MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
04
ΙΟΥΛΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Η Βάσια Ατταριάν ανεβάζει το “Farewell / Εν τόπω χλοερώ” και μάς καλεί σ΄ έναν γάμο. Ή μία κηδεία – όπως το πάρει κανείς

Η Βάσια Ατταριάν δεν βρίσκει καθόλου ρομαντικό να υποπληρώνεσαι στο θέατρο και να καταλήγεις να κάνεις όλες τις δουλειές μόνος σου. Αν δεν ανήκε στην ομάδα Ντουθ δεν θα έκανε αυτή τη δουλειά, δεν θα μπορούσε αλλά κυρίως δεν θα ήθελε. Αυτή την περίοδο υπογράφει σκηνοθετικά την παράσταση «Farewell / Εν τόπω χλοερώ», μια σκοτεινή επιθεώρηση που μάς χωράει όλους.

Ευδοκία Βαζούκη | 19.05.2024 Credits: Eftychia Vlachou

Μετά το talk of the town «Nostalgia generation», η Βάσια Ατταριάν και η ομάδα Ντουθ επιστρέφουν με το δεύτερο μέρος ενός ζωντανού sitcom · ένα αυτοτελές επεισόδιο μιας αυτοσαρκαστικής σειράς που πραγματεύεται ένα πρόωρο και ανεξήγητο πένθος, μέσα από τα υλικά της κωμωδίας και της μουσικής και το γιορτάζει ανάμεσα σε τούλια, hairspray, παραδοσιακούς χορούς και φθηνή σαμπάνια.

Η νέα αυτή παράσταση, είναι πέρα για πέρα DIY και μάς καλεί να παρευρεθούμε σε έναν γάμο. Ή μία κηδεία. Όπως το πάρει κανείς. Τα σατέν σιδερώθηκαν, ο μπουφές στολίστηκε, τα κρύσταλλα πήραν τη θέση τους και οι χοροί ξεκινούν. Και όλοι εμείς, καλεσμένοι στην πιο εξπρεσιονιστική κρίση μέσης ηλικίας κινούμαστε ελεύθερα στον χώρο του θεάτρου ενώ το μπαρ μάς σερβίρει κανονικά καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης.

Σε αυτόν τον DIY γάμο, αμφιλεγόμενης αισθητικής, οι προπόσεις και οι αφιερώσεις οδηγούν σε απροσδόκητα ερωτήματα: Να είναι κανείς ή να μην είναι; Είναι η αγάπη για τους τολμηρούς; Γιατί η Παναγία δεν αναστήθηκε; Ο ΕΝΦΙΑ επηρεάζει τον οικογενειακό τάφο; Η θλίψη συνυπάρχει με τη σφιγμένη γροθιά; Είμαστε πραγματικά έτοιμοι να περάσουμε από το μεταμοντέρνο στο κλασικό;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑFarewell / Εν τόπω χλοερώ, από την ομάδας Ντουθ στο Θέατρο 10412.09.2018

Το «Farewell / Εν τόπω χλοερώ» είναι μία «μη-παράσταση», μια σκοτεινή επιθεώρηση που μάς χωράει όλους και όλες μέσα. Είναι φτιαγμένο έξω από τα συνήθη όρια μιας αυστηρής κλασικής θεατρικής αφήγησης και στοχεύει σε μια άλλου είδους σχέση με το κοινό. Τα υλικά της πολύ οικεία: pop αναφορές, μουσική, χορός. Η σκηνοθέτις που υπογράφει την παράσταση, μάς λέει περισσότερα γι’ αυτό το δεύτερο μέρος, για την ομάδα Ντουθ, το θέατρο στην Ελλάδα αλλά και τα επόμενά της σχέδια.

Μετά την περσινή sold-out παράσταση «Nostalgia Generation», επιστρέφετε φέτος για ακόμη μια φορά με την ομάδα Ντουθ και το «Farewell / Εν τόπω χλοερώ». Πέρσι οι ήρωες τα έβαλαν με το παρελθόν τους, φέτος διαβάζουμε πως θα πενθήσουν ένα θλιβερό παρόν. Τι να περιμένουμε να δούμε σε αυτό δεύτερο μέρος μιας ακόμη “μη-παράστασης” από εσάς;

Να περιμένετε ό,τι μπορεί να έχει μια βραδιά γάμου, προπόσεις, κουφέτα, αφιερώσεις, αμηχανίες, γκάφες, τραγούδια, εξομολογήσεις, χορούς, μακιγιάζ, κοκτέιλ, μαρέγκες και να περιμένετε μαζί μας το υπέροχο αυτό ζευγάρι που παντρεύεται. Να μας ζήσουν.

Το δεύτερο αυτό μέρος θα είναι στημένο όπως το «Nostalgia Generation», κάτι δηλαδή σαν αυτοτελές επεισόδιο σειράς; Και κάτι ακόμη, όποιος δεν έχει παρακολουθήσει το περσινό ανέβασμα θα μπορεί να παρακολουθήσει το νέο;

Δεν χρειάζεται σε καμία περίπτωση να έχεις δει την περσινή παράσταση για να δεις την φετινή. Είναι δύο εντελώς αυτόνομες δημιουργίες από τα ίδια πρόσωπα, στον ίδιο χώρο αλλά σε μια άλλη συνθήκη, μια άλλη χρονική στιγμή, με κάποια άλλα αιτήματα. Είναι αυτοτελές το επεισόδιο – δεν τίθεται ζήτημα πλοκής που πρέπει κανείς να ακολουθήσει από το 1ο στο 2ο μέρος. Οι συνδέσεις που υπάρχουν είναι πιο πολύ συναισθηματικές και περιεχομενικές. Και τα δύο πραγματεύονται για εμένα το πένθος μέσα από τα υλικά της κωμωδίας και της μουσικής.

Για εμένα το Farewell / Εν τόπω χλοερώ είναι μια νύχτα αυτοσαρκασμού για το παρόν αυτής της χώρας.

Με ποια σημερινά ζητήματα καταπιάνεται το «Farewell / Εν τόπω χλοερώ»;

Για εμένα το Farewell / Εν τόπω χλοερώ είναι μια νύχτα αυτοσαρκασμού για το παρόν αυτής της χώρας, για το τι κουβαλάει σήμερα από το παρελθόν και τι αγωνίες έχει για το μέλλον. Κάποια πρόσωπα που δεν έχουν γεράσει αλλά είναι φορτωμένα με όνειρα και επιθυμίες που δεν κατόρθωσαν όλες να πραγματοποιηθούν, σε μια κοινωνική συνθήκη γεμάτη συντηρητισμό και μικροαστισμό, όσο περνάει η ώρα ελευθερώνονται από τα δεσμά της και αφήνονται σε μια ιδιότυπη πένθιμη γιορτή με ένα φωτεινό φινάλε σαν λαμπερό ήλιο, με θάρρος για το σήμερα! Όσο περνούν οι μέρες το βλέπω σαν μια σκοτεινή επιθεώρηση που μάς χωράει όλους και όλες μέσα, performers και κοινό.

Με τι σας έφερε αντιμέτωπη κατά την προετοιμασία του;

Η προετοιμασία του με έφερε αντιμέτωπη με δυο πράγματα: Το 1ο αφορά στο περιεχόμενο και το μοντάζ του, μπορώ να πω ότι επειδή με συγκινεί περισσότερο μ’ έναν πολύ πλάγιο τρόπο το υλικό αυτού του έργου και η ατμόσφαιρά του είναι πιο κινηματογραφική, δυσκολεύτηκα δηλαδή περισσότερο στην διαδικασία από ό,τι στο Nostalgia Generation. Το 2ο αφορά στη διαδικασία, που λόγω χαμηλού προϋπολογισμού δεν μπορούσαμε να αφιερώσουμε όλοι και όλες μαζί έναν κοινό χρόνο μεγαλύτερο στη δημιουργία του.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑNostalgia Generation της Βάσιας Ατταριάν στο Θέατρο 10412.09.2018

Tι είναι αυτό που θέλετε να πείτε εσείς μέσα από αυτή την ιστορία, σε όσους θεατές βρεθούν σε αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη να κινούνται σε όλους τους χώρους του θεάτρου, όσο το μπαρ θα σερβίρει κανονικά κατά τη διάρκεια της παράστασης;

Ότι παρόλο που ανήκουμε όλοι και όλες μαζί σε μια εποχή γεμάτη επιβολές και μικροαστισμό, παρόλες τις απώλειες και τις ήττες, όλα είναι τώρα. Ότι οι χαμένες πιθανότητες είναι λιγότερες από αυτές που μένουν ανοιχτές, ότι κάπου υπάρχει ο παράδεισος με την ευρεία έννοια της λέξης – ή έστω ότι η φαντασίωση του είναι κινητήριος δύναμη – κι ότι η αποτυχία είναι μια έννοια κατασκευασμένη για να μας ταλαιπωρεί, μια πλάνη και ότι αλήθεια μπορούμε πάντα να κλείσουμε τα μάτια μας να φανταστούμε το αγαπημένο μας μέρος και το αγαπημένο μας τραγούδι. Θα ήθελα να πω «θάρρος»!

Ξεχωρίζετε κάποια αγαπημένη φράση από το κείμενο που πιστεύετε θα κρατήσετε;

Ξεχωρίζω τόσες πολλές που δεν ξέρω ποια να διαλέξω – το κείμενο είναι όλο γραμμένο από τους και τις ηθοποιούς της παράστασης. Ας διαλέξουμε μια πρόποση –  με υψωμένο το ποτήρι «στα φαντάσματα».

Υπήρξε κάτι που ανακαλύψατε σε σχέση με τον εαυτό σας, ή ακόμη και για την εποχή μας, κατά τη διάρκεια προετοιμασίας και τριβής μαζί του;

Νομίζω ότι συνειδητοποίησα ότι η εποχή είναι πολύ σκληρή και χρειάζομαι κάποια πρόσωπα, κάποια τραγούδια και νυχτερινό φωτισμό κάπου κάπου για να την αντέξω, να την σχολιάσω και φυσικά ότι μόνο με αυτοσαρκασμό και την παραδοχή ότι ανήκουμε σε αυτή την εποχή μπορώ να την καταλάβω κάπως.

Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση (ή προκλήσεις) που έχει να αντιμετωπίσει μία σκηνοθέτιδα που καταπιάνεται με παραστάσεις έξω από τις αυστηρές θεατρικές συμβάσεις και πλαίσιο;

Νομίζω υπάρχει από μια μερίδα κοινού μια δυσπιστία μερικές φορές σε σχέση με τη διάρκεια ή την δομή. Και μου φαίνεται πολύ λογικό. Ο στόχος για μένα είναι τελικά όταν και όσα άτομα διαλέξουν να το ρισκάρουν, να περάσουν μια βραδιά μαζί μας που είναι φτιαγμένη με υλικά που αφορούν όλους και όλες μας. Το Farewell, όπως και το Nostalgia, είναι φτιαγμένα μάλλον έξω από μια αυστηρή κλασική θεατρική αφήγηση και σχέση με το κοινό, αλλά βασίζονται σε υλικά πολύ οικεία, pop αναφορές, μουσική, χορό. Δεν θέλουν να δυσκολέψουν κανέναν, δεν είναι δυσνόητα. Αντιθέτως, απευθύνονται με τρομερή χαρά και εξωστρέφεια στον καθένα και την καθεμία μας παίζοντας με κλισέ συνθήκες που όλοι μας έχουμε βρεθεί ή έστω έχουμε δει σε ταινίες. Και σε σχέση με τη διάρκεια, προσπαθούν να προσεγγίσουν μια πραγματική συνθήκη γάμου – ή μετακόμισης πέρσι – που διαρκεί και σου επιτρέπει να μπεις, να βγεις, να κάνεις ένα τσιγάρο και να ξαναμπείς, να χορέψεις, σου δίνει μια ελευθερία κινήσεων χωρίς καθόλου να σου επιβάλλει να συμμετάσχεις αν δεν θες ή να μείνεις μέχρι το τέλος. Φέτος είναι πολύ εντυπωσιακό το πόσος κόσμος σηκώνεται, χορεύει για λίγο, τραγουδάει, βγαίνει και ξαναμπαίνει.  Οπότε μάλλον η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να πείσεις κάποιον από πριν το βιώσει ότι αξίζει να το χρηματοδοτήσει.

Το κέντρο της επιθυμίας μου σε αυτή τη δουλειά, είναι η αίσθηση της συν-δημιουργίας.

Τα τελευταία 11 χρόνια έχετε την ομάδα Ντουθ με δυο φίλους που η ίδια έχετε πει πως θεωρείτε οικογένεια, την Μυρτώ Μακρίδη και τον Δημήτρη Τάσαινα. Πώς είναι να κάνει κανείς θέατρο με φίλους;

Νομίζω ότι είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Εγώ δεν μπορώ να κάνω θέατρο χωρίς φίλους και φίλες. Μπορώ ίσως αλλά δεν θα περάσω εξίσου καλά. Όταν το έχω δοκιμάσει δεν έχει πετύχει απόλυτα. Έχει να κάνει πολύ και με το κέντρο της επιθυμίας μου σε αυτή τη δουλειά, που είναι η αίσθηση της συν-δημιουργίας. Με κοινό κώδικα, με ελευθερία κινήσεων, με τη δυνατότητα να πω ότι δεν ξέρω. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου να ορίζω απολύτως τα πράγματα και να φτιάχνω μόνη μου κάτι με κάποιους να το εκτελούν. Φυσικά το να κάνει κανείς θέατρο με φίλους είναι και ιδιαίτερα δύσκολο και περίπλοκο. Πρέπει να μπορείς να βάζεις όρια στη δουλειά – εγώ δεν τα καταφέρνω πάντα. Ξέρεις από πριν τι θα σε εκνευρίσει στον άλλο και με τι θα τον εκνευρίσεις εσύ. Αλλά στο τέλος της μέρας, και σε κάθε πρεμιέρα εγώ μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι και ψυχικά και καλλιτεχνικά δεν θα το άλλαζα με τίποτα. Επίσης είναι μια επένδυση στα πρόσωπα, η εξέλιξη καλλιτεχνικά μαζί τους. Έχω μεγαλώσει μαζί τους, με όλα τα πρόσωπα γνωριζόμαστε πια πάνω από 12-15 χρόνια. Κι αυτό είναι μοναδικό. Δεν ξαναγίνεται. Η παράσταση αυτή στηρίζεται απολύτως στην βαθιά, χρόνια καλλιτεχνική τριβή και στην πίστη. Πάντα σκέφτομαι ότι σχεδόν μαγικά τα πρόσωπα επί σκηνής, αλλά και οι συντελεστές, συντονίζονται σε κάτι που δεν είναι μαγεία, είναι χρόνος, τριβή και ανοχή. Κι επίσης, η ιδέα του Nostalgia Generation και του Farewell γεννήθηκε ακριβώς γι’ αυτά τα πρόσωπα. Με την ομάδα Ντουθ, με την Μυρτώ και τον Δημήτρη, είναι όντως οικογενειακή η συνθήκη.

Τι είναι αυτό που απολαμβάνετε περισσότερο ως μέρος αυτής ομάδας;

Απολαμβάνω τις μεγάλες δηλώσεις, το φτάνει, δεν θα το ξανακάνουμε αυτό και την γελοιοποίηση όταν ξανασυμβαίνει, απολαμβάνω τις μεγάλες συζητήσεις για το τι κάνουμε και κυρίως πώς το κάνουμε. Υπάρχει βαθιά καλλιτεχνική σύνδεση, αλλά κυρίως υπάρχει νομίζω εξαιρετικά κοινή ιδεολογική βάση για την ζωή και την έννοια της εργασίας κλπ. Απολαμβάνω τις συλλογικές αποφάσεις και τις διαφωνίες. Ξέρεις δεν είναι εύκολο αυτό, παίρνει τριπλάσιο χρόνο, αλλά είναι αλλιώς να κουβαλάς μόνος σου κι αλλιώς με παρέα και να σε πιάνει νευρικό γέλιο με τρεις γλάστρες στα χέρια. Αποκτάει νόημα ξανά. Απολαμβάνω ότι συγκρατεί ο ένας τον άλλον, η μια την άλλη. Απολαμβάνω τον κόπο για κάτι κοινό. Απολαμβάνω το οργανωμένο χάος, το γέλιο… Και χιλιάδες άλλες λεπτομέρειες που δεν ξέρω αν αφορούν κανέναν, αλλά εμένα είναι η καθημερινότητα μου και την έχω διαλέξει και είμαι εξαιρετικά περήφανη γι’ αυτήν. Δεν θα έκανα την δουλειά αυτή χωρίς εκείνους. Ούτε θα μπορούσα, ούτε θα ήθελα.

Και ποιο είναι το σπουδαιότερο πράγμα που σας έχει μάθει το θέατρο όλα αυτά τα χρόνια;

Βαριά ερώτηση. Επειδή δεν ορίζω τον εαυτό μου σαν έναν άνθρωπο του θεάτρου δεν ξέρω αν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Οι άνθρωποι που έτυχε ευτυχώς να γνωρίσω εγώ στο θέατρο μου έχουν μάθει πολλά πράγματα για τη δουλειά αυτή, αλλά κυρίως για το πώς ζω και τι πιστεύω. Μου έχουν μάθει να έχω υπομονή, πίστη, να πιστεύω στην αξία της βλακείας, της αφέλειας, της μυθοπλασίας και πολλά ακόμη. Νομίζω ότι το βασικό πράγμα που μου έχει μάθει το θέατρο είναι ότι υπάρχει η δυνατότητα να ζεις μια ζωή που έχει περιθώρια φαντασίας και μάλιστα κάποιες φορές κοινής φαντασίας με άλλα πρόσωπα. Και ότι μερικές φορές αυτό που φαντάζεσαι μπορεί να γίνει για λίγο πραγματικότητα.

Με σοβαρή χρηματοδότηση θα μπορούσαμε στην Ελλάδα να έχουμε πολλές παραστάσεις που θα είχαν χρόνο να επικοινωνήσουν με το κοινό και να δώσουν και τον χρόνο στο κοινό να συνδεθεί μαζί τους.

Τελικά από τι πάσχει το σημερινό ελληνικό θέατρο;

Δεν θα αντιμετωπίσω την ερώτηση σε σχέση με το γούστο μου ή με το τι θα ήθελα εγώ να βλέπω περισσότερο. Θεωρώ ότι το θέατρο πάσχει από ένα σοβαρότατο πράγμα και έχει καταντήσει αστείο να συγκινούμαστε με το πώς οι άνθρωποί του παλεύουν να το υπερβούν. Πάσχει από έλλειψη χρηματοδότησης. Σοβαρή έλλειψη χρηματοδότησης. Αν το κράτος δεν στηρίξει οικονομικά μια τέχνη και την βλέπει σαν κάποια επένδυση που πρέπει να κόψει εισιτήρια για να επιβιώσει, δεν θα πάει παρακάτω. Δεν είναι ρομαντικό να υποπληρώνεσαι και να κάνεις όλες τις δουλειές μόνος σου ή με την ομάδα σου. Είναι ασφυκτικό και είναι βέβαιο ότι σταδιακά θα εγκαταλείψεις ή θα αναγκαστείς να φτιάξεις κάτι που πιστεύεις ότι θα κόψει εισιτήρια και πολύ πιθανόν να αποτύχεις αν δεν σου ταιριάζει. Με σοβαρή χρηματοδότηση θα μπορούσαμε στην Ελλάδα να έχουμε πολλές παραστάσεις που θα είχαν χρόνο να επικοινωνήσουν με το κοινό και να δώσουν και τον χρόνο στο κοινό να συνδεθεί μαζί τους. Κι όχι εξαντλημένους ανθρώπους που παλεύουν με παραγωγούς και κάνουν άλλες δουλειές για να επιβιώσουν ή να χρηματοδοτήσουν τις παραστάσεις τους.

Τι άλλο να περιμένουμε στη συνέχεια από εσάς; Υπάρχει κάτι που μπορείτε να μοιραστείτε σε αυτή τη φάση;

Η ομάδα Ντουθ έχει δύο επόμενα σχέδια  γραμμένα – το ένα είναι το 3ο και τελευταίο μέρος της τριλογίας αυτής και το άλλο μια καινούρια διαφορετική παράσταση και πολλά σχέδια που συζητάμε ακόμη. Όλα θα κριθούν στην χρηματοδότηση όπως είπαμε και παραπάνω. Ευχηθείτε μας να την βρούμε, we will be back.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Farewell / Εν τόπω χλοερώ, από την ομάδας Ντουθ στο Θέατρο 104

Παίζουν: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Ρωμανός Καλοκύρης, Μυρτώ Μακρίδη, Κατερίνα Μαυρογεώργη, Προμηθέας Nerattini-Δοκιμάκης, Ιωάννα Ραμπαούνη, Σεραφείμ Ράδης, Δημήτρης Τάσαινας, Μαρία Φιλίνη

Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Παρασκευή έως Κυριακή στις 21:15
Χώρος: Θέατρο 104 (Ευμολπιδών 41 – Κεραμεικός, 2103455020)
Διάρκεια παράστασης: 180 λεπτά
Τιμές εισιτηρίων: 18 ευρώ, 15 ευρώ (μειωμένο)
Προπώληση εισιτηρίων στο more.com.

Καθόλη τη διάρκεια της παράστασης επιτρέπεται η κατανάλωση ποτού και η είσοδος/έξοδος των θεατών.

Περισσότερα από Πρόσωπα