Θεόφιλος Sold: Η παράσταση της Όλιας Λαζαρίδου στο Παλιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα
Μετά τη μεγάλη επιτυχία, η παράσταση «Θεόφιλος Sold – Ιλαροτραγωδία», σε κείμενο Σαμσών Ρακά και σκηνοθεσία Όλιας Λαζαρίδου, συνεχίζεται τον Ιούλιο στο Παλαιό Πανεπιστήμιο στην Πλάκα.
Μετά την επιτυχία στο θέατρο της Σχολής Καλών Τεχνών και στο Fougaro Art Center στο Ναύπλιο, το έργο του Σαμσών Ρακά «Θεόφιλος sold» σε σκηνοθεσία Όλιας Λαζαρίδου ανεβαίνει για 12 μόνο παραστάσεις στο Παλαιό Πανεπιστήμιο (Μουσείο Ιστορίας) στην Πλάκα, από τις 5 έως τις 28 Απριλίου 2024. Ερμηνεύουν δύο νέες χαρισματικές ηθοποιοί, η Αιμιλιανή Σταυριανίδου και η Αριάδνη Κωσταντακοπούλου.
«Θεόφιλος sold»: Λίγα λόγια για το έργοΤο έργο είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, του αυτοδίδακτου ζωγράφου και αγιογράφου, που μετέπειτα αναγνωρίστηκε ως πρωτοπόρος της λαϊκής τέχνης. H παράσταση δανειζόμενη στοιχεία λαϊκού θεάματος και τσίρκου, είναι προσιτή σε κοινό κάθε ηλικίας.
«Ο Θεόφιλος, ο ταπεινός και περιπλανώμενος αυτός λαϊκός ζωγράφος (που στα μάτια του κόσμου που τον έβλεπε να λέει και να κάνει παράξενα πράγματα ήταν ένας σαλός) αποτελεί σπάνιο παράδειγμα αστείρευτης δημιουργικότητας. Δεν απελπίστηκε, δεν δείλιασε, δεν εγκατέλειψε τη ζωγραφική ποτέ. Αντιμετώπιζε τη χλεύη και τις ειρωνείες ζωγραφίζοντας ακατάπαυστα και αφήνοντας το έργο του να μιλήσει γι’ αυτόν. Η ζωγραφική ήταν το μυστικό του όπλο – όπως λέει και στο έργο κάποια στιγμή.
Ο Τεριάντ, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, άνθρωποι που πρωτοστάτησαν στο φανέρωμα των έργων του Θεόφιλου, εκπροσωπούσαν τη νεότερη Ελλάδα, την κοσμοπολίτικη, την μορφωμένη στα ευρωπαϊκά κέντρα. Σε αυτή την Ελλάδα ο Θεόφιλος δεν μπορούσε να ενταχθεί. Η μόρφωσή του ήταν η βιωμένη αγραμματοσύνη του, σαν του Μακρυγιάννη. Δεν αντιλαμβανόταν την ευρωπαϊκή παιδεία.
Η ευρωπαϊκή παιδεία, όμως, αντιλήφθηκε το μεγαλείο του. Βρήκε το αιώνιο, σε εκείνον που ζωγράφιζε σε υλικά εφήμερα και χαλασμένα. Βρήκε το αυθεντικό, σε εκείνον που το ζούσε χωρίς να το ξέρει. Αυτές οι πολιτισμικές αντιφάσεις είναι μέρος της ιστορίας μας.
Στο τέλος του μας έργου ο Θεόφιλος, όταν αντιλαμβάνεται πως οι πίνακές του, αυτές οι χρωματιστές προσευχές του ετοιμάζονται να δοξαστούν, να ταξιδέψουν να μπουν στον κόσμο του εμπορίου, θρηνεί. Είναι επειδή νιώθει την παιδικότητά του – την πατρίδα του δηλαδή – να απειλείται. Και βέβαια, για την ακραία εμπορευματοποίηση που θα επικρατήσει στο μέλλον σε ό,τι ζει και δημιουργεί με αθωότητα. Αυτός που ζωγράφιζε τους πίνακές του για ένα πιάτο φαΐ. Αποχωρεί απ’ τη ζωή και κλαίει για την προσωπική του Ελλάδα.
Σα να χαλάει ο κόσμος,. Το σπίτι της τέχνης τρίζει. Το ακούς; Πέφτουν τα δοκάρια. Κι εγώ ψάχνω να κρατηθώ από κάπου. Να μη χάσω την πίστη μου. Θεόφιλε Χατζημιχαήλ ακούς; Εσύ με θεμελιώνεις. Με κάνεις να χαμογελώ στο δειλινό. Το πνεύμα σου ακτινοβολεί ακόμη. Η αλήθεια του παραμυθιού σου αγκαλιάζει τους φόβους μου. Η απλότητά σου διδάσκει σαν δροσερό χάδι την αγάπη. Το πείσμα σου για δημιουργία γίνεται υπόσχεση και οδηγός μας. Θεόφιλε, ακούς; Άστους να λένε! Βάλε την περικεφαλαία σου. Πιάσε το ξίφος στο δεξί. Στ’ αριστερό σου το πινέλο. Κι ανέβα στο άλογό σου. Ένα νέο ταξίδι ξεκινά. Πάμε να βρεθούμε εκεί που οι πραγματικότητες ζητιανεύουνε γονατιστές τα όνειρά μας».
Όλια Λαζαρίδου-Σαμσών Ρακάς