Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε σειρές και ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Άνθρωποι και ρομπότ. Τελικά ποιος κινεί τα νήματα;Helgard Haug, Stefan Kaegi και Daniel Wetzel ή αλλιώς Rimini Protokoll, όπως έχει γνωστή από το 2002 η πολυβραβευμένη ομάδα συγγραφέων και σκηνοθετών με έδρα το Βερολίνο, εστιάζοντας μέσα από τα πρότζεκτ τους στη συνεχή εξέλιξη των θεατρικών εργαλείων και στην προσέγγιση της πραγματικότητας υπό ασυνήθιστες προοπτικές. Καλεσμένη του 20ού Athens Digital Arts Festival, η γερμανική ομάδα έφερε στη χώρα μας τη νέα πρωτοποριακή perfomance της με τίτλο «Uncanny Valley» (Κοιλάδα του Ανοίκειου) και την παρουσίασε στη σκηνή του Θεάτρου REX του Εθνικού, στο πλαίσιο της επετειακής διοργάνωσης του φεστιβάλ. Για το πρότζεκτ αυτό, ο Stefan Kaegi – ο οποίος ανέλαβε τη σκηνοθεσία του – συνεργάστηκε για πρώτη φορά με έναν θεατρικό συγγραφέα, τον Thomas Melle. Με κύριο στόχο να εξερευνήσει τη θολή, λεπτή γραμμή μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, ο Kaegi πλησίασε τον Melle ζητώντας του να επιτρέψει τη δημιουργία ενός ρομποτικού αντιγράφου του. Κάποια χρόνια πριν ο Melle είχε γράψει ένα βιβλίο σχετικά με τη διπολική του διαταραχή, περιγράφοντας την εμπειρία του στην ψυχιατρική κλινική αλλά και τις μάχες του μεταξύ κατάθλιψης και μανίας – γεγονός που τον οδήγησε στο να αρνείται να ανεβαίνει πια σε σκηνές μιλώντας για το βιβλίο του μπροστά σε κοινό. Φυσικά, οι εκδότες του συνέχιζαν να τον αναγκάζουν να το κάνει, αφού ήταν σημαντικό για την προώθηση του. Όταν ο Kaegi σκέφτηκε πως θα ήθελε στο νέο του πρότζεκτ να φέρει ένα ανθρωποειδές επί σκηνής, πρότεινε αυτό να πάρει τη θέση του Melle. Ο Thomas Melle επέτρεψε τη δημιουργία ενός αντιγράφου του και κάπως έτσι ένα ανθρωποειδές βρέθηκε απέναντί μας στη σκηνή να θέτει καίρια ερωτήματα και προκαλώντας έναν βαθύ προβληματισμό σχετικά με τη σχέση μεταξύ του πρωτότυπου και του ηλεκτρονικού του αντιγράφου. Τι σημαίνει για το πρωτότυπο όταν η αντιγραφή αναλαμβάνει τον έλεγχο; Το πρωτότυπο μαθαίνει καλύτερα τον εαυτό του μέσω του ηλεκτρονικού του αντιγράφου; Το αντίγραφο και το πρωτότυπό του ανταγωνίζονται ή βοηθούν το ένα το άλλο;
Απέναντί μας στη σκηνή κάποιος άντρας φαίνεται να κάθεται σε μια πολυθρόνα. Η perfomance ακολουθεί τη ροή μιας διάλεξης με αυτόν τον άντρα να έχει δίπλα του ανοιχτό το λάπτοπ του, το ποτήρι με το νερό του και ξεκινά να μάς εξηγεί την όλη διαδικασία δημιουργίας μίας συσκευής που τον βοηθάει. Πολύ σύντομα είναι ξεκάθαρο ότι απέναντί μας κάθεται η ίδια αυτή συσκευή, ένα ρομπότ που μιλάει για το ίδιο και μάς αφηγείται την ιστορία του. Τα ερωτήματα που θέτει το ίδιο, θέτoυν την ίδια στιγμή προς αμφισβήτηση τις αντιλήψεις μας περί ταυτότητας, ανθρωπότητας και φύσης, κάνοντας λίγο στην άκρη την αλαζονικότητά μας περί μοναδικότητας του είδους μας και επιβάλλοντας μια επαναξιολογηση της θέσης μας σε αυτόν τον κόσμο καθώς και της σχέσης μας με αυτόν. Είναι κι αυτή η ομοιότητα των ρομπότ με εμάς – Ιάπωνες ερευνητές ρομποτικής χρησιμοποιούν τον όρο της «κοιλάδας του ανοίκειου», από τον οποίο εμπνέεται και ο τίτλος της παράστασης, για να περιγράφουν αυτή την ομοιότητα, κι αυτό το συναίσθημα του φόβου που έχει προκαλέσει η έλευση της τεχνητής νοημοσύνης σχετικά με την αντικατάσταση του ανθρώπου από τις μηχανές. Το πρότζεκτ των Rimini Protokoll έρχεται να μιλήσει για την προβολή των συναισθημάτων μας πάνω στην τεχνητή νοημοσύνη υπό τον φόβο αυτό του να μην μπερδευτούν οι ρόλοι. Και η απάντηση για το ποιος τελικά υπερέχει σε δυναμική είναι στο τέλος πια ξεκάθαρη.
Ευδοκία Βαζούκη
Καιρό είχα να δω παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και πολύ περισσότερο καιρό είχα να δω παράσταση του ΚΘΒΕ επιδραστική, ολοκληρωμένη και τολμώ να πω με φεστιβαλική πνοή. Δηλαδή, μια παράσταση που θα μπορούσε άνετα να ταξιδέψει και να συνομιλήσει με το κοινό εκτός Ελλάδας. Το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη δεν χρειάζεται πολλές συστάσεις, όπως και η πολιτική του διορατικότητα που το καθιστά σύγχρονο ακόμα και τώρα. Στα χέρια του Χρήστου Θεοδωρίδη – ο οποίος δεν σταματά να στήνει υψηλού επιπέδου και με κινηματικό υπόβαθρο σκηνοθεσίες – φανερώνει αυτόν τον χαρακτήρα του έργου: Ορμώμενο από τα κενά του δημοκρατικού πολιτεύματος θίγει την άνοδο του φασισμού και την ανάγκη ενεργών πολιτών να αποσοβήσουν τέτοιους μεγάλους κινδύνους.
Η σκηνική ένταση της παράστασης (σε ένα βαθμό οφείλεται και στο κινησιολογικό στίγμα της από την Ξένια Θεμελή), η κοινή ερμηνευτική γραμμή που δημιουργεί μια θεατρική συλλογικότητα, η οργάνωση της απεύθυνσης προς το κοινό ώστε η θεατρική πλατεία να παραπέμπει σε δημόσιο χώρο διαμαρτυρίας και φυσικά οι επί μέρους ερμηνείες (προσωπικά ξεχώρισα τους Νίκο Μήλια, Πάρη Αλεξανδρόπουλο, Μπέττυ Νικολέση, Ελένη Θυμιοπούλου – αν και όλα τα μέλη του θιάσου είχαν καλές στιγμές) παρήγαγαν μια δίωρη παράσταση που δεν έχανε στιγμή τον εσωτερικό ρυθμό της, το σασπένς και τις μεταδραματικές ενέσεις μέσα στη ρεαλιστική αφήγηση. Παίχτηκε για δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη και «κατέβηκε» στην Αθήνα για λίγες παραστάσεις. Αξίζει να το ξαναδούμε.
Στέλλα Χαραμή
[relart 4]
(+) Άτλας της δεκαετίας του 2000: Το σόου της βιωμένης ιστορίαςΟ σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης έχει πρωτοπαρουσιάσει και υποστηρίζει ένα θεατρικό format που αντλεί από τις ιδέες της πασαρέλας και του τηλεοπτικού reality show. Το έκανε στην πρώτη του μεγάλη σκηνοθεσία για το Φεστιβάλ Αθηνών «Εθνικό ντεφιλέ» το 2021, το επιχειρεί ξανά τώρα – και πάλι με σύγχρονο ιστορικό πρόταγμα: Την καταγραφή των γεγονότων της δεκαετίας των zeros 2000-2010. Ως δραματουργικό πρόσχημα της παράστασης λειτουργεί ένα reality show, οι παίκτες του οποίου καλούνται να αφηγηθούν στιγμές που αφομοιώνουν γεγονότα για καθεμιά από τις χρονιές εκείνης της δεκαετίας και η πιο αντιπροσωπευτική θα αναδείξει το νικητή.
Η παράσταση βασίζεται σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα και εξελίσσεται ως πολυμεσικό θέατρο: live κινηματογράφιση, παράλληλες προβολές, (φοβερή) μουσική από το Παιδί Τραύμα και επί σκηνής δράση. Με εξαίρεση τα δραματουργικά φάουλ – δεν συμπεριλαμβάνονται κάποια κρίσιμα γεγονότα της δεκαετίας οδηγώντας σε μια επιλεκτική ανάγνωση – και την επιλογή ενός λάθος χώρου – το Δημοτικό Θέατρο είναι μια αστική σκηνή, όχι ευνοϊκή για τέτοια εγχειρήματα – ο «Άτλας» προκύπτει ως μια γενναία χειρονομία για το πως το θέατρο πλησιάσει τη βιωμένη ιστορία. Καλές και οι ερμηνείες των Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιώργου Γλάστρα, Λένας Δροσάκη, Γιώργου Κριθαρά, Στεφανίας Ζώρα και Αναστάση Γεωργούλα.
Στέλλα Χαραμή
«Βάπτισμα», όχι του πυρός αλλά της ονοματοδοσίας, αποτελεί η παράσταση «Οι κάλπηδες» για τον σκηνοθέτη Κώστα Παπακωνσταντίνου και τους συνεργάτες του, που αποφάσισαν, δεκατρία χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση στη σκηνή με τους περίφημους «Χαλασοχώρηδες» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, να δώσουν ένα όνομα στην ομάδα τους: και το όνομα αυτών… «Πτωχαλαζόνες»!
Μαζί με την ονοματοδοσία, αποφάσισαν να επιστρέψουν στην επιτυχημένη φόρμα με την οποία έγιναν αγαπητοί στο κοινό, τη δραματοποίηση της τριτοπρόσωπης αφήγησης των λογοτεχνικών κειμένων, μια επινόηση που έχει μέχρι αποφέρει εξαιρετικά σκηνικά αποτελέσματα. Μετά τους «Χαλασοχώρηδες», αυτή τη μέθοδο χρησιμοποίησαν για την προσέγγιση των κειμένων και στις παραστάσεις τους «Μαζώχτρα» του Αργύρη Εφταλιώτη, «Αυτόχειρ» του Μιχαήλ Μητσάκη, «Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως» του Γεωργίου Βιζυηνού και, τώρα, «Οι κάλπηδες» του Στρατή Μυριβήλη.
Ένα ευφρόσυνο παραμύθι, που διαδραματίζεται στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μυτιλήνη, όπου δυο ξακουστοί απατεώνες, συναγωνίζονται ποιος από τους δυο είναι ο αρχικάλπης, μπλέκοντας σε ξεκαρδιστικές περιπέτειες, που έχουν απ’ όλα: Και μπέηδες και πειρατές, και βρυκόλακες και μυλωνάδες και πολύ, μα πάρα πολύ γέλιο.
Η ζωντάνια με την οποία οι τρεις ηθοποιοί (Ελισσαίος Βλάχος, Αγγελική Μαρίνου και Δημοσθένης Ξυλαρδιστός) αφηγούνται και παίζουν την ιστορία του Μυριβήλη, επικοινωνούν με το κοινό, αλληλεπιδρώντας και αυτοσχεδιάζοντας όπου χρειάζεται, δημιουργούν κόσμους ολάκερους με λίγα, «πτωχά» σκηνικά αντικείμενα και πλούσια, σχεδόν αδιάκοπη κίνηση, συντελούν στη δημιουργία μιας ευφρόσυνης και διασκεδαστικής παράστασης.
Οι «Πτωχαλαζόνες» θα δέχονται… ευχές για τα βαφτίσια τους για λίγες ακόμη μέρες, Παρασκευή, Σαββάτο (21.00) και Κυριακή (18.00), μέχρι τις 2 Ιουνίου. Σπεύσατε να τους ευχηθείτε!
Σπύρος Κακουριώτης
Αυτή την εβδομάδα επισκέφτηκα το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και ήταν μια από τις καλύτερες επιλογές που έχω κάνει. Κι αν οι γυναίκες κυβερνούσαν τον κόσμο; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει το ΕΜΣΤ μέσα από μια σειρά έργων, που στόχο έχουν να συγκινήσουν και να αποδείξουν πως το γυναικείο φύλο είναι -αναμφίβολα- εξίσου ικανό με το ανδρικό (αν όχι και περισσότερο). Η έκθεση, ξεκινώντας από τον Δεκέμβριο του 2023, θα συνεχιστεί μέχρι τον Νοέμβριου του 2024. Διακρίνεται σε τέσσερα μέρη και τα έργα που προβάλλονται είναι αφιερωμένα στις δημιουργίες καλλιτεχνών που προσδιορίζονται ως θηλυκότητες. Ήμουν θετικά προϊδεασμένη- δεν θα το κρύψω- ήδη από την πρόσοψη του μουσείου και την επιγραφή με τα νέον γράμματα, What If Women Ruled The World. Όμως, εισερχόμενη στο κτίριο, αντιλήφθηκα πως η έκθεση στοχεύει σε πολλά περισσότερα. Τι θα συνέβαινε αν οι γυναίκες επικεφαλής ήταν περισσότερες σε θέματα καίριας εξουσία; Θα υπήρχε ισότητα; Δικαιοσύνη; Θα μπορούσαμε να μιλάμε για έναν κόσμο με καλύτερη μοίρα και όχι για έναν βίαιο και αποκρουστικό; Αυτά και άλλα παρόμοια με προβλημάτισαν και σίγουρα θα προβληματίσουν τον κάθε ένα που θα την επισκεφτεί. Σε μια εποχή που η ανδροκρατία καλά κρατεί, το What If Women Ruled The World, αποτελεί μια οργανωμένη φεμινιστική εικαστική έκθεση, που έχει έρθει για να ταράξει τα δεδομένα (Extra Tip: Τα βιντεάκια μέσα στους μικρά, κλειστούς, σκοτεινούς χώρους που σου κόβουν την ανάσα).
Βέλμαχου Μαρία
Παρακολουθώντας την εβδομάδα που μάς πέρασε τα τέσσερα πρώτα επεισόδια της πολυανεμενόμενης τρίτης σεζόν του «Bridgerton» στο Netflix, έπιασα τον εαυτό μου να σκέφτεται ότι δεν έχει απολαύσει ποτέ στη ζωή του τόσο μια «σαπουνόπερα» όσο τον νέο αυτό κύκλο της δημοφιλούς σειράς εποχής. Ο πρώτος λόγος, φυσικά, το νέο πρωταγωνιστικό ζευγάρι. Οι χαρακτήρες της Penelope (Nicola Coughlan) και του Colin (Luke Newton) μάς είναι γνωστοί. Η ιστορία και η διαδρομή τους είναι κάτι που έχει χτιστεί σιγά σιγά ήδη από το πρώτο επεισόδιο του πρώτου κύκλου και αυτό δημιουργεί μια αίσθηση μεγαλύτερης οικειότητας στον θεατή σε σύγκριση με τα προηγούμενα πρωταγωνιστικά ζευγάρια. Ο δεύτερος λόγος είναι η φιλία που δείχνουν να μοιράζονται οι δύο ηθοποιοί εκτός σειράς, η οποία έρχεται να «δέσει» με τον πυρήνα της σχέσης των δύο ηρώων που υποδύονται, το «friends to lovers trope» που παρακολουθούμε στην τρίτη σεζόν, εκτοξεύοντας στα ύψη τη χημεία τους στην μικρή οθόνη, δίνοντας την εικόνα μιας άριστης συνεργασίας και ενός υγειούς εργασιακού περιβάλλοντος -κάτι που δεν είναι πάντα βέβαιο στη βιομηχανία του θεάματος. Η Nicola Coughlan δήλωσε για τον συμπρωταγωνιστή της Luke Newton: «Πρόκειται για ένα ξεχωριστό πρόσωπο στη ζωή μου και αισθάνομαι τυχερή που βίωσα αυτή την εμπειρία μαζί του. Πιθανόν να μην ξανακάνω ποτέ ένα πρότζεκτ τέτοιας κλίμακας και αισθάνομαι τυχερή που το έζησα όλο αυτό με έναν τόσο αγαπημένο φίλο». Ενώ με τη σειρά του ο Luke Newton δήλωσε πόσο σημαντικό είναι «να έχεις μια τόσο υπέροχη συνεργασία με κάποιον, να ξέρεις ότι περνάει ακριβώς ό,τι και εσύ, ότι το βρίσκει το ίδιο δύσκολο ή ευχάριστο όπως και εσύ».
Ο τρίτος λόγος που απολαμβάνω την τρίτη σεζόν του «Bridgerton» είναι φυσικά η ίδια η Nicola Coughlan. Η ηθοποιός θεωρείται δικαίως η προσωποποίηση του body positivity για την αυτοπεποίθηση που βγάζει προς τα έξω, τον πληθωρικό χαρακτήρα της, τις εξαιρετικές ενδυματολογικές επιλογές στο κόκκινο χαλί, τους ρόλους που δεν διστάζει να επιλέγει, τον τρόπο που δεν αφήνει τη γνώμη των άλλων να την κρατήσει πίσω. Παράδειγμα τα όσα είπε για τις ερωτικές σκηνές της τρίτης σεζόν: «Υπάρχει μια σκηνή όπου είμαι τελείως γυμνή μπροστά στην κάμερα, και αυτή ήταν δική μου ιδέα, δική μου επιλογή. Απλά το ένιωσα ως το μεγαλύτερο «Σας γράφω» σε όλη αυτή τη συζήτηση γύρω από το σώμα μου- ήταν απίστευτα ενδυναμωτικό». Και αλήθεια είναι όντως ενδυναμωτικό και αναζωογονητικό να έχεις μια εύσωμη ηρωίδα στο επίκεντρο ενός ρομάντζου, να εκδηλώνει τις επιθυμίες της και να είναι με τη σειρά της το αντικείμενο του πόθου, χωρίς να διακατέχεται από τον εσωτερικευμένο μισογυνισμό της «Bridget Jones» ή να τοποθετείται σκηνοθετικά/σεναριακά σε μια κατάσταση διακωμώδησης της σεξουαλικότητας της. Πόσο μάλλον όταν αυτή η ηρωίδα είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες ολόκληρης της σειράς. Στην όλη της θετικότητα της τρίτης σεζόν του «Bridgerton» έρχεται, τέλος, να προστεθεί και το γεγονός ότι για πρώτη φορά στη σειρά ό κεντρικός ήρωας δεν είναι το «κακό αγόρι» με το βαρύ παρελθόν που τον στοιχειώνει και τον κάνει να «ξεσπά» με το λάθος τρόπο στους λάθος ανθρώπους και γενικά να αποπνέει κάποιου είδους τοξικότητα. Ερχόμενος στο προσκήνιο της τρίτης σεζόν, ο Colin Bridgerton (η τηλεοπτική εκδοχή), μάς έκανε να συνειδητοποιήσουμε πόσο η μυθοπλασία της τελευταίας δεκαετίας ρομαντικοποιεί τοξικές και προβληματικές συμπεριφορές ηρώων και πόσο ανακουφιστικό είναι όταν δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το β΄μέρος της τρίτης σεζόν του «Bridgerton» έρχεται στο Netflix στις 13 Ιουνίου.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Ίδιος και ταυτόχρονα αλλιώτικος επέστρεψε ο Zayn με το νέο άλμπουμ “Room Under The Stairs”. Ίδιος, από άποψη φωνής, ταλέντου και την έλευση ενός δίσκου που δεν απογοητεύει. Αλλιώτικος, επειδή για πρώτη φορά μετά από τέσσερις δίσκους, κάνει κανονικά το πρόμο του, μιλάει σε συνεντεύξεις και το κυριότερο: ξεκινάει live εμφανίσεις. Για όσους δεν τον ξέρουν, μετά την αποχώρηση του από τους One Direction και την κυκλοφορία του πρώτου του δίσκου “Mind Of Mine”, που περιείχε το mega-hit Pillowtalk, ο Zayn πάσχει από κοινωνικό άγχος, το οποίο δεν του έχει επιτρέψει να προωθήσει την μουσική του όπως θα ήθελε κι εμείς να έχουμε να τον δούμε ζωντανά από το 2018.
Στο Room Under the Stairs, o Zayn φαίνεται θεραπευμένος. Φαίνεται να είναι επιτέλους καλά. Στο άλμπουμ θα βρεις στίχους του τύπου “Ας αφήσουμε στο παρελθόν τα παλιά”, πιθανώς αναφερόμενος στις παρελθοντικές δηλώσεις του, αναφορικά με το ότι δεν ήθελε να είναι στην βρετανική μπάντα. Σε πρόσφατη συνέντευξη του, μίλησε για πρώτη φορά μετά από χρόνια για εκείνα τα χρόνια, ενώ μοιράστηκε μάλιστα μια αστεία ιστορία με τα αγόρια των One Direction. Συγκίνηση. Οι στίχοι ωστόσο, αποτελούν μεταξύ άλλων και ένα μονοπάτι στην ψυχοσύνθεση του τραγουδιστή, ο οποίος νιώθει άνετα να ξεδιπλωθεί και να επικοινωνήσει πιο ουσιαστικά μαζί μας.
Δεν θα βρεις φαντασμαγορικά ποπ τραγούδια ή κάτι που να παραπέμπει σε “music to make babies to”, όπως είχε αναφέρει μια συνάδελφος στο Guardian πολύ στοχευμένα, ωστόσο σε περιμένει ένα άλμπουμ – therapy session, με απαλή ροκ μελωδία, τον ήχο της μεθυστικής ηλεκτρικής κιθάρας, με την οποία καμιά φορά η φωνή του Zayn μοιάζει πανομοιότυπα. Dreamin’, Alienated και Grateful (με cinematic intro που σε κάνει να νιώθεις πως για λίγο η ψυχή αφήνει το σώμα σου) είναι μέχρι τώρα η αγαπημένη μου τριάδα και ο λόγος που πιστεύω ο Zayn είναι ένας από τους καλύτερους καλλιτέχνες της γενιάς του, ο οποίος επιτέλους βρίσκει τον εαυτό του, νιώθει άνετα με αυτόν και με εμάς και ίσως τώρα να πάρει το credit που του αξίζει!
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Παρασκευή 26 Απριλίου 2024. Σκρολάροντας στο κινητό, πέφτω πάνω στην είδηση πως πέθανε ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Κωστής Ζώης και με αυτή την αφορμή κάπως βρέθηκα να ψάχνω το έργο του. Στην αναζήτησή μου έπεσα πάνω στο ντοκιμαντέρ του με τίτλο « Οι Αζήτητοι», το οποίο τελικά κατάφερα να παρακολουθήσω τώρα, σχεδόν έναν μήνα μετά. Το εν λόγω ντοκιμαντέρ αναφέρεται στο ζήτημα του ψυχιατρείου της Λέρου και είναι πραγματικά γροθιά στο στομάχι. Το ψυχιατρείο της Λέρου που ανασύρθηκε από τα εγκαταλελειμμένα κτίρια του Ιταλικού ναυαρχείου με σκοπό να λειτουργήσει ως αποικία ψυχικά ασθενών ανθρώπων. Αν κάποιος λίγο καιρό πριν με ρωτούσε τι γνωρίζω για το ζήτημα δεν θα ήξερα πολλά περισσότερα από το γεγονός ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν εκεί ως προς τη μεταχείριση των ασθενών δεν ήταν και οι πιο άρτιες. Έχοντας δει πλέον το ντοκιμαντέρ του Κωστή Ζώη αντιλήφθηκα για τα καλά ότι επρόκειτο για κάτι πολύ πιο μεγάλο, για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της ελληνικής ψυχιατρικής ιστορίας.
Το ντοκιμαντέρ είναι διαθέσιμο στο Youtube, σε κακή ανάλυση εικόνας και ήχου. Ωστόσο από τα πρώτα λεπτά οι εικόνες των γυμνών ανθρώπων που περιφέρονται στους ψυχρούς διαδρόμους, άλλοτε απογυμνωμένοι και άλλοτε «φυλακισμένοι» στις βαριές αλυσίδες που τους «προφυλάσσουν» από την ασθένειά τους δεν σ’ αφήνει να πατήσεις παύση. Επιπλέον, η επιβλητική μουσική και ο λόγος του αφηγητή σε κάνουν να νιώθεις με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο σαν να βρίσκεσαι και εσύ εκεί, πίσω από την κάμερα. Είσαι εκεί και βλέπεις κατάματα τα απλανή βλέμματα των ασθενών, τα βλέμματα αυτών των… Αζήτητων.
Το ιστορικό αυτό ντοκιμαντέρ αποτέλεσε την κραυγή που χρειαζόταν, ώστε να έρθουν στο φως οι απάνθρωπες συνθήκες που βίωναν οι ασθενείς της Λέρου, ξεπερνώντας τα σύνορα της χώρας μας. « Το ένοχο μυστικό της Ευρώπης» θα γράψουν τα μέσα ενημέρωσης για να αρχίσει το ταξίδι της αποϊδρυματοποίησης και του εξανθρωπισμού. Αναρωτιέμαι… Ποια είναι η κατάσταση των ψυχιατρικών ιδρυμάτων σήμερα; Πώς αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους με ψυχικά νοσήματα; Δίνουμε την ευκαιρία στους ανθρώπους αυτούς να επανενταχθούν στην κοινωνία ή τους ιδρυματοποιούμε; Το ντοκιμαντέρ «Οι Αζήτητοι» πιστεύω θα κάνει και εσένα να αναρωτηθείς, πόσο μακριά βρισκόμαστε σήμερα άραγε από το τότε ψυχιατρείο της Λέρου;
Ελένη Ανδρεάτου