με τον καλλιτεχνικό χώρο όπου θα υπάρχει πάντα μια επιφυλακτικότητα. Κάτι τέτοιο, όμως, μαθαίνεις με τα χρόνια να το διαχειρίζεσαι. Ό,τι και αν κάνω, δεν θα πάψω ποτέ να είμαι η κόρη της Βαγενά και του Κηλαηδόνη και αυτό μόνο ως δώρο το βλέπω. Μπορεί, ωστόσο, για κάποιο άλλο παιδί να αποτελούσε τροχοπέδη.
Κάνοντας μια αναδρομή στην καριέρας σας, εύχεστε να έχετε κάνει κάτι διαφορετικά;Δεν θα άλλαζα κάτι στην καλλιτεχνική μου πορεία. Έχω ευτυχήσει στις συνεργασίες μου. Μπορεί να υπήρξαν στιγμές που να δυσκολεύτηκα λίγο περισσότερο, αλλά τα θεωρώ όλα μέρος του ταξιδιού του ηθοποιού και του καλλιτέχνη εν γένει.
Η μεγαλύτερη διαπίστωση για το θέατρο που έχετε κάνει με τα χρόνια;Δεν αισθάνομαι πως έχω απομακρυνθεί από τον εαυτό μου και τα θέλω μου.
Καθώς περνούν τα χρόνια αισθάνομαι ευτυχής, ότι είμαι καλά σε αυτό που κάνω. Δεν ξέρω αν λέγεται διαπίστωση, πάντως είμαι ευτυχισμένη. Δεν θα πω πλήρης, γιατί εύχομαι να κάνω και άλλα πολλά πράγματα, -για παράδειγμα θέλω να κάνω μια κωμωδία, δεν έχω παίξει ποτέ- ωστόσο, είμαι ικανοποιημένη με ότι έχω κάνει μέχρι τώρα στο θέατρο και αυτό μου δίνει τη δύναμη να συνεχίσω. Δεν αισθάνομαι πως έχω απομακρυνθεί από τον εαυτό μου και τα θέλω μου.
Φέτος εσείς, η μητέρα σας και η αδερφή σας συνυπάρξατε καλλιτεχνικά στο Θέατρο Μεταξουργείο. Θα λέγατε πως πρόκειται για μια οικογενειακή υπόθεση;Από την ίδρυση του από τους γονείς μου, το Θέατρο Μεταξουργείο υπήρξε μια οικογενειακή υπόθεση. Στην πορεία ανέβηκαν στη σκηνή του πάρα πολλές παραγωγές. Μέσα από αυτό το θέατρο δεν έχουμε εκφραστεί μόνο εμείς, αντιθέτως έχουμε φιλοξενήσει πολλές παραγωγές άλλων δημιουργών και θιάσων. Παραμένει οικογενειακή υπόθεση με την έννοια ότι και οι τέσσερις μας -πλέον οι τρεις- ανήκουμε στον καλλιτεχνικό χώρο. Και το γεγονός ότι συνυπάρξαμε φέτος είχε τρομερό ενδιαφέρον. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία χρονιά και όλες το χαρήκαμε. Ξεκίνησε η Μαρία με τα «Γενέθλια της Ριρίκας», την πρώτη σκηνοθετική μου απόπειρα στο παιδικό θέατρο, ακολούθησε η μητέρα μου με το «Βεραμάν Φόρεμα» και ολοκληρώνω εγώ τη σεζόν με την «Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα». Μακάρι να συνεχίσουμε έτσι. Έχει ενδιαφέρον οι γυναίκες να δίνουν η μια τη σκυτάλη στην άλλη.