Συν & Πλην: «Περιμένοντας τον Γκοντό» στη Στέγη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου που ανέβηκε στη Στέγη.
«Δεν κάνουμε τίποτα, είναι το πιο ασφαλές», ψιθυρίζει ο Εστραγκόν στο φίλο του Βλαντιμίρ. Αυτό το «τίποτα», στο συγγραφικό κόσμο του Σάμιουελ Μπέκετ, περικλείει το παν. Ο «τέταρτος τραγικός» (μετά τους αρχαίους κλασικούς) τοποθετεί τον άνθρωπο σ’ έναν μη τόπο ή «σ’ ένα τόπο που δεν μοιάζει με τίποτα, δεν έχει τίποτα» και μέσα από τη φωνή που ψελλίζουν οι πιο αθόρυβες, οι πιο περιθωριοποιημένες… κόπιες του είδους του, αναρωτιέται πάνω στην ανθρώπινη εμπειρία.
Γραμμένο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου – υπολογίζεται πως ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μήνες τον Ιανουάριο του 1949 – το «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι το ματαιωμένο βλέμμα προς την ανθρωπότητα που ανέπνευσε τους καπνούς από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, που τράφηκε με ξερούς βολβούς για να επιζήσει, που περπάτησε ξυπόλητη στα ματωμένα χώματα, που έκλεισε τα μάτια και τα αυτιά όταν οι άλλοι υπέφεραν, που – μέσα στην καταστροφή του πολέμου – δεν βρήκε ούτε τα κατάλληλα δέντρα για να απαγχονιστεί. Αλλά, παρόλα αυτά, δεν έπαψε να πιστεύει πως κάτι την υπερβαίνει· κι αυτό το άγνωστο, ανώτερο, ίσως και θεϊκό, «κάτι» – δεν μπορεί – κάποτε, θα φέρει την επιθυμητή κάθαρση.
Μέσα από (φαινομενικά) αόριστες απορίες, που εκτοξεύουν διαρκώς ο ένας στον άλλο, ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν συμπυκνώνουν το φιλοσοφικό και οντολογικό τέλμα του ατόμου που το καθηλώνει, μέσα στο χώρο και στο χρόνο, στην ακαμψία, την απραξία και την ανυπαρξία. Οι δυο τους ζητούν από το Αγόρι, τον Πότζο και το δούλο του, Λάκυ – τρεις παρίες με τους οποίους οι δρόμοι τους διασταυρώνονται – να επαληθεύσουν πως τους συνάντησαν. Μόνον έτσι θα νοηματοδοτήσουν την ύπαρξη τους, αφού «ένα τίποτα είναι ο άνθρωπος».
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» δημοσιεύτηκε το 1952 και παραστάθηκε για πρώτη φορά, ένα χρόνο αργότερα, στο Παρίσι. Όπως τονίστηκε και από την κριτική της εποχής, ο Μπέκετ κατόρθωσε μέσα από αυτό το έργο «μια θεωρητική αδυνατότητα»: Να παρουσιάσει μια δραματουργία όπου και στις δύο πράξεις του, δεν συμβαίνει τίποτα· ωστόσο οι θεατές παραμένουν καθηλωμένοι στις θέσεις τους. Όπως ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν.
Η επιστροφή του Θεόδωρου Τερζόπουλου στην Ελλάδα – μέσα από μια, μεγάλης φόρμας, παραγωγή του Emilia Romagna Teatro σε μετάκληση της Στέγης – είναι, το δίχως άλλο, μια μνημειώδης στιγμή για το σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο.
Όχι μόνο γιατί επανασυστήνει (επιτέλους) το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ ανατρέχοντας στις ρίζες του. Όχι μόνο γιατί γίνεται εκφραστής όσων πραγματικά συνδέουν τον Μπέκετ με το αρχαίο δράμα και την τελετουργία. Όχι μόνο γιατί εξασφαλίζει δύο ιδανικούς πρωταγωνιστές προκειμένου να ενσαρκώσουν τους περίφημους ήρωες του Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, στο πρόσωπο των Enzo Vetrano και Stefano Randisi, οι οποίοι αναδεικνύουν το οντολογικό βάθος τους με απόλυτη φυσικότητα. Αλλά κυρίως γιατί όλα τα προηγούμενα λειτουργούν «εξωθεατρικά»: Ως φιλοσοφικός και υπαρξιακός συναγερμός, ως μια σθεναρή υπόμνηση ενός χαμένου ανθρωπισμού. Η παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι μια ανθρωπιστική (και γι’ αυτό πολιτική) χειρονομία, μεγάλης πνοής.
Τα Συν (+) Η σκηνοθεσίαΑν ο Σάμιουελ Μπέκετ δημιούργησε έναν πρωτότυπο δραματουργικό χώρο όπου λειτουργεί η ποιητική του «τίποτα», παράγοντας μέγα νόημα, τότε ο Θεόδωρος Τερζόπουλος έρχεται να ανατέμνει το ίδιο τίποτα. Με δημιουργική σοφία, εμμονή στη λεπτομέρεια και το γνώριμο ισχυρότατο εικαστικό συμβολισμό, επανεξετάζει ένα κείμενο ηλικίας 75 ετών και το παραδίδει ως (θείο) βρέφος.
Η ανανεωτική ματιά του σκηνοθέτη βασίζεται, καταρχάς, στην αίσθηση διαστολής του χρόνου και ενίοτε του χώρου όπου συνδιαλέγονται οι ήρωες του. Αυτή η κατασκευασμένη συνθήκη εμβαπτίζει σε μιαν άλλη ψυχική κατάσταση, σε μιαν άλλη ψυχική βαρύτητα τα, δήθεν, φλύαρα λόγια τους και τα παραδίδει στο κοινό ως (θεία) κοινωνία. Ιεροφάντης μιας άλλης εποχής – φοβάμαι, εξίσου δυστοπικής με του Μπέκετ – ο Τερζόπουλος διδάσκει τις λέξεις πότε με τραγικό ύψος και πότε με κωμική ελαφράδα (τα ιταλικά εξάλλου προσφέρονται και για τις δύο συνθήκες) και μετουσιώνονται σε σώμα και αίμα του χωροχρονικού παρελθόντος, παρόντος, μέλλοντος.
Το μαύρο τετράγωνο που ανοιγοκλείνει για να αποκαλύψει τα σώματα των ηθοποιών – τους σταυροφόρους μιας, παράλογα ξοδεμένης, ζωής, ολοκληρώνει τη σκηνοθεσία του «Περιμένοντας τον Γκοντό». Μιας παράστασης που φέρει τα χαρακτηριστικά ενός θρησκευτικού μυστηρίου το οποίο, με τυπική ευλάβεια, τελεί κάθε άνθρωπος για τον εαυτό του.
Ο μεγαλύτερος (ηλικιακά) ηθοποιός της διανομής, ο Enzo Vetrano, γεννιόταν όταν γραφόταν το «Περιμένοντας τον Γκοντό» από τον Σάμιουελ Μπέκετ. Οι μεγάλες αφηγήσεις της ανθρωπότητας δεν έχουν αλλάξει επί τα βελτίω, η ιστορία συνεχίζει να γράφεται εμπόλεμα και με βία πάνω στους ανθρώπους. Μεταξύ πολλών άλλων σκέψεων που γεννούν οι ερμηνείες του βασικού πρωταγωνιστικού διδύμου, Enzo Vetrano και Stefano Randisi είναι κι αυτή: Ο χρόνος ξεθωριάζει τη μνήμη αλλά η ιστορία επαναλαμβάνεται σε βασανιστικούς κύκλους. Και οι άνθρωποι, είτε είναι τρυφερά βρέφη, είτε έχουν άσπρα μαλλιά και γένια, συλλέγουν τα ίδια παράλογα βιώματα σε κυκλική κίνηση.
Ίσως και χάρη στην εμπειρία ζωής, όσο και στην 50ετή κοινή θεατρική τους διαδρομή, το δίδυμο των Σικελών ηθοποιών αποδείχθηκε ως μια ιδεώδης επιλογή για τους ρόλους του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν. Φορείς της ιταλικής φάρσας και των κωδικών του λαϊκού θεάτρου υποδύονται τους δυο κλοσάρ με μια εξαίσια, ανόθευτη γνησιότητα, ρίχνοντας κάθε σαρκαστική φράση του κειμένου κατευθείαν στη φωτιά του τραγικού. «-Είμαστε ανίκανοι να το βουλώσουμε», λένε σχολιάζοντας την παροιμιώδη πολυλογία τους. «-Το κάνουμε για να μην ακούμε» εξηγούν, καθώς γύρω τους ξεσπούν οι σειρήνες του πολέμου. Κι είναι αυτή η στενή συγγένεια τους που καθιστά, σχεδόν αδύνατον, να μιλήσεις για τον έναν χωρίς να συμπεριλάβεις τον άλλο: Η ερμηνεία τους είναι μία, συνιστούν μια ολόκληρη κατάσταση, λειτουργούν ως δυο απολήξεις μιας κοινής σκέψης, επιβεβαιώνοντας πως η μόνη παρηγοριά στην εφιαλτική αναμονή είναι η έτερη φύση, ο άλλος άνθρωπος. Κι ας είναι ριγμένος στη μαύρη δίνη του χρόνου. Από εκεί, εξάλλου, έρχονται τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου (Πότζο, Λάκυ, Αγόρι) όπως και οι, τραγικού μεγέθους, ερμηνείες των ηθοποιών: Ο έμπειρος Paolo Musio και οι νεότεροι Giulio Germano Cervi και Rocco Ancarola.
Σε απευθείας διάλογο με το «Μαύρο τετράγωνο» του Ουκρανού ζωγράφου Καζιμίρ Μάλεβιτς (ένα έργο που, στην εποχή του, κατακρίθηκε ως μηδενιστικό και ως έκφραση μιας μεγάλης άρνησης), ο Θεόδωρος Τερζόπουλος – που και εδώ αναλαμβάνει τη σκηνογραφία της παράστασης – φτιάχνει μια μεταβαλλόμενη ολόμαυρη κατασκευή.
Μέσα της εγκιβωτίζονται τα πρόσωπα – σώματα σαν να βρίσκονται σε μια αίθουσα (αέναης) αναμονής, σε ένα πολεμικό καταφύγιο, σε ένα θάλαμο συμπίεσης ή ένα θάλαμο αερίων. Σε κάθε περίπτωση ασφυκτιούν. Κι ενώ η κεντρική σκηνική εγκατάσταση προσφέρει πληθώρα ερμηνειών, οι ‘εξωτερικές’ σκηνογραφικές παρεμβάσεις είναι σαφείς: Το δέντρο του Μπέκετ δεν είναι παρά ένα μικροσκοπικό μπονζάϊ (αιχμές για την αποσύνδεση του ανθρώπου από τη Φύση κα τη φύση του), ενώ κάθετες στήλες από ματωμένα μαχαίρια και ημερολόγια προσγειώνονται από ψηλά – η μόνη σίγουρη άφιξη, αντίθετα από την αμφίβολη έλευση του, από μηχανής, Γκοντό.
Μελωδικές μεσογειακές κιθάρες και καθολικοί ύμνοι συμπλέκονται με τη, κατ’ εξοχήν, «μουσική» ιταλική γλώσσα στο ωραιότερο ηχητικό περιβάλλον που έχει συνθέσει ο Παναγιώτης Βελιανίτης ως σταθερός συνεργάτης του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Μελαγχολία, μυσταγωγία και νότες που πατούν στην απελπισία του Βλαντιμίρ και του Εστραγκόν σε μια, συνομιλούσα με τον Μπέκετ, μουσική δραματουργία.
Τα Πλην (-)Δεν υπάρχουν.
Μνημειακός, τελετουργικός, βαθιά επιδραστικός (ανθρωπιστικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά) «Γκοντό». Η πληρέστερη ανάγνωση Μπέκετ που έχουμε δει στην Ελλάδα, δια χειρός Θεόδωρου Τερζόπουλου.