Τόσκα: Η Εθνική Λυρική Σκηνή “ανοίγει” το Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο
Με τη δημοφιλέστατη «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, σε σκηνοθεσία Ούγκο ντε Άνα και αναβίωση Κατερίνας Πετσατώδη, ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
Με τη δημοφιλέστατη «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι ανοίγει η Εθνική Λυρική Σκηνή το πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 1, 2, 6 και 11 Ιουνίου 2024, σε μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού, σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια Ούγκο ντε Άνα και αναβίωση σκηνοθεσίας Κατερίνας Πετσατώδη.
Τόσκα: Λίγα λόγια για το έργοΗ Τόσκα, ένα μοναδικό οπερατικό θρίλερ, έκανε παγκόσμια πρεμιέρα το 1900 στη Ρώμη. Δίκαια μια από τις δημοφιλέστερες όπερες του ρεπερτορίου, όπου τα παράφορα πάθη υπογραμμίζονται από την άκρως υποβλητική μουσική του Τζάκομο Πουτσίνι. Από την ΕΛΣ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1942 στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (μετέπειτα Κάλλας) στον ομώνυμο ρόλο, και από τότε παρουσιάζεται πολύ συχνά μετά από ισχυρή απαίτηση του κοινού.
Η Φλόρια Τόσκα, μια ντίβα της όπερας, είναι μια γυναίκα παράφορα ερωτευμένη, που ζηλεύει παθολογικά τον σύντροφό της. Ο βαρόνος Σκάρπια, ένας σκοτεινός άνδρας με απόλυτη εξουσία, ηδονίζεται από τον πόνο των θυμάτων του. Ανάμεσα στους δύο βρίσκεται ο εραστής και αγνός πατριώτης Μάριο Καβαραντόσσι, ο οποίος οδηγείται στον θάνατο, όχι για τις ιδέες του, αλλά επειδή κατέχει την Τόσκα, την οποία ποθεί ο Σκάρπια. Η μηχανή είναι καλά στημένη: απ’ τις παγίδες του Σκάρπια δεν θα ξεφύγει κανείς.
Στη διαδικασία της σύνθεσης της Τόσκας, η λέξη κλειδί για τον Πουτσίνι ήταν ο ρεαλισμός. Άλλωστε, η Τόσκα είναι το κατεξοχήν έργο του κορυφαίου συνθέτη που ευθυγραμμίζεται στα ιδεώδη του βερισμού – του ιταλικού κινήματος του νατουραλισμού. Για τον Πουτσίνι ο ρεαλισμός έγκειται στην αγριότητα των καταστάσεων και των εντάσεων ανάμεσα στους πρωταγωνιστές και αποδίδεται από τη μουσική με τρόπο άμεσο, χωρίς αφύσικες ωραιοποιήσεις.
Η αφηγηματική πλοκή της Τόσκας συμπεριλαμβάνει μια σειρά από ανθρώπινα θεμελιώδη ζητήματα: τον έρωτα, τη ζήλια, τη διεστραμμένη λαγνεία, την πίστη στη φιλία. Και παρά το γεγονός ότι ο θάνατος σφραγίζει το έργο, εντούτοις η ουσία της πλοκής του έργου είναι ο αβίωτος διχασμός της ηρωίδας η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εφιαλτικό δίλημμα.
Η Τόσκα του Ούγκο ντε Άνα –παραγωγή που πρωτοανέβηκε το 2012 στο Ηρώδειο– είναι συναρπαστική, δραματική και απολύτως συνεπής στο πνεύμα του συνθέτη, καθώς και στο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται το λιμπρέτο. Τα εντυπωσιακά σκηνικά, ένας τεράστιος σταυρός με τον εσταυρωμένο, μια ιερή τράπεζα, ένα εργαστήρι ζωγραφικής πλαισιώνονται από θεαματικές προβολές μνημείων της Ρώμης, θρησκευτικών συμβόλων, αλλά και βίντεο που δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παραγωγή.
Ο Ντε Άνα, ο οποίος είναι παγκοσμίως διάσημος για τα μνημειώδη σκηνικά του και την εντυπωσιακή χρήση φωτισμών και βίντεο, έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο όπως, μεταξύ άλλων, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα Μιλάνου, Αρένα Βερόνας, Όπερα του Τόκυο και Λισέου Βαρκελώνης. Την αναβίωση της σκηνοθεσίας υπογράφει η Κατερίνα Πετσατώδη, Διευθύντρια Σκηνής της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Ο σχεδιασμός των εντυπωσιακών βιντεοπροβολών είναι του Σέρτζιο Μετάλλι – Ideogamma SRL και oι φωτισμοί του Βινίτσιο Κέλι, ενώ στην αναβίωση των φωτισμών είναι ο Χρήστος Τζιόγκας.
Διευθύνει ο καταξιωμένος αρχιμουσικός και Καλλιτεχνικός Διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών Λουκάς Καρυτινός. Η πορεία του στην Εθνική Λυρική Σκηνή αρχίζει το 1985, το 1992 γίνεται μουσικός διευθυντής του Οργανισμού και καλλιτεχνικός διευθυντής από το 1999 μέχρι το 2005. Έχει διευθύνει σε διεθνή φεστιβάλ όπως της Βερόνας, της Ρώμης, της Λας Πάλμας, του Τόρρε ντελ Λάγκο, της Αβάνς και έχει συνεργαστεί με μεγάλα λυρικά θέατρα όπως του Βερολίνου, της Βαρκελώνης, της Κολωνίας, του Μόντε Κάρλο, του Ντητρόιτ, του Ζάλτσμπουργκ.
Οι πρωταγωνιστέςΓια την Τόσκα η Εθνική Λυρική Σκηνή έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή κορυφαίων πρωταγωνιστών της όπερας με διεθνή ακτινοβολία. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει και να ακούσει τις σπουδαίες υψιφώνους Γεβγκένια Μουραβιέβα (1 & 6/6) και Τσέλια Κοστέα (2 & 11/6).
Η πολυβραβευμένη Ρωσίδα υψίφωνος Γεβγκένια Μουραβιέβα προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στην πρώτη της εμφάνιση στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ το 2017 ως Κατερίνα Ισμαήλοβα στη Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ. Η φήμη της εδραιώθηκε όταν την αμέσως επόμενη χρονιά εμφανίστηκε ξανά στο Ζάλτσμπουργκ στην Ντάμα πίκα, σημειώνοντας τεράστια επιτυχία. Έχει εμφανιστεί σε Μαριίνσκι, Όπερα της Λυόν, Όπερα της Τουλούζης, στη Σκάλα του Μιλάνου, στο Θέατρο Σαν Κάρλο, στην Κωμική Όπερα του Βερολίνου κ.α. ερμηνεύοντας με επιτυχία σημαντικούς ρόλους του ρεπερτορίου.
Η σπουδαία υψίφωνος της ΕΛΣ Τσέλια Κοστέα επιστρέφει στον ρόλο της ντίβας της όπερας Φλόριας Τόσκας, που τόσο πολύ έχει αγαπηθεί από το ελληνικό κοινό. Η γεννημένη στη Ρουμανία Κοστέα έχει διακριθεί σε μερικούς από τους σημαντικότερους διεθνείς διαγωνισμούς τραγουδιού και έχει συμπράξει με τα μεγαλύτερα θέατρα και τις σημαντικότερες αίθουσες του κόσμου όπως Κρατική Όπερα Βιέννης, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Κοντσέρτχεμπαου Άμστερνταμ, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, αφήνοντας με την ερμηνεία της την προσωπική της σφραγίδα σε εμβληματικούς ρόλους.
Στον ρόλο του Μάριο Καβαραντόσσι δύο εξαιρετικοί τενόροι, ο Ρικκάρντο Μάσσι (1 & 6/6) και ο Καρλ Τάννερ (2 & 11/6).
Ο διεθνώς αναγνωρισμένος Ιταλός τενόρος Ρικκάρντο Μάσσι είναι γνώριμος στο ελληνικό κοινό από την πολύ επιτυχημένη του εμφάνιση στο Γκαλά Όπερας της ΕΛΣ στο Ηρώδειο το 2020. Ερμηνευτής του λυρικοδραματικού ρεπερτορίου, έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τις ερμηνείες του σε ρόλους έργων Πουτσίνι και Βέρντι. Έχει εμφανιστεί σε κορυφαία λυρικά θέατρα όπως Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βερολίνου, Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Όπερα Ρώμης, Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Όπερα Ζυρίχης, Όπερα Όσλο, Βασιλική Όπερα Σουηδίας (Στοκχόλμη), Βαυαρική Κρατική Όπερα (Μόναχο), Βασιλικό Θέατρο Τορίνου, Όπερα Αυστραλίας και Φεστιβάλ Γκλάιντμπορν.
Ο διακεκριμένος Αμερικανός τενόρος Καρλ Τάννερ έχει πραγματοποιήσει μια εντυπωσιακή διεθνή σταδιοδρομία με εμφανίσεις στα σημαντικότερα λυρικά θέατρα του κόσμου όπως η Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, η Εθνική Όπερα Παρισιού, η Εθνική Όπερα της Ουάσιγκτον, η Βασιλική Όπερα Λονδίνου, η Γερμανική Όπερα Βερολίνου, η Σκάλα του Μιλάνου, το Τεάτρο Ρεάλ Μαδρίτης, του Λισέου της Βαρκελώνης, η όπερα του Τόκυο, το Μπολσόι κ.α.
Στον ρόλο του Σκάρπια δύο κορυφαίοι πρωταγωνιστές της ΕΛΣ, ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος (1 & 6/6) και ο Γιάννης Γιαννίσης (2 & 11/6).
O κορυφαίος βαρύτονος με τη διεθνή σταδιοδρομία και πλέον Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Δημοτικού Μουσικού Θεάτρου Ολύμπια Μαρία Κάλλας Τάσης Χριστογιαννόπουλος επιστρέφει σε έναν από τους πιο επιτυχημένους του ρόλους. Ο καταξιωμένος βαρύτονος πρωταγωνιστεί από το 1989 σε παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, ενώ εμφανίζεται στα σημαντικότερα θέατρα παγκοσμίως όπως, μεταξύ άλλων, σε Οπερά Κομίκ, Εθνική Όπερα Παρισιού και Θέατρο Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Κρατική Όπερα Βερολίνου, Όπερα Φρανκφούρτης, Βασιλική Όπερα Βερσαλλιών, Κρατική Όπερα Βιέννης, Φεστιβάλ Γκλάιντμπορν.
Ο διακεκριμένος μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης έχει εμφανιστεί στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου (Μητροπολιτική Όπερα Νέας Υόρκης, Θέατρο Λα Μονναί Βρυξελλών, Όπερα Σκοτίας, Όπερα Φρανκφούρτης κ.α.), δίπλα στους Λουτσιάνο Παβαρόττι, Πλάθιντο Ντομίνγκο, καθώς επίσης υπό τον Τζέιμς Ληβάιν, αλλά και σε πολυάριθμες παραγωγές της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Τον ρόλο του Τσέζαρε Αντζελόττι ερμηνεύει ο Τάσος Αποστόλου, του Νεωκόρου ο Πέτρος Μαγουλάς, τον Σαρρόνε και τον Δεσμοφύλακα ερμηνεύει o Βαγγέλης Μανιάτης, τον Σπολέττα ο Γιάννης Καλύβας και τον Βοσκό η Εβίτα Χιώτη.
Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος και την Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ η Κωνσταντίνα Πιτσιάκου.
«Χωρίς αμφιβολία και όχι συμπτωματικά, η Τόσκα συγκαταλέγεται στις δημοφιλέστερες όπερες του Πουτσίνι. Ο Πουτσίνι επιθυμούσε να συνθέσει μια μελωδική όπερα: ήθελε να δημιουργήσει μια μουσική που έρχεται από την καρδιά και μιλάει στην καρδιά. Ως προς αυτό, ο μουσικός εμφανίζεται αδιαχώριστος από τον «άνθρωπο του θεάτρου», όπως ο «μελωδιστής» δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον «συμφωνιστή». Στη μουσική του διακρίνεται με σαφήνεια ο χαρακτήρας των σκηνικών προσώπων, τα χρώματα και οι χειρονομίες των ερμηνευτών. Ο ίδιος έλεγε: «Κάνω θέατρο, οπτικοποιώ τη σκηνική δράση». Γι’ αυτόν τον λόγο, περισσότερο από άλλα έργα του, η Τόσκα σηματοδοτεί το πέρασμα στο πεδίο του βερισμού (επιμονή σε ρεαλιστικές λεπτομέρειες, αναζήτηση των σκηνικών εφέ με έντονες αποχρώσεις, οξυμμένα συναισθήματα, όπως ο έρωτας, το μίσος, το πνεύμα θυσίας, η αγάπη για την πατρίδα…), περιλαμβάνοντας ακόμα και σκληρές, νοσηρές όψεις, καθώς επίσης αποσπασματικούς, φορτισμένους διαλόγους έντονης δραματικότητας. Η πολύ γνωστή υπόθεση, μια ιστορία παθιασμένου έρωτα ανάμεσα στη Φλόρια Τόσκα και τον Μάριο Καβαραντόσσι, έχει ως φόντο μια πολιτική κατάσταση στην οποία επικρατεί έξαρση των ιδανικών της ελευθερίας και της δικαιοσύνης σε αντιδιαστολή προς τη δεσποτική και σκληρή εξουσία του Σκάρπια, ο οποίος με διαβολικό τρόπο καθορίζει μια ροή εξελίξεων που επιφέρει τον δικό του χαμό, την καταδίκη του εραστή της Τόσκας και τη θεαματική αυτοκτονία της ίδιας: «Ω, Σκάρπια, ενώπιον του Θεού!». — Ούγκο Ντε Άνα
Ο συνθέτης / Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Έως σήμερα παραμένει ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα από τα έργα του περιλαμβάνονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική γλώσσα του διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη όπερά του, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του ανταποκρίθηκαν με επιτυχία στις απαιτήσεις της εποχής. Λόγω του αιφνίδιου θανάτου του, στις Βρυξέλλες το 1924, έμεινε ανολοκλήρωτο το τελευταίο έργο του, η όπερα Τουραντότ.
Το έργο / Η τρίπρακτη όπερα Τόσκα βασίζεται σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο Η Τόσκα (1887) του Γάλλου Βικτοριέν Σαρντού.
Πρεμιέρες / Η Τόσκα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Θέατρο Κοστάντσι της Ρώμης στις 14 Ιανουαρίου 1900. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευσε η ελληνικής καταγωγής Ρουμάνα υψίφωνος Χαρίκλεια Νταρκλέ –το γένος Χαρικλή–, επιλογή του ίδιου του Πουτσίνι, τον Καβαραντόσσι ο Εμίλιο ντε Μάρκι και τον Σκάρπια ο Εουτζένιο Τζιραλντόνι. Διηύθυνε ο Λεοπόλντο Μουνιόνε. Η Τόσκα παρουσιάστηκε από το Γ΄ Ελληνικό Μελόδραμα κατά την καλλιτεχνική περίοδο 1916/17. Η Εθνική Λυρική Σκηνή τη συμπεριέλαβε στο ρεπερτόριό της στις 27 Αυγούστου 1942, με τη δεκαεννιάχρονη Μαρία Καλογεροπούλου (Κάλλας) στον κεντρικό ρόλο. Διηύθυνε ο Σώτος Βασιλειάδης.
ΣύνοψηΑ΄ Πράξη / Σάντ’ Αντρέα ντέλλα Βάλλε (Άγιος Aνδρέας του Kάμπου), Ρώμη, Ιούνιος του 1800. Ο Τσέζαρε Αντζελόττι, πολιτικός κρατούμενος που έχει αποδράσει, αναζητά κρησφύγετο σε παρεκκλήσι του ναού, στον οποίο εισέρχεται ο Νεωκόρος ακολουθούμενος από τον ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσσι. Παρ’ ότι εκείνος φιλοτεχνεί εικόνα της Mαρίας Μαγδαληνής με ξανθά μαλλιά, λέει ότι του θυμίζει τη μελαχρινή αγαπημένη του Φλόρια Τόσκα, γνωστή τραγουδίστρια όπερας. Μετά την αποχώρηση του Νεωκόρου, ο Καβαραντόσσι συναντά τον Αντζελόττι και υπόσχεται να τον βοηθήσει ώστε να φύγει μυστικά από τη Ρώμη. Ακούγοντας την Τόσκα να πλησιάζει, ο Αντζελόττι κρύβεται πάλι. Εκείνη έχει ακούσει τον αγαπημένο της να συνομιλεί με κάποιον, μα δεν βλέπει άλλο πρόσωπο και εκφράζει την παθολογική ζήλια της, ανακρίνοντάς τον εξαντλητικά. Ο Καβαραντόσσι την καθησυχάζει, κι έτσι η Τόσκα αποχωρεί. Ο ζωγράφος σχεδιάζει με τον Αντζελόττι τη φυγάδευσή του. Ύστερα φεύγουν μαζί βιαστικά από το παρεκκλήσι.
Πλήθος πιστών συγκεντρώνονται για το Te Deum, ενώ καταφτάνει ο αρχηγός της αστυνομίας, βαρόνος Σκάρπια, με τον αστυνομικό Σπολέττα, αναζητώντας τον Αντζελόττι. Η Τόσκα επιστρέφει. Ο Σκάρπια, που υποπτεύεται τον Καβαραντόσσι και ταυτόχρονα ποθεί την όμορφη τραγουδίστρια, βασίζεται στη γνωστή ζήλια της ώστε να εκμαιεύσει πληροφορίες. Παρ’ όλα αυτά, δεν κατορθώνει πολλά. Ενώ το πλήθος υμνωδεί, ο Σκάρπια ορκίζεται να οδηγήσει τον Καβαραντόσσι στην κρεμάλα και την Τόσκα στην αγκαλιά του.
Β΄ Πράξη / Αίθουσα του μεγάρου Φαρνέζε, όπου διαμένει ο Σκάρπια. Καθώς ο βαρόνος δειπνεί, αναλογίζεται πόσο πολύ ποθεί την Τόσκα. Ο Σπολέττα ανακοινώνει ότι δεν βρήκε τον Αντζελόττι, αλλά ότι συνέλαβε τον Καβαραντόσσι για ύποπτη συμπεριφορά. Ο Σκάρπια, που στο μεταξύ έχει καλέσει την Τόσκα, ανακρίνει τον ζωγράφο, ο οποίος αρνείται πως γνωρίζει οτιδήποτε. Η τραγουδίστρια φτάνει τη στιγμή που ο αγαπημένος της βασανίζεται σε διπλανό δωμάτιο. Δεν αντέχει να ακούει τις φωνές και αποκαλύπτει στον Σκάρπια το κρησφύγετο του Αντζελόττι, που της έχει εμπιστευτεί ο εραστής της. Ο Καβαραντόσσι οδηγείται μπροστά τους ενόσω αναγγέλλεται η νίκη των στρατευμάτων του Ναπολέοντα στο Μαρένγκο. Ο ζωγράφος πανηγυρίζει. Έξαλλος ο Σκάρπια διατάζει τη φυλάκισή του. Στη συνέχεια, μόνος με την Τόσκα, ο βαρόνος διαπραγματεύεται την αποφυλάκιση του αγαπημένου της: Προκειμένου να τον αφήσει ελεύθερο, εκείνη θα πρέπει να υποκύψει στις ορέξεις του. Σε απόλυτη απόγνωση, η Τόσκα συμφωνεί. Ο Σκάρπια υποκρίνεται πως ζητά από τον Σπολέττα ψευδή εκτέλεση του Καβαραντόσσι. Αφού όμως ετοιμάσει το έγγραφο με το οποίο η Τόσκα και ο αγαπημένος της θα μπορούν να φύγουν ανενόχλητοι από τη Ρώμη, εκείνη αρπάζει ένα μαχαίρι από το τραπέζι του δείπνου και, οπλισμένη με μίσος και αηδία, τον φονεύει.
Γ΄ Πράξη / Λίγες ώρες αργότερα, ξημέρωμα στο Καστέλ Σάντ’ Άντζελο. Ηχούν οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου και ακούγεται από μακριά η φωνή ενός Βοσκού. Αναμένοντας την εκτέλεσή του, ο Καβαραντόσσι σκέφτεται μόνο τα γλυκά φιλιά της αγαπημένης του. Πάνω στην ώρα φτάνει η Τόσκα, αφηγείται το κατόρθωμά της και τον καθησυχάζει εξηγώντας ότι η εκτέλεσή του, όπως πιστεύει, θα είναι εικονική. Του υποδεικνύει πώς ακριβώς να κινηθεί και στη συνέχεια ενθουσιάζεται με τη φυσικότητα με την οποία ο Καβαραντόσσι υποκρίνεται, όπως νομίζει, τον νεκρό μόλις το απόσπασμα τον πυροβολεί. Περιμένει ώσπου να φύγουν οι στρατιώτες. Όταν πηγαίνει κοντά του για να τον ειδοποιήσει ότι ο δρόμος προς την ελευθερία είναι πλέον ανοιχτός, αντιλαμβάνεται ότι ο Σκάρπια την ξεγέλασε. Εκείνη τη στιγμή εισέρχονται στρατιώτες οδηγούμενοι από τον Σπολέττα: το έγκλημά της αποκαλύφθηκε και θα πληρώσει. Ωστόσο, προτιμά να πέσει στο κενό παρά στα χέρια τους. Με τον Σκάρπια θα αναμετρηθεί πια ενώπιον του Θεού.